Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ολόφωτος, πλήρης λέξεων ζωής αιωνίου!

3 Ιανουαρίου 2023

Ράλλης Κοψίδης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

112 χρόνια από την κοίμησή του

 

Μια επέτειος σήμερα μέσα στις γιορτές. Ανάμεσα στα Χριστούγεννα, τον Άι Βασίλη, τα Φώτα!

Παραμονές, λοιπόν, των Φώτων προπέμπουμε και υποδεχόμαστε τον Μεγα-Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ανήμερα της επετείου της κοίμησής του.

Όσο θλιβερή κι αν είναι μια απώλεια ενός τόσο σημαντικού μεγάλου συγγραφέως, και μάλιστα για μια μικρή χώρα, εντούτοις η επέτειος αυτή μοιάζει με την θριαμβευτική κορύφωση της επίγειας πολιτείας του.

Το βασίλεμα ενός μεγάλου συγγραφέα και την πανήγυρι της λαμπρής και πλούσιας γλώσσας του μικρού τόπου που τον ανέδειξε -γιατί όχι και την ανέδειξε- μέσω, βεβαίως, της συγγραφικής του δεινότητας! Η ελληνική γλώσσα, λοιπόν, μπορεί να γιορτάζει σήμερα μαζί με τον μεγάλο συγγραφέα! Τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη!

Γι’ αυτόν η συγγραφική ενασχόληση αποτέλεσε μια αποκλειστική και παθιασμένη αίρεσι βίου, δηλαδή μια επιλογή ζωής, ανάμεσα στον κόσμο των λέξεων. Και μάλιστα, εμπνεόμενος και εμφορούμενος από το απλό ή και απλούστατο σκηνικό της μικράς πολίχνης Σκιάθου η οποία χωρούσε μέσα της όλο τον κόσμο, τις χαρές! Τα πάθη και τους αναστεναγμούς όλου του κόσμου.

Εκεί και ο Αλέξανδρος Εμμανουήλ Αδαμαντίου που «διάβαζε», ψηλαφούσε και ακροαζόταν τον μικρό αυτό κόσμο, που έμοιαζε να περιέχει και όλον τον άλλο και τον μετέτρεπε σε περίτεχνο ανεξίτηλο λογοτεχνικό κόσμημα. Μια γλωσσική τελετουργία υπέρφορτη που ο συγγραφέας διαχειριζόταν με την πλήρη γλωσσική σκευή που «κατείχε» μαζί με τον συνολικό του πνευματικό εξοπλισμό.

Κατά συνέπεια, ο πνευματικός του εξοπλισμός ήταν αυτός που τον καθοδηγούσε στην αντιμετώπιση των προσώπων και των κοινωνικών καταστάσεων και φαινομένων. Και βεβαίως, όχι ως ιδεολογική ανάλυση, αλλά ως ευαισθησία και απαλότητα ψυχής -καλώς αλλοιωμένη και όχι αλλοτριωμένη.

Ένας συγγραφέας με πολιτεία άμεμπτη, όσο… άσχημο(!) κι αν ακούγεται αυτό, αφού δεν προσκύνησε τον μαμμωνά, δηλαδή το χρήμα, αντί τον Θεό, όπως θα έλεγε ο ίδιος!

Πάντως, ο κοινός φίλος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και εσαεί κοινό κτήμα και πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά δεν χαρίζεται στην ζωή. Δεν την χαμηλώνει, δεν την κάνει κατώτερη των περιστάσεών της και δεν την εξυψώνει παράλογα!

Υπέρλογα, ναι!

Άλλωστε αυτός είναι και ο κανόνας της ποίησης! Να μεταφέρει μέσα της ανάσες ζωής αιωνίου!

Ακόμη και εν μέσω πόνου και δυστυχίας!

Να την εξυψώνει σε βαθμίδα και επίπεδο τέχνης.

Κομμάτι, λοιπόν, αιωνιότητας διεκδικούν μέσω της τέχνης και οι δυστυχίες και τα πάθη που ανταμώνουν τον άνθρωπο μέσα στην ανθρώπινη μοίρα του που έρχονται να τον συνθλίψουν αναπάντεχα ή τραγικά, λόγω και της δικής του εμπλοκής στη γένεση ή την όλη εξέλιξη των γεγονότων!

Και ο συγγραφικός οίστρος του Παπαδιαμάντη δεν θα αδικήσει, δεν θα πλειοδοτήσει μονομερώς στα «χάσματα» που ως πάθια της ζωής καταδυναστεύουν τον άνθρωπο, αλλά θα παραλάβει το σώμα και την ιστορία του γεγονότος μαζί με τον όλο κοινωνικό περίγυρο της, για να το θέσει ευλαβικά εντός του προσωπικού του συγγραφικού του κόσμου και τοπίου!

