Το πρόβλημα της σχέσεως Χριστολογίας και Πνευματολογίας
12 Δεκεμβρίου 2022Το πρόβλημα στα πλαίσια της Δυτικής Θεολογίας
Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η σχέση των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας, είναι αυτός που καθορίζει και τη σχέση του προσώπου του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, όσον αφορά στην πραγματικότητα της Εκκλησίας. Είναι γνωστό ότι η δογματική διαφοροποίηση της Δύσης από την Ορθόδοξη Εκκλησία, εντοπίζεται στο τριαδολογικό δόγμα. Η Δυτική Εκκλησία είδε τη σχέση των προσώπων της Αγίας Τριάδας ουσιοκρατικά, έδωσε δηλαδή προτεραιότητα στην ουσία, στην ενότητα και όχι στη διάκριση των προσώπων[1].Μία από τις συνέπειες αυτής της οπτικής υπήρξε και η αποδοχή από τη Δύση του δόγματος του filioque, που επί της ουσίας δεν είναι παρά η μείωση του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδας και η υποταγή του στον Υιό. Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και ο τονισμός του ιστορικού χαρακτήρα της Εκκλησίας. Εφόσον ο Χριστός υπήρξε η ιστορική παρουσία του Θεού στην κτίση, τότε η Εκκλησία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επέκταση αυτής της ιστορικής παρουσίας και μάλιστα διά του αντιπροσώπου της, ο οποίος με βάση την ουσιοκρατική κατανόηση της Τριαδολογίας, θα πρέπει να είναι ένας.
Έτσι η Εκκλησία νοείται σχεδόν αποκλειστικά, ως ένας ιστορικός θεσμός, ένα καθίδρυμα, με συγκεκριμένες διοικητικές δομές. Στη μονομερή αυτή χριστομονική θεώρηση, παραθεωρείται εντελώς το γεγονός της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος. Η δήλωση του Χριστού “ καὶἐγὼἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα” [2], αποκαλύπτει και τεκμηριώνει την είσοδο του Αγίου Πνεύματος στην ιστορία. Η διαφορά ανάμεσα στην ιστορικότητα του Χριστού και στην ιστορικότητα του Αγίου Πνεύματος, έγκειται στην ενσάρκωση, την οποία μόνο ο Υιός ανέλαβε να πραγματοποιήσει και η οποία σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί την σημασία του ρόλου του Αγίου Πνεύματος στη θεμελίωση της Εκκλησίας, μόνο και μόνο επειδή, ο ρόλος αυτός δεν υπήρξε αισθητά ορατός.
Ο αντιλήψεις αυτές, όπως ήταν φυσικό, είχαν συνέπειες και στη λειτουργική ζωή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η θεία Ευχαριστία τελείται ως ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου και όχι ως το μυστήριο εκείνο με το οποίο βιώνουμε την εσχατολογική προοπτική της θέωσης[3]. Με το τρόπο αυτό όμως , χάνει το μυστηριακό της χαρακτήρα και υποβιβάζεται σε μία αναμνηστική συμβολική πράξη. Έτσι η Δύση είναι στραμμένη προς ένα ιστορικό παρελθόν, το οποίο για να μην ξεχνά, αναβιώνει μέσα από αναμνηστικές τελετές, σε αντίθεση με την εσχατολογική προοπτική που προσφέρει ο ρόλος του αγίου Πνεύματος, αφού μας απελευθερώνει από τα ιστορικά δεσμά, όχι κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά στην ιστορική πραγματικότητα της Εκκλησίας, μέσα από την εσχατολογική προοπτική των μυστηρίων της.
Στον αντίποδα της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησιολογίας, βρίσκεται η προτεσταντική Εκκλησιολογία. Η αντίδρασή της στην ιστορική θεώρηση της Εκκλησίας ως εκκλησιαστικό κατεστημένο, την υποχρέωσε να απορρίψει την ιστορική διάσταση της και να την μετατρέψει σε μία κοινότητα χαρισματικών ατόμων. Η ουσιοκρατική θεώρηση των τριαδικών σχέσεων του Ρωμαιοκαθολικισμού, μετατρέπεται σε μία ατομοκρατία, η οποία όμως δεν συμβάλλει στην ενότητα μέσα από την ποικιλία, αλλά στον διαχωρισμό της. Η προσωπική προσοικείωση του λυτρωτικού έργου του Χριστού, το κατ’ εξοχήν έργο του Αγίου Πνεύματος, μεταλλάσσεται σε ατομική προσοικείωση. Έτσι, όχι μόνο παραθεωρείται η χριστολογική διάσταση της Εκκλησίας, αλλά παραμορφώνεται ( και όχι υπερτονίζεται) ο ρόλος του Αγίου Πνεύματος. Με τον τρόπο αυτό ο πιστός, αντί να αναχθεί σε πρόσωπο, παραμένει άτομο, το οποίο έχει το δικαίωμα να ερμηνεύσει και να βιώσει με τον δικό του τρόπο την αποκάλυψη του Θεού. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν προκαλεί απορία η διάσπαση του Προτεσταντισμού σε εκατοντάδες ομολογίες, αφού η έννοια της Εκκλησίας έχει χάσει πια την ουσιαστική σημασία της, αλλά και τον ενοποιητικό της ρόλο. Η Εκκλησία δεν είναι η κοινωνία, όπου οι πιστοί ενώνονται μεταξύ τους και με τον Χριστό, αλλά μία αίθουσα συγκέντρωσης, διαφορετικών χαρισματικών – υποτίθεται – ατόμων, που θέλουν να βιώσουν μία ομαδική ψυχολογική εμπειρία.
Το πρόβλημα στα πλαίσια της Ορθόδοξης Θεολογίας.
Εάν το πρόβλημα της δυτικής Εκκλησιολογίας βρίσκεται στη Τριαδολογία της και συγκεκριμένα στην προτεραιότητα της ενότητας των προσώπων της Αγίας Τριάδας, το πρόβλημα της νεώτερης Ορθόδοξης θεολογικής διανόησης, μάλλον εντοπίζεται στο ζήτημα της ιδιαιτερότητάς των υποστάσεων του τριαδικού Θεού, η οποία από ορισμένους θεολόγους τεντώθηκε στα όρια της αυτονομίας.
Διαμορφώθηκε κατά τον τρόπο αυτό, ένας κύκλος σλαβόφιλων θεολόγων οι οποίοι, αντιδρώντας στον χριστομονισμό της Δύσης, υπερτόνισαν τη σημασία του Αγίου Πνεύματος για την Εκκλησία, φθάνοντας στα όρια ενός αντίστοιχου πνευματομονισμού[4]. Στον πυλώνα του χριστομονισμού της δύσης, προστέθηκε ο πυλώνας του πνευματομονισμού.
Στα πλαίσια των αντιδράσεων της σλαβικής Ορθόδοξης θεολογίας, στον χριστομονισμό της Δύσης, ο ορθόδοξος Ρώσος δογματολόγος Βλαδίμηρος Λόσκυ (1903-1958), θα προτείνει την οικονομία του Αγίου Πνεύματος[5]. Πρόκειται για μία δεύτερη οικονομία, η οποία όχι μόνο προστίθεται σε αυτή του Υιού, αλλά διακρίνεται έντονα από αυτή. “ Τό ἔργον τοῦ Χριστοῦἐτελείωσε· τώρα δύναται νά συντελεσθῇ τό ἔργο τοῦἈγίου Πνεύματος”[6]. Κατά τον Λόσκυ, η Εκκλησία έχει δύο πυλώνες, δύο διαφορετικές οικονομίες πάνω στις οποίες στηρίζεται[7]. Το έργο του Αγίου Πνεύματος, διακρίνεται προ και μετά της Πεντηκοστής. Κατά τη δημιουργία του κόσμου και κατά την ενσάρκωση του Χριστού, συμμετέχει με τις ενέργειές Του, ενώ από την ημέρα της Πεντηκοστής και μετά, εισέρχεται στην ιστορία ως πρόσωπο[8]. Η δεύτερη αυτή οικονομία, κρίνεται απαραίτητη από τον Λόσκυ, γιατί αν η βάση της Εκκλησίας είναι μόνο χριστολογική, καταργείται η ανθρώπινη ελευθερία και η ποικιλία των προσώπων[9].Ο πνευματικός πυλώνας της Εκκλησίας είναι αυτός που φέρνει την ισορροπία και αξιώνει τους πιστούς να οικειοποιηθούν το λυτρωτικό έργο του Χριστού.
Στον αντίποδα της διπλής οικονομίας του Λόσκυ, βρίσκεται ο χριστοκεντρισμός, του επίσης Ρώσου θεολόγου π. Γεώργιου Φλωρόφσκυ (1893-1979). Για τον Φλωρόφσκυ, η υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού, είναι το θεμέλιο της Εκκλησίας[10]. Χωρίς την ενσάρκωση δεν θα ήταν δυνατή η ύπαρξή της. Ο χριστοκεντρισμός του Φλωρόφσκυ, σε αντίθεση με τη θεολογία του Λόσκυ, δεν αναφέρεται μόνο στην ίδρυση της Εκκλησίας, αλλά σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής της εξέλιξης. Ο Χριστός βρίσκεται διαρκώς παρών στην Εκκλησία, όπως το κεφάλι πρέπει απαραίτητα να συνδέεται διαρκώς με το σώμα. Αυτή η διαρκής παρουσία του Χριστού, συμβαίνει επειδή η ενσάρκωση πραγματοποιείται συνεχώς[11].
Στα πλαίσια της προτεραιότητας μεταξύ της Χριστολογίας και της Πνευματολογίας, θα πρέπει να ενταχθεί και ένα είδος ανταγωνισμού που υπάρχει μεταξύ της ευχαριστιακής και θεραπευτικής Εκκλησιολογίας. Ο όρος ευχαριστιακή Εκκλησιολογία, αναφέρεται στην κεντρική θέση που έχουν τα μυστήρια και ιδιαίτερα η θεία Ευχαριστία για τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο όρος θεραπευτική Εκκλησιολογία, αναφέρεται στην ένωση με τον Χριστό, μέσα από την άσκηση. Για πολλούς ερευνητές, οι ρίζες του φαινομένου αυτού βρίσκονται στη γνωσιολογία του Ωριγένη, ο οποίος υπό την ισχυρή επίδραση του Πλατωνισμού, υπερτόνισε τη σημασία της γνώσης και της άσκησης για τη θέωση του ανθρώπου[12]. Διαμορφώθηκε κατά τον τρόπο, αυτό μία ελιτίστικη άποψη, κατά την οποία οι λίγοι άξιοι -μέσω της γνώσης- φθάνουν στη θέωση, ενώ οι περισσότεροι πιστοί θα πρέπει να αρκεστούν στην απλή συμμετοχή τους στις λατρευτικές τελετουργίες της Εκκλησίας[13]. Με αυτόν τον τρόπο, τα μυστήρια χάνουν το μυστηριακό τους βάθος και περιορίζονται στον τελετουργικό συμβολισμό. Εφόσον τα μυστήρια τελούνται από τον κλήρο και η ασκητικότητα συνδέεται άμεσα με τον μοναχισμό, ο εν λόγω ανταγωνισμός επεκτείνεται αναπόφευκτα και στα δύο αυτά μέρη της Εκκλησίας.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