Η ισλαμική ταυτότητα της Τουρκίας κατά την ύστερη νεωτερικότητα

20 Ιανουαρίου 2023

Για την Δύση η  νεωτερικότητα ήταν μια μακρά εξελικτική διαδικασία στα πλαίσια της οποίας η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας και η ισχυροποίηση του κράτους ως βασικού φορέα άσκησης εξουσίας  περιόρισαν την ισχύ της θρησκείας στη σφαίρα του ιδιωτικού απομακρύνοντας τους δύο θεσμούς. Η  ανάπτυξη της επιστήμης και του καπιταλισμού ως οικονομική θεωρία έθεσαν τη θρησκεία εκτός της σφαίρας προσδοκιών του νεωτερικού κόσμου[1].

Ωστόσο  στα χρόνια της ύστερης νεωτερικότητας  η θρησκεία επανέκαμψε  και προσαρμόστηκε στα πολλαπλά μετανεωτερικά προγράμματα της κάθε κοινωνίας. Για το δυτικό κόσμο η σύγχρονη θρησκευτικότητα απαξιώνει τις κάθε είδους αυθεντίες, τους θεσμικούς φορείς της πίστης και υποστηρίζει μια πιο εύπεπτη και λαϊκή αντίληψη θρησκευτικού βιώματος, ενώ περνάει μέσα από το φίλτρο του συγκρητισμού και της ατομικής προσέγγισης  της πίστης[2]. Παρόλα αυτά  η θρησκεία δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί παράγοντα συνδιαμόρφωσης του πολιτισμού και να επηρεάζει την κοινωνία τόσο σε πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο όσο και σε θεσμικό -κοινωνικό και συνεπώς να συντελεί στην διαμόρφωση της ταυτότητας του κάθε πολιτισμού[3].

 Στην Τουρκία η νεωτερικότητα δεν ακολούθησε την ίδια διαδρομή, επιβλήθηκε με κάθετο τρόπο από μια ελίτ που ευαγγελιζόταν τον εκσυγχρονισμό και  που χρησιμοποίησε τους δομικούς αρμούς της κοινωνίας προκειμένου να μεταμορφώσει τα απομεινάρια της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε σύγχρονο δυτικό κράτος. Το κράτος που θέλησαν να δημιουργήσουν τόσο οι Νεότουρκοι το 1908 όσο και ο Κεμάλ Αττατούρκ στη συνέχεια βασιζόταν στην αρχή ότι η κοινωνία πρέπει να οργανώνεται και να λειτουργεί με πρακτικό, θετικό και επιστημονικό τρόπο μακριά από το ισλαμικό παρελθόν που το συνέδεε με την παράδοση και τον θρησκευτικό συντηρητισμό. Στα πλαίσια αυτά περιορίστηκε η σημασία και το πεδίο δράσης της θρησκείας ώστε να εκσυγχρονιστεί η κοινωνία.

Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι, ενώ η θρησκευτική ελευθερία και η  τοποθέτηση της θρησκείας στη σφαίρα του ιδιωτικού βίου είναι κομβικής σημασίας για τη Δύση και την εξέλιξη της κοινωνίας και των θεσμών της, στην τουρκική νεωτερικότητα η θρησκεία χειραγωγήθηκε χωρίς να επιτευχθεί ομαλά η τοποθέτηση της στο χώρο των ιδιωτικών επιλογών και να καταστεί σαφής ο διαχωρισμός του ιδιωτικού από το δημόσιο χώρο. Ο χειρισμός αυτός συνέβαλε σημαντικά ώστε η κεμαλική μεταρρυθμιστική πολιτική να επιβάλει την ισχύ της σε όλους τους τομείς της τουρκικής κοινωνίας.  Υπό αυτές τις συνθήκες οι  κρίσιμες κοινωνικές μεταβλητές για πραγματική μεταρρύθμιση  δε λειτούργησαν εξελικτικά και σε βάθος χρόνου, όπως συνέβη στη Δύση, ώστε να ενσωματωθεί όλη  τουρκική κοινωνία σε αυτούς με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα χάσμα ανάμεσα στην κοσμική κεμαλική ελίτ και τον απλό λαό. Στην πορεία το ίδιο το κεμαλικό δόγμα κατέληξε να γίνει μια «πολιτική θρησκεία», ένα θρησκευτικό υποκατάστατο,  που επικεντρώθηκε στην απομάκρυνση των ισλαμικών στοιχείων από την κοινωνική και κρατική δομή της χώρας υπηρετώντας το όραμα ενός σύγχρονου κράτους που θα είναι σε θέση να συνομιλεί με τη νεωτερική Δύση. Η συγκρότηση ενός κράτους όμως σε αυτές τις βάσεις δεν δύναται να  προωθήσει τη δημοκρατία ούτε και την κοινωνία των πολιτών που αποτελούν σημαίες της δυτικής νεωτερικότητας[4].

Επομένως,  ενώ ο Κεμαλισμός εμπνεόταν από το δυτικό μοντέλο νεωτερικότητας, εξελίχθηκε σε ένα ιδιόμορφο μίγμα , τα δομικά στοιχεία του οποίου διαμόρφωσαν ένα κοσμικής  ταυτότητας κράτος στο οποίο ο τουρκικός εθνικισμός ως  κυρίαρχο σχήμα της πολιτικής θεωρίας εμπλεκόταν  με την δημοκρατική  πράξη. Ο τουρκικός εθνικισμός ανέλαβε θεμελιακό ρόλο στην αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης και ταυτότητας που διασαλεύτηκε λόγω της μεταβολής του status της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε Τουρκική πλέον Δημοκρατία και του περιορισμού των ορίων της. Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτός ακριβώς ο κεμαλικής έμπνευσης  τουρκικός εθνικισμός έφερε στην επιφάνεια τις πολλαπλές ταυτότητες της τουρκικής κοινωνίας αφού δεν κατάφερε να διασφαλίσει τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών που κατοικούσαν στα όρια της και να αποτελέσει ενοποιητικό παράγοντα παρόλη την διαφορετική πολιτιστική και θρησκευτική τους ταυτότητα όπως συνέβαινε στις δυτικές δημοκρατίες το μοντέλο των οποίων  προσπαθούσε να  εφαρμόσει. Για την OθωμανικήAυτοκρατορίατα πράγματα ήταν απλά, ο θρησκευτικός διαχωρισμός των πολιτών της  δεν αποτέλεσε πρόβλημα ώστε να εφαρμοστεί ένα διοικητικό σύστημα ενοποίησης της κοινωνίας που στηριζόταν στην ταυτότητα του Οθωμανού πολίτη μόνο.[5]

 Η αποτυχία όμως της ενσωμάτωσης γνήσιων δημοκρατικών θεσμών που θα  ανταποκρίνονταν στο πνεύμα της δυτικής νεωτερικότητας από τη μια πλευρά και από την άλλη στην ιδιομορφία της τουρκικής κοινωνίας  όπως διαμορφώθηκε με την κεμαλική μεταρρύθμιση, συνέβαλε ώστε να μείνει άλυτο το πρόβλημα της ενοποίησης πολλαπλών πολιτιστικών κοινωνικών και θρησκευτικών ταυτοτήτων της τουρκικής πολιτείας, ένα πρόβλημα που υφίσταται ως τις μέρες μας και επιτρέπει την εργαλειοποίηση του από τις εκάστοτε τουρκικές πολιτικές ηγεσίες. Η τουρκική δημοκρατία απομακρυνόταν από τις οθωμανικές ισλαