Για τους καλλιεργημένους ανθρώπους

25 Ιανουαρίου 2023

Το μεγάλο πρόβλημα με το κάθε είδους «κακό» δεν είναι μόνον τα δεινά, τα οποία επιφέρει η παρουσία του σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο. Είναι και ο κίνδυνος, από τη διαρκή παρουσία του, να θεωρηθεί κατάσταση φυσιολογική.

Η επέτειος της καταστροφής της Σμύρνης που τιμήθηκε την περασμένη χρονιά, μπορεί να είχε σε πρώτο πλάνο τα ιστορικά γεγονότα, η μεγάλη της όμως ωφέλεια ήταν η αναθέρμανση της μνήμης για την καθημερινότητα των  Μικρασιατών. Μια καθημερινότητα γεμάτη καλαισθησία, αρχοντιά, καλλιέργεια, αλλά και αρετές, ως αποτέλεσμα μιας βαθειάς ευσέβειας στον Χριστό και την Εκκλησία. Αυτή η κεκρυμμένη, αλλά ζωτικής σημασίας μνήμη αποδεικνύεται λυτρωτική, ιδιαίτερα στις νέες γενιές, οι οποίες εθίζονται σε μια αγενή, ακαλαίσθητη, βίαιη και θρασεία συμπεριφορά, η οποία, με την βοήθεια των αμελών και ράθυμων ως προς την καλλιέργεια της ψυχής ενηλίκων, εγκαθιδρύεται ανεπαισθήτως στης νεανικές ψυχές και διεκδικεί τον χαρακτηρισμού του «φυσιολογικού».

Η ίδια θρασεία απαίτηση του κακού και του άσκημου διατυπώνεται και στο κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Αποδεχτήκαμε πλέον πως η φρίκη στους δρόμους τω μεγαλουπόλεων και στα ενεργά πεδία των μαχών είναι αναπόδραστη. Αίφνης, ο πόλεμος στην Ουκρανία, πολύνεκρος και κτηνώδης, ως φαίνεται, αναφέρεται μόνον όταν ένας πύραυλος ή μια ρουκέτα χτυπήσει κάποια πολυκατοικία, με την προϋπόθεση να υπάρχουν και τα αντίστοιχα πλάνα.

Επιπλέον, παγιώνονται οι μαζικοί χαρακτηρισμοί, όπως για παράδειγμα των σφαγέων Ρώσων, των φιλοπόλεμων Τούρκων, των …τονιτών… Σε εποχές, υποτίθεται ανοχής της διαφορετικότητας, σάβανα χαρακτηρισμών σκεπάζουν ολόκληρους λαούς, αποκρύπτοντας το γεγονός πως πάντοτε και παντού, η μειοψηφία, πάντα μειοψηφία, με ιδρώτα και πνευματικό -ενίοτε και σωματικό- αίμα σμιλεύει την ανθρώπινη ψυχή, δημιουργώντας κάλλος και προσφέροντας αγιότητα.

Στην μειοψηφία αυτή ανήκει και ο Ρώσος, κατ΄ ουσία παγκόσμιος και διαχρονικός, θεατρικός συγγραφέας Άντεν Τσέχων, ο οποίος είδε το πρώτο φως εκεί που σήμερα η ανθρωπιά, η καταλλαγή και η αλήθεια αλέθονται στις μυλόπετρες των πολιτικών σκοπιμοτήτων και στη διαμόρφωση των νέων σφαιρών επιρροής.

Ο Τσέχοφ γεννήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1860 (17 Ιανουαρίου με το παλαιό ημερολόγιο) στη φτωχή κωμόπολη Ταγκανρόγκ, ένα λιμάνι της Αζοφικής Θάλασσας, στη νότια Ρωσία. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειάς του (Αλέξανδρος, Νικόλαος, Ιβάν, Μαρία, Μιχαήλ) και μεγάλωσε σε ένα αυστηρό, βαθιά θρησκευτικό περιβάλλον. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο ελληνικό σχολείου του Ταγκανρόγκ και στη συνέχεια φοίτησε στο κλασικό γυμνάσιο της πόλης.

Σπούδασε γιατρός και προσέφερε σε όλη του τη ζωή ιατρικές υπηρεσίες με βασικό χαρακτηριστικό την στοργή και την τρυφερότητα προς τους ανθρώπους. Προφανώς, σπούδασε ανατομία. Δεν γνωρίζουμε τον βαθμό του στο συγκεκριμένο μάθημα. Γνωρίζουμε όμως πως απεδείχθη ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής στο συγγραφικό και θεατρικό του έργο. Με επιείκεια, ακρίβεια και μια υποβόσκουσα φιλανθρωπία, παρουσίασε την αλλοτρίωση της ανθρώπινης ψυχής, ιδιαιτέρα στη μεσαία και ανώτερη τάξη της Ρωσίας, σε περίοδο που όλα ανατρέπονται, τόσο σε πολιτικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.

Η αλλοτρίωση αυτή χαρακτήριζε και τον αδερφό του Νικολάι, ο οποίος ήταν ένας ταλαντούχος ζωγράφος και συγγραφέας, αλλά βυθισμένος στις καταχρήσεις. Ο αλκοολισμός τον είχε φέρει στο σημείο να κοιμάται στους δρόμους αδιαφορώντας για τα ταλέντα του. Ο Τσέχωφ του στέλνει ένα γράμμα, κάνοντας αναφορά στους καλλιεργημένους ανθρώπους, σε μια προσπάθεια να βοηθήσει τον αδερφό του να ξαναβρεί τον δρόμο του. Όταν πήρε το γράμμα από τον αδερφό του, ο Νικολάι ήταν 28 και ήταν Ο Νικολάι θα πεθάνει τρία χρόνια αργότερα.

Ανεξάρτητα από την αφορμή, το παρακάτω απόσπασμα μπορούσε να αποτελέσει διαχρονική απόπειρα να μη χαθεί η αίσθηση της ευγένειας και το κριτήριο αναγνώρισης των καλλιεργημένων ανθρώπων:

«Οι καλλιεργημένοι άνθρωποι σέβονται την ανθρώπινη ατομικότητα και γι’ αυτό είναι πάντοτε συγκαταβατικοί, γελαστοί, ευγενικοί, υποχρεωτικοί.

Δεν χαλούν τον κόσμο για το σφυρί ή για τη γομολάστιχα που χάθηκαν. Δεν αγανακτούν για τους θορύβους ή το κρύο.

Δέχονται με καλοσύνη τα χωρατά και την παρουσία ξένων ανθρώπων στο σπιτικό τους. Δεν συμπονούν μονάχα τους κατώτερους, τους αδύναμους και τις γάτες. Πονάει η ψυχή τους και για κείνο που δεν φαίνεται με γυμνό μάτι.

Είναι ντόμπροι και φοβούνται το ψέμα σαν τη φωτιά. Δεν λένε ψέματα ακόμα και για τιποτένια πράγματα. Το ψέμα προσβάλλει εκείνους που το ακούνε και ταπεινώνει στα μάτια τους εκείνους που το λένε. Δεν παίρνουν ποτέ πόζα, στο δρόμο είναι όπως και στο σπίτι τους, δεν ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κατώτερου τους.

Δεν είναι φλύαροι και δεν αναγκάζουν τον άλλο να ακούει τις εκμυστηρεύσεις τους όταν δεν τους ρωτάει. Δεν ταπεινώνονται για να κεντήσουν τη συμπόνια του διπλανού. Δεν παίζουν με τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής των άλλων για να κερδίζουν σαν αντάλλαγμα αναστεναγμούς και χάδια.

Δεν λένε «εμένα κανείς δεν με καταλαβαίνει», ούτε «πουλήθηκα για πέντε δεκάρες», γιατί αυτά δείχνουν πως αποζητάν τις φτηνές εντυπώσεις. Είναι πρόστυχα τερτίπια, ξεθωριασμένα, ψεύτικα. Δεν είναι ματαιόδοξοι. Δεν τους απασχολούν τέτοια ψεύτικα διαμάντια όπως οι γνωριμίες με εξοχότητες.

Όταν κάνουν δουλειά που δεν αξίζει ένα καπίκι, δεν γυρίζουν με χαρτοφύλακα των εκατό ρουβλιών και δεν καμαρώνουν πως τάχα τους άφησαν να μπουν εκεί που δεν επιτρέπουν στους άλλους. Κι ο Κριλώφ ακόμα λέει πως το άδειο βαρέλι ακούγεται πιο πολύ από το γεμάτο.

Αν έχουν ταλέντο, το σέβονται. Θυσιάζουν γι’ αυτό την ησυχία τους, τις γυναίκες, το κρασί, την κοσμική ματαιότητα. Είναι περήφανοι για την αξία τους και έχουν συνείδηση της αποστολής τους. Αηδιάζουν από την ασχήμια και καλλιεργούν μέσα τους την ομορφιά.

Δεν μπορούν να κοιμηθούν με τα ρούχα, δεν μπορούν να βλέπουν στο τοίχο κοριούς, να πατούν σε φτυσιές. Δαμάζουν όσα μπορούν και εξευγενίζουν το ερωτικό ένστικτο. Δεν κατεβάζουν βότκα όπου βρεθούν. Πίνουν μονάχα όταν είναι ελεύθεροι και τους δίνεται ευκαιρία. Γιατί τους χρειάζεται «γερό μυαλό σε γερό κορμί».