Και εν τέλει, να το αναπαραστήσει προς τέρψιν και χάριν προσωπική, όπως και του αναγνωστικού κοινού που τέρπεται από τον ευρύτερο γλωσσολογικό του κώδικα, την εμβάθυνσή του ή και την απαραίτητη απόστασή του από τη διήγηση και τα πρόσωπα. Προσφέροντας, έτσι, μια άνεση ευρυχωρίας, αλλά και συνύπαρξης με τον συγγραφέα, τα πρόσωπα του έργου και το περιβάλλον του.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είναι ένας γνήσιος «παραμυθάς» από αυτούς που έχουν πάντα ανάγκη όλες οι κοινωνίες «ανώτερες» και «κατώτερες». Και ο Πόου και ο Δίκενς και Δοστογιέφσκι ιστορίες, παραμύθια διηγούνταν προς τέρψη, προβληματισμό και παραμυθία των αναγνωστών τους. (Αλλά μήπως και η δημοσιογραφία δεν έχει κι αυτή ένα ανάλογο ρόλο; Εκτός δηλαδή από την πληροφόρηση δεν έχει σκοπό και να εξάπτει και να παραμυθιάζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τον κόσμο);

Μα όσο κι αν φοβάμαι πως θα χάσω τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη με την δημοσιογραφική… παρεκτροπή εντούτοις τον βλέπω να ανατέλλει και μέσα από τον κόσμο του Τύπου και των εφημερίδων στις οποίες εργαζόταν τόσο ως μεταφραστής λογοτεχνικών έργων, όσο και ευρύτερης δημοσιογραφικής ύλης.

Άλλωστε ο μικρός τόπος δεν μπορούσε να «απασχολεί» επαγγελματίες συγγραφείς και ποιητές! Η επιβίωση ήταν ανεξάρτητη από το… μεράκι!

Και, σίγουρα, η σημερινή ημέρα θα έπρεπε να αποτελεί και γιορτή του Τύπου για να τιμά τόσο τον Παπαδιαμάντη όσο και όλους τους λοιπούς συγγραφείς και λογοτέχνες οι οποίοι εργάστηκαν και εργάζονται μέσα στον κλάδο αυτό.

Βεβαίως η δημοσιογραφία δεν μπορεί να ταυτιστεί με την λογοτεχνία. Οι λέξεις του ποιητή – συγγραφέα και εν προκειμένω του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αποτελούν φως και φανερώνουν αρκετές διαβαθμίσεις του δράματος, της τραγικότητας και της ιλαρότητας μιας ανθρώπινης κατάστασης, και προφανώς δεν διεκπεραιώνουν μια πληροφορία, είδηση.

Έτσι η συνεχής επιστροφή και επαναπρόσληψη του έργου του αποτελεί στην ουσία ένα επιβεβλημένο αναμάσημα, ένα ποιητικό «μηρυκασμό», εξόχως πιο αποκαλυπτικό από την ίδια εξέλιξη της ιστορίας και της υπόθεσης της. Οι λέξεις, η γλώσσα είναι το διακύβευμα! Η ώριμη «ματιά» του πάνω, και μέσω της γλώσσας του στα πράγματα.

Το έργο του Παπαδιαμάντη δεν προσφέρεται για ανάγνωση άπαξ και διά παντός, αλλά για συνεχή επιστροφή, αναμάσημα, μηρυκασμό. Η εντρύφηση στον κόσμο του μας αποκαλύπτει τα κοιτάσματα της πνευματικής του ύπαρξης. Μέσα από αυτά διαβάζεις και προσλαμβάνεις την ίδια τη ζωή. Το απαλό του άγγιγμα σε πρόσωπα και καταστάσεις.

Παράλληλα, όμως, το έργο του αποτελούσε μια δυναμική εκπεφρασμένη προσωπική κοινωνική αναφορά-άποψη. Μια σχεδόν αθόρυβη όσο και οξεία κατάθεση από έναν πνευματικό άντρα που «κατοικούσε» σε ένα ξεθωριασμένο, τριμμένο παλτό, εν είδη πολυχρησιμοποιημένου λεξικού που φτάνει στα όριά του, δηλαδή στην ουσία της καρδιάς της γλώσσας, της γνώσης, της έκφρασης, της αφήγησης του, μοιράσματος, της επικοινωνίας.

Και όσον αφορά την επικοινωνία του συγγραφέως της Σκιάθος, πάσης Ελλάδος και λοιπής οικουμένης μοιάζει παράδοξα να μας αφήνει την εντύπωση πως μπορεί να αρκείται στην ποιητική… ενδοεπικοινωνία!

