Εραστές αλλά και ποιητές του Λόγου οι Τρεις Ιεράρχες

30 Ιανουαρίου 2023

Τους «τρεις μεγίστους φωστήρες» της τρισηλίου Θεότητος, τις «κιθάρες του Πνεύματος» που «εις πάσαν την γην» εξέπεμψαν τον θείο λόγο, τα «εύλαλα στόματα της αληθείας» που με παρρησία διακήρυξαν την δόξα του Θεού τιμάει η Εκκλησία μας στις 30 Ιανουαρίου: τον σοφό Βασίλειο, τον θεολόγο Γρηγόριο και τον κλεινό Ιωάννη, «των Ιεραρχών την Τριάδα». «Ουκ εισίν λαλιαί, ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών» (Στιχηρό του Εσπερινού), αναφωνεί με θαυμασμό ο υμνωδός. Πράγματι, στα πέρατα της οικουμένης αντήχησε η λαλιά των και «την κτίσιν πάσαν» με τα νάματα της θεογνωσίας πότισε ο λόγος των.

Δεν υπάρχουν, ωστόσο, πολλές μορφές στην ιστορία που να συνδυάζουν την δύναμη του πνεύματος, την παρρησία του λόγου και την προσφορά όλης της υπάρξεώς των προς τον συνάνθρωπο. Στην προσωπικότητα, μάλιστα, των Τριών Ιεραρχών τα τρία αυτά στοιχεία, που αντιστοιχούν στις επιμέρους λειτουργίες της Καθολικής Ορθοδοξίας, την πνευματική, την μορφωτική και την κοινωνική, συνδυάζονται αρμονικά, γι’ αυτό και ο κοινός των εορτασμός.

Είναι αληθινά αξιοθαύμαστο ότι ο καθένας από τους τρεις διέθετε ταυτοχρόνως και πνευματική καλλιέργεια και ψυχική ευαισθησία και ενεργητική διάθεση. Παραλλήλως, όμως, κατείχε κάποιο από αυτά τα χαρακτηριστικά σε μεγαλύτερο βαθμό. Έτσι, ο Βασίλειος ήταν ασφαλώς μέγας στην σοφία, αλλά δεν υστέρησε καθόλου σε δυναμισμό και σε κοινωνική προσφορά, ο Γρηγόριος χαρακτηρίστηκε θεολόγος αλλά ήταν και βαθύτατα φιλοσοφική και ποιητική φύση, ενώ διακρίθηκε και για την ειρηνευτική του δράση, ο δε Ιωάννης δεν υπήρξε μόνον εξαίρετος πνευματικός πατήρ και φωτισμένος ερμηνευτής των θείων γραφών αλλά και σταθερός υπερασπιστής των πτωχών και αδυνάτων και δριμύς επικριτής των ισχυρών και αδίκων.

Επομένως, γι’ αυτούς η «πράξις έγινε θεωρίας επίβασις» και η δογματική των διδασκαλία επισφραγίστηκε με την ανθρωπιστική προσφορά. Γι’ αυτό η ιερατική των ιδιότητα δεν στάθηκε εμπόδιο στην αναγνώριση της προσωπικότητάς των, και μάλιστα από τους συγχρόνους των μη χριστιανούς. Ο σοφιστής Λιβάνιος, ο ικανώτερος ρήτορας της εποχής του και διδάσκαλος των δύο εξ αυτών, όταν ερωτήθηκε ποιόν θα επιθυμούσε ως διάδοχό του, απάντησε: «Ιωάννην, ει μη Χριστιανοί αυτόν εσύλησαν.», δηλαδή τον Ιωάννη, εάν δεν τον είχαν «κλέψει» οι Χριστιανοί, ενώ παραδέχεται με ανωτερότητα, που μόνον ένας μεγάλος διαθέτει, τον Μεγάλο Βασίλειο για την ομορφιά της γλώσσας του: «Εν κάλλει επιστολών, ήττημαι. Βασίλειος δε κεκράτηκεν. Φίλος δε ο ανήρ και διά τούτο ευφραίνομαι.» (PG 32, 1081). Αλλά και στους μεταγενεστέρους χρόνους και στην εποχή μας ακόμη, λόγιοι, φιλόσοφοι και πολιτικοί, ανεξαρτήτως πεποιθήσεων, αναγνωρίζουν την πνευματική εμβέλεια των μεγάλων φωστήρων της οικουμένης.

Απαιτείται πράγματι πολύς χρόνος, για να αναφερθή και μόνον κανείς στο πολύπλευρο έργο του Χρυσοστόμου, να μελετήση τους λόγους και τις επιστολές του Βασιλείου, να εμβαθύνη στην θεολογική σκέψη και στο ποιητικό έργο του Γρηγορίου. Γι’ αυτό και εμείς στο παρόν άρθρο θα περιοριστούμε σε μιάν ενδιαφέρουσα πτυχή της προσφοράς των σχετικά με την αντιμετώπιση μιάς μεγάλης διαμάχης που είχε ξεσπάσει στην εποχή των.

Συγκεκριμένα, στα χρόνια του Βασιλείου και του Γρηγορίου είχαν διαμορφωθή δύο ακραίες τάσεις, από την μία εκείνων που πίστευαν ότι οι Χριστιανοί δεν πρέπει καθόλου να μελετούν τα αρχαιοελληνικά κείμενα, διότι αλλοτριώνεται η πίστη των, και από την άλλη εκείνων που πρέσβευαν ότι το ελληνικό πνεύμα κινδυνεύει να αλλοιωθή από τα διδάγματα των «Εβραιοχριστιανών», όπως τους αποκαλούσαν.

Έχει πραγματικά ενδιαφέρον να δούμε πως αντιμετώπισαν οι ελληνομαθείς Πατέρες την οξύτατη αυτήν διαμάχη και πως κατάφεραν τελικά με την δύναμη του λόγου και την χάρη του Πνεύματος να αμβλύνουν τις ακραίες αυτές τάσεις.

Ο σοφώτατος Βασίλειος στην πραγματεία του «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» διδάσκει ότι οι φιλομαθείς νέοι χρειάζεται να μιμούνται, στην απόκτηση των γνώσεων, το παράδειγμα των μελισσών, οι οποίες από κάθε άνθος αποκομίζουν μόνον ο τι είναι ωφέλιμο για την σύνθεση του μελιού. Όπως λέει χαρακτηριστικά: «καθάπερ της ροδωνιάς του άνθους δρεψάμενοι τας ακάνθας εκκλίνομεν, ούτω και επί των τοιούτων λόγων, όσον χρήσιμον απωσάμενοι, το βλαβερόν απορρίψωμεν» (PG 31, 569). Παρομοιάζει μάλιστα την θύραθεν σοφία με τα φύλλα που περιβάλλουν και στολίζουν τον καρπούς του δένδρου χαρίζοντάς του όμορφη όψη. Ο φιλόσοφος Γρηγόριος, άριστος και αυτός μελετητής της αρχαίας ελληνικής σοφίας, χαρακτηρίζει «σκαιούς και απαιδεύτους» τους Χριστιανούς εκείνους που απέρριπταν την έξωθεν παιδεία «ως επίβουλον και σφαλεράν και Θεού πόρρω βάλλουσαν» (=που απομακρύνει από τον Θεό), θεωρώντας την, όπως και ο Βασίλειος, συμπληρωματική στην «ευγενεστέραν και ημετέραν» (χριστιανική) παιδεία [«Επιτάφιος εις τον Μέγαν Βασίλειον» (PG, 36, 508-9)].

