Απόπειρες αλλοτρίωσης του υπόδουλου Γένους κατά την Τουρκοκρατία

3 Ιανουαρίου 2023

Η έννοια της αλλοτρίωσης

Η αλλοτρίωση[1] ως έννοια συνδέεται με την απομάκρυνση, την αποξένωση την φθορά, την αλλοίωση και την παρακμή.

Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρέως σε επίπεδο οικονομίας και ιδιαίτερα στην μαρξιστική ανάλυση, ως προς την αποξένωση του εργάτη από την εργασία του και τους καρπούς της[2]. Σε κοινωνικό επίπεδο η αλλοτρίωση έχει να κάνει με την αποξένωση και την απομόνωση. Σε προσωπικό επίπεδο, η αλλοτρίωση συνδέεται με την απομάκρυνση από βασικά χαρακτηριστικά και συστατικά της ύπαρξης, συστατικών που προσδίδουν νόημα ζωής και σκοπό και που χωρίς αυτά, ανοίγει ο δρόμος προς τον προσωπικό μαρασμό και, μοιραία, στην κοινωνική παρακμή.

Η αλλοτρίωση ως μέσον κατάκτησης

Όταν μία δύναμη, στρατιωτική η πολιτική, επιβάλλεται βίαια πάνω σε ένα κοινωνικό σύνολο, το βασικό της πρόβλημα είναι η αντίσταση που θα αντιμετωπίσει, τόσο κατά την διάρκεια της εισβολής όσο και κατά τη διάρκεια της υποδούλωσης που θα ακολουθήσει.

Πρώτη αιτία αντίστασης είναι, οπωσδήποτε, οι λόγοι επιβίωσης των υπόδουλων, καθώς πρώτιστος στόχος ενός κατακτητή είναι να υφαρπάξει πλούτο. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, η πρώτη αυτή αιτία αντίστασης αμβλύνεται όταν νέες οικονομικές ισορροπίες επικρατήσουν. Αυτό βέβαια εξαρτάται από τα γενικότερα χαρακτηριστικά κατακτητών και υπόδουλων. Τα Επτάνησα, παραδείγματος χάριν, υπέστησαν σειρά κατακτήσεων, βρέθηκαν όμως εκείνοι οι μηχανισμοί ώστε, ακόμη και οι υπόδουλοι να είναι σε θέση, όχι μόνο να επιβιώσουν οικονομικά αλλά και να ευημερήσουν. Αντίθετα, στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, η υφαρπαγή του πλούτου δεν μπήκε σε ένα σταθερό νομικό πλαίσιο και η αυθαιρεσία του κατακτητή συνεχίστηκε ακόμη και μέχρι την Επανάσταση.

Δεύτερη αιτία αντίστασης, πολύ πιο επιμονής και δυσκολότερης στη διαχείριση της, είναι η άρνηση ενός πληθυσμού να αλλοτριωθεί ως προς τον αξιακό του κώδικα και τα πνευματικά χαρακτηριστικά που τον συγκροτούσαν μέχρι τότε. Οι αυτοκρατορίες που επέδειξαν μεγάλη διάρκεια και αντοχή είχαν ως βασικό χαρακτηριστικό την ελευθερία ως προς την θρησκευτική και πνευματική ταυτότητα. Είναι γνωστό πως οι Ρωμαίοι, παραδείγματος χάριν, δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις προσωπικές θρησκευτικές πεποιθήσεις στις κατακτήσεις τους. Το ίδιο συνέβη και με την βρετανική αυτοκρατορία.

Η οθωμανική αυτοκρατορία όμως, στηριγμένη σε έντονες θρησκευτικές αρχές και στον θρησκευτικό φανατισμό, επιφύλαξε συντριπτική υποτίμηση κάθε μη μουσουλμάνου και, ουσιαστικά, παρέδωσε τους «άπιστους» στις διαθέσεις των τοπικών Τούρκων ηγεμόνων και συχνά στο έλεος του όχλου. Παράλληλα, ανέλαβε συστηματική προσπάθεια εξισλαμισμού των πληθυσμών, με σκοπό να πλήξει τους υπόδουλους Ρωμηούς στα σημεία ακριβώς που αισθανόταν πως αποτελούν κίνδυνο εξεγέρσεων: στη θρησκεία και στη γλώσσα αλλά και σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας, που συντελούσαν ώστε να κρατηθεί ακμαία η εθνική και θρησκευτική συνείδηση.

Τα σχέδια αλλοτρίωσης των υπόδουλων Ελλήνων ποικίλουν από εποχή σε εποχή και από περιοχή σε περιοχή. Το βέβαιον όμως είναι ότι η διατήρηση και ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας αποτελούσε  για τους Έλληνες εγχείρημα με διαρκή κίνδυνο εξανδραποδισμού, δήμευσης της περιουσίας και θανάτου. Πέρα από περιστασιακές απόπειρες αλλοτρίωσης, οι πλέον γενικευμένες και συστηματικές ήταν δύο: Το παιδομάζωμα και ο εξισλαμισμός, βίαιος ή υποκινούμενος.

Το παιδομάζωμα

Παιδομάζωμα ονομάζουμε την βίαιη αρπαγή αγοριών εκ μέρους του Οθωμανού κατακτητή με σκοπό να αποτελέσουν, καταρχάς, την προσωπική συνοδεία του Σουλτάνου και της Οθωμανικής Αυλής, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, και κατόπιν, να συγκροτήσουν επίλεκτες στρατιωτικές μονάδες. Το παιδομάζωμα εντάσσεται σε μία ευρύτερη πρακτική του ισλαμικού μεσαίωνα που είναι γνωστή ως στρατιωτική δουλεία. Αφορούσε την χρησιμοποίηση δούλων στο στρατό που προέρχονταν είτε από σκλαβοπάζαρα, είτε από αλλόθρησκους που είχαν περιπέσει στο καθεστώς της δουλείας και αποσκοπούσε στην ενίσχυση των διαφόρων ηγεμόνων από δουλικά σώματα-φρουρές που βοηθούσαν τον ηγεμόνα στη διατήρηση της εξουσίας του.

Ιδιαίτερα στο οθωμανικό κράτος, η πρακτική αυτή συνοδεύτηκε και από την βίαιη στρατολόγηση παιδιών των χριστιανών υπηκόων του οθωμανικού κράτους. Πρόκειται για τη βίαιη απόσπαση, υπό μορφή φόρου, παιδιών των χριστιανών υπηκόων από το εθνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό τους περιβάλλον και την ένταξή τους στο τουρκικό – ισλαμικό περιβάλλον, με σκοπό τη χρησιμοποίησή τους στο παλάτι, στο στρατό και την κρατική διοίκηση, αφενός για να υπηρετήσουν τον Σουλτάνο ως δούλοι και αργότερα απελεύθεροι και αφετέρου για να πλαισιώσουν την κυρίαρχη τάξη του κράτους.

Επί τρεις αιώνες περίπου, η αλλοτριωμένοι αυτοί υποτακτικοί του Σουλτάνου ήταν φορείς της οθωμανικής ισχύος. Η σκοπιμότητα ήταν, αφενός να στελεχωθεί ο οθωμανικός στρατός και αφετέρου να εξασθενίσουν οι χριστιανικοί πληθυσμοί ώστε να μειώνεται ο κίνδυνος εξεγέρσεων. 

Ήδη από το 1995 ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ισίδωρος μας δίνει την πρώτη άμεση πηγή για το παιδομάζωμα με τρόπο σπαρακτικό:

«Τι να πω και τι να σκεφτώ και με τι μάτια να δω το μέγεθος της συμφοράς; Τι χειρότερο μπορεί να υποστεί ο άνθρωπος όταν βλέπει το παιδί που γέννησε και ανέθρεψε και για χάρη του έχυσε δάκρυα ελπίζοντας να το δει ευτυχισμένο, ξαφνικά να το βλέπει να αρπάζεται με βιαιότητα από χέρια αλλοφύλων και να ποτίζεται από ξένα ήθη και να φορά βαρβαρική στολή και να γίνεται σκεύος ασέβειας και δυσωδίας; … Και πώς να αντέξει η ψυχή, να βλέπει ο γονιός το παιδί του να ασπάζεται διδασκαλίες του διαβόλου και να οδηγείται στην γέενα με τους δαίμονες;» (μτφρ. συντ.)[3].

Ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως το παιδομάζωμα αποτελεί παραβίαση του ισλαμικού δικαίου, εφόσον οι υπήκοοι του οθωμανικού κράτους ως λαοί της Bίβλου, είχαν εισέλθει στην κατηγορία των υποσπόνδων υπηκόων, τον τζιμμί, και πλήρωναν τους νενομισμένους φόρους και χαράτσια και πλείστους άλλους. Ουσιαστικά, επί 400 χρόνια, η οθωμανική αυτοκρατορία διατήρησε μία ατέρμονη εμπόλεμη κατάσταση με την υπόδουλη Ρωμηοσύνη, κατά την οποία μόνον δικαιολογούνται τέτοιες πρακτικές.

Η πρακτική ακολουθούσε περίπου τον ίδιο δρόμο: κάθε φορά συλλέγονταν περί τις 10.000 παιδιά και ανά 100 οδηγώντας στην Κωνσταντινούπολη όπου πρώτα ομολογούσαν την ισλαμική πίστη και κατόπιν υφίστατο περιτομή. Τα ωραιότερα και ευφυέστερα παιδιά στέλνονταν στα τρία σουλτανικά σεράγια και τα υπόλοιπα ενοικιάζονταν έναντι χρημάτων στους Τούρκους χωρικούς της Ανατολίας ώστε να μάθουν την τουρκική γλώσσα και να συνηθίσουν τον τουρκικό τρόπο ζωής.

Στην ηλικία των 14 περίπου ετών και μετά από 3 έως επτά χρόνια κατατάσσονταν στο σώμα των ατζεμή-ογλάν, των ατζαμήδων, δηλαδή των δοκιμών όπου, αντί μικρής αμοιβής για να μπορούν να συντηρηθούν, έμπαιναν στην υπηρεσία των κήπων, στα πλοία και σε άλλες αγγαρείες. Μετά από 2-3 χρόνια κατατάσσονταν στο Τάγμα των Γενίτσαρων, αφού είχαν ασκηθεί στη χρήση των όπλων και την πολεμική τέχνη έναντι μικρής αμοιβής. Όσα είχαν παραμείνει στα σεράγια, προορίζονταν για το σώμα των σιπαχί, των ιππέων, και προορίζονταν για ανώτερα αξιώματα του κράτους.

Η ζωή στο σεράγι ήταν το ίδιο δουλική αλλά και πιο αυστηρή γιατί δεν είχαν επαφή με τον έξω κόσμο. Μάθαιναν τούρκικα, περσικά και αραβικά, μελετούσαν το Κοράνι και τα νομικά κείμενα και μάθαιναν να διαβάζουν φημισμένα βιβλία της ισλαμικής φιλολογίας.

Ο όρος «Γενίτσαρος», που χρησιμοποιείται σήμερα με αρνητικό τρόπο, υπονοώντας την απάρνηση των πατρώων αξιών και τον μεγάλο φανατισμό εναντίον της ίδιας της καταγωγής, αποτελεί αποτέλεσμα της κατάστασης που επικρατούσε τότε. Η αλλοτρίωση των χριστιανών αγοριών ήταν βίαιη και συστηματική, εντοπισμένη απόλυτα στους δύο πυλώνες της ταυτότητας, τη γλώσσα και την πίστη. Συγχρόνως, η αποξένωση εξελισσόταν σταδιακά και συστηματικά σε μίσος προς τους ομοφύλους, σε σημείο ώστε να θεωρούνται οι Γενίτσαροι χειρότεροι από τους φυσικούς εχθρούς.

Τα σχετικώς λίγα συγκινητικά περιστατικά αντίστασης παιδιών που προτίμησαν το θάνατο και εντάχθηκαν στη χορεία των Νεομαρτύρων δεν απαλύνει την τραγωδία, όπου μεγάλες μάζες νέων χριστιανών αγοριών στέρησαν από τους υπόδουλους Έλληνες ζωτικές δυνάμεις, όχι μόνον μελλοντικής εξέγερσης αλλά ακόμα και οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Υπάρχουν ακόμα μαρτυρίες Γενίτσαρων κρυπτοχριστιανών, η πλειονότητα όμως των παιδιών ήταν αδιάφορη και εντελώς χαμένη σε έναν ξένο κόσμο από αυτόν που γεννήθηκαν. Είναι από κείνες τις φορές που οι γονείς εύχονται τον θάνατο των παιδιών τους.

Εξισλαμισμός

Πριν ακόμα από την Άλωση, για λόγους φανατισμού η και για τη σταθερότερη επικράτηση τους, οι Οθωμανοί εφάρμοσαν το μέτρο του εξισλαμισμού των υποδούλων τους. Εξισλαμισμός σήμαινε αυτόματα άρνηση της ιδιότητας του Ορθοδόξου και του Έλληνα και προσχώρηση στο σώμα των κατακτητών. Και θεωρητικά μεν, δεν επιβλήθηκε η αλλαξοπιστία, αφού επικράτησε η διάκριση των μιλλετιών. Στην πράξη όμως, οι καθημερινές πιέσεις ήταν συχνά τόσο απελπιστικές, που καθιστούσαν την αλλαξοπιστία λύτρωση.

Οι εξισλαμισμοί ήταν  ακούσιοι στις περισσότερες περιπτώσεις αλλά και εκούσιοι. Ο δελεασμός ήταν μεγάλος, αφού ο εξισλαμισμένος,  από δούλος γινόταν αυτόματα κύριος. Γι΄ αυτό παρατηρείται, στους πρώτους κυρίως αιώνες, ισχυρό ρεύμα αποστασίας. Δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο διχασμού της ίδιας της οικογένειας, με αυτονόητες τις συνέπειες.

Ο μοναχός Νεκτάριος Τέρπος διηγείται το ακόλουθο περιστατικό:

«Πέρσι, 25 Δεκεμβρίου του 1824 να πηγαίνω εις ξένην επαρχίαν του Αλπανασίου εις χωρίον Τραγότι, και εμπαίνοντας εγώ εις την εκκλησία του Χριστού, ηύρηκα τον παπά με ως 120 γυναίκες και άντρες ως 15. Και πολλά επικράθηκα για την ολιγότητα των ανδρών και είχα ρωτήσει πρωτήτερα και μου είπαν, πως η επίλοιποί άντρες, φευ,  όλοι ετούρκεψαν»[4]

Οι οθωμανοί «θεολόγοι» φρόντιζαν μάλιστα να διαδίδεται ένα πονηρό ιδεολόγημα, ότι ο Θεός εγκατέλειψε τους Χριστιανούς λόγω των αμαρτιών τους και βοηθούσε τους Τούρκους. Επειδή ανάλογες αντιλήψεις κυκλοφορούσαν και σε ελληνικούς κύκλους, η δυναμική του αποδείχθηκε τεράστια. Δεν έλειψαν ακόμα και αλλαξοπίστησες επισκόπων, που οφείλονταν σε διάφορα αίτια –φιλοδοξία, διαφωνία με το Μητροπολίτη και λοιπά- με ανυπολόγιστη επίδραση στο λαό. Μεγαλύτερη έκταση έλαβαν οι εξισλαμισμοί σε άλλες ομάδες υπόδουλων. Βόσνιοι, Κροατές και Αλβανοί εξισλαμίστηκαν σε μεγάλη έκταση. Αλλά και οι εξισλαμισμένοι Έλληνες δεν ήταν λίγοι. Εξισλαμισμούς έχουμε μέχρι τον 18ο αιώνα (1759) στη Μακεδονία.

Στις εξισλαμισμένες περιοχές, το παιδομάζωμα εθεωρείτο προνόμιο και Έλληνες μουσουλμάνοι διεκδικούσαν τα παιδιά τους να καταταγούν και μάλιστα συχνά έρχονταν και σε σύγκρουση με τους Τούρκους μουσουλμάνους για το ποίων τα παιδιά θα καταταγούν σε μία περιοχή. Για τον εξισλαμισμένο Έλληνα, η κατάταξη στο τουρκικό στράτευμα θεωρείτο πύλη προς τα ανώτερα στρώματα της οθωμανικής εξουσίας, πράγμα που επαληθεύεται και από περιπτώσεις κατάληψης πολύ ισχυρών θέσεων εκ μέρους Ελλήνων δίπλα στον Σουλτάνο.

Παραπομπές:

[1] Για τον όρο «αλλοτρίωση» και τις πολλαπλές σημασίες του βλ. Δημήτρη Διαμαντόπουλου-Θεοδόση Πελεγρίνη, Φιλοσοφικό Λεξικό, Αθήνα, s.v..

[2] Βασιλικής Παπούλια, «Φαινόμενα αλλοτριώσεως των υποδούλων Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παιδομάζωμα-Εξισλαμισμός», στο Η ζωή των υποδούλων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας, Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Πρακτικά β΄ Συνεδρίου, εκδ. Αρχονταρίκι, 170.

[3] Ισιδώρου Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης ομιλία, Προσφορά εις Στίλπωνα Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1953, 389-398.

[4] Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού, Τουρκοκρατία, εκδ. Ακρίτας, 77-79.