Πράγμα που δεν ευσταθεί, πέραν του σημείου της προσωπικής του αλήθειας την οποία επέβαλε στανικώς στον όλο κόσμο του. Προσωπικό και περίγυρο.

Εκεί κατοικούσε ως αυτοκράτωρ και φύλαξ αισθήσεων μη επιτρέποντας ασύμβατες παραισθήσεις που τον εξέτρεπαν. (Ακόμη και το κρασάκι στο οποίο αρεσκόταν δεν τον οδήγησε ποτέ σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, πέραν ίσως από την υγεία του η οποία επιβαρύνθηκε).

Άλλωστε η ποιητική συγγραφική του παρ-αίσθηση και παρα-ανάγνωση του κόσμου τού φανέρωνε καλύτερους κόσμους από άλλες ουτοπίες και εξαρτήσεις, όπως του πλούτου, της κενοδοξίας και της φιλοδοξίας, της εξουσιομανίας…

Ενώ, η συχνή ενασχόληση του με την ψαλτική τέχνη αποτελούσε ταυτόχρονα αναβάπτιση στην γλώσσα και τα νοήματα των ύμνων, δηλαδή την καλύτερη πνευματική ανατροφοδότηση. Ακόμη και ως την τελευταία ημέρα της κοίμησής του την 2αν προς 3η Ιανουαρίου του 1911 – τρεις μέρες πριν τα Φώτα που τον βρήκε ολόφωτο και τα χείλη του πλήρη λέξεων ζωής αιωνίου.

Έτσι, ο κοινός φίλος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και εσαεί κοινό κτήμα και πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά μοιάζει να βρίσκεται πάντα ανάμεσά μας!

Ας δούμε πως περιγράφει ο άλλος Αλέξανδρος, ο Μωραϊτίδης τις τελευταίες μέρες και ώρες του:
«Του αγίου Βασιλείου το βράδυ μετάλαβε δια τελευταίαν φοράν. Όταν εβράδυασε καλά, ανεσηκώθη ολίγον ωσάν ενθουσιασμένος από κάποιαν ανάμνησιν. Ηκροάτο σιωπών το τραγούδι του αγίου Βασιλείου, όπου το ετραγουδούσαν τα παιδιά εις το αγαπημένον του καφενείον, εις την παραλίαν.
– Τι ωραία που το πάνε ‘ς του Λάμπρου! Είπε.

Και μετ’ ολίγον προσέθηκε:
– Να ήμουν κ’ εγώ κειδά!

Εζήτησεν έπειτα βιβλίον να διαβάσει. Του έδωσαν τον Σαίξπηρ. Το έλαβεν αλλά δεν ημπόρεσε να διαβάσει. Δεν έβλεπεν, αν και το φως ήτο πολύ.

– Ε, τώρα θα πεθάνω πλέον! Τα κορίτσια άρχισαν να κλαίουν.
– Μη κλαίτε, δεν αποθνήσκω.

Από την νύκτα έπαυσε τον καφέ και το γάλα.

Εννοών εκλιπούσας τας δυνάμεις του, σαν να ήθελε να παρηγορήσει τας θρηνούσας αδελφάς του δια την ορφανείαν και ταις έλεγεν·
– Έννοια σας. Αλήθεια. Δεν σας αφήνω τίποτε. Έννοια σας, από τα έργα μου θα λάβητε κάποιαν βοήθειαν. Μη κλαίτε!

Λίγο κονιάκ του έδωσαν τελευταίον. Μετά 24 ώρας απέθνησκεν.

Ολίγην ώραν πριν, ήρχισε να ψάλλει ‘Την χείρα σου την αψαμένην’ (διότι επλησίαζεν η παραμονή των Φώτων, ότε ψάλλεται το εύμορφον αυτό τροπάριον). Αλλά δεν ηκούοντο καθαρά οι λόγοι.

Μετ’ ολίγον εξέπνευσε· μεσάνυκτα της 2ας προς την 3ην Ιανουαρίου».

***

«Την χείρα σου την αψαμένην…»

Την χείρα σου την αψαμένην, την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου, μεθ’ ης και δακτύλω αυτόν, ημίν καθυπέδειξας, έπαρον υπέρ ημών, Βαπτιστά, ως παρρησίαν έχων πολλήν· αι γαρ μείζων των Προφητών απάντων, υπ’ αυτού μεμαρτύρησαι. Τους οφθαλμούς σου πάλιν δε, τους το Πανάγιον Πνεύμα κατιδόντας, ως εν είδει περιστεράς κατελθόν, αναπέτασον προς αυτόν Βαπτιστά, ίλεων ημίν απεργασάμενος. Και δεύρο στήθι μεθ’ ημών, επισφραγίζων τον ύμνον, και προεξάρχων της πανηγύρεως.