Στον Ιουλιανό, μάλιστα, τον Παραβάτη, συμφοιτητή του στην Αθήνα, που με διάταγμά του απαγόρευε στους Χριστιανούς να διδάσκουν τα ελληνικά γράμματα, απηύθυνε δύο Στηλιτευτικούς λόγους. Στο ερώτημα «Τίνος του ελληνίζειν εισίν οι λόγοι;» δηλ. ποιος έχει το δικαίωμα να διδάσκη και να μελετά τα ελληνικά γράμματα, την απάντηση την δίνει ο ίδιος ο Γρηγόριος, ότι το ελληνίζειν δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντο και επομένως δικαίωμα μόνον των εθνικών (καθ’ ότι Έλλην σήμαινε εθνικός), αλλά είναι πολυσήμαντο και επομένως αποτελεί δικαίωμα όλων όσοι αποτελούν το έθνος, ανεξαρτήτως θρησκείας, γλώσσης και άλλων διακρίσεων, κατά την ευαγγελική ρήση «ουκ έστιν Ιουδαίος ουδέ Έλλην…, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (Γαλ., γ’ 23- δ’ 5) .

Αλλά και ο Χρυσορρήμων, που προβάλλεται από κάποιους αποκλειστικά ως κατήγορος του Ελληνισμού, υπήρξε ασφαλώς ελεγκτικός απέναντι στα διδάγματα των Ελλήνων φιλοσόφων -όχι όλων-, διότι επηρέαζαν πολλούς Χριστιανούς στον τρόπο ζωής των, ώστε να ενδιαφέρωνται περισσότερο για την απόκτηση υλικών αγαθών και όχι για την σωτηρία της ψυχής των. Εν τούτοις, δεν απέρριπτε την ελληνική παιδεία, την οποία θεωρούσε και εκείνος, όπως και οι προκάτοχοί του Πατέρες, απαραίτητη προϋπόθεση για την εμβάθυνση στην χριστιανική παιδεία («Πάντοθεν -και εις τα παρ’ ημίν και εις τα των φιλοσόφων διδάγματα-ευρίσκεις, ει βούλει, τα υποδείγματα (του ορθού βίου)», PG 62, 47). Εξ άλλου σκοπός της αγωγής κατά τον Χρυσόστομο είναι η διάπλαση «εις τέλειον Χριστιανόν και πραγματικόν φιλόσοφον» (PG 62, 149).

Πράγματι, οι ελληνομαθείς και φωτισμένοι από το Άγιο Πνεύμα Ορθόδοξοι Πατέρες και πρόμαχοι της Αγίας Τριάδος, που υιοθέτησαν με την στάση των το αρχαιοελληνικό «μηδέν άγαν», καθοδηγούν εμμέσως και εμάς τους νεωτέρους να αποφεύγωμε τις ακρότητες, τον φανατισμό και τον διχασμό, εφ’ όσον είμαστε τέκνα του ενός Τριαδικού Θεού της ειρήνης, της ομονοίας και της αγάπης. Ας εργαζώμαστε λοιπόν και εμείς ώστε να γινώμαστε τέλειοι Χριστιανοί και αληθινοί φιλό-σοφοι, εραστές δηλαδή όχι μόνον του λόγου αλλά και του Λόγου, όπως και εκείνοι.

Εξ άλλου, οι Τρεις Ιεράρχες δεν κήρυξαν μόνον με τον λόγο των την ενότητα, την δικαιοσύνη και την αγάπη αλλά υπηρέτησαν και στην πράξη το τριπλό έργο της Καθολικής Ορθοδοξίας, ως οι καλύτεροι εκφραστές της και πολύπλευροι διάκονοι, «βάσεις, θεολόγοι, χρυσολόγοι».

Δεν έχομε, λοιπόν, παρά να παρακαλέσωμε «οι φιλόσοφοι τους σοφούς, οι ιερείς τους ποιμένας, οι αμαρτωλοί τους προστάτας», ώστε να μας βοηθήσουν στις σημερινές δύσκολες συγκυρίες να διατηρήσωμε αλώβητη την πίστη και ελεύθερο το φρόνημά μας ως αληθινοί Χριστιανοί και γνήσιοι Έλληνες. Είναι το καλύτερο δώρο που μπορούμε να τους προσφέρωμε στην μνήμη των, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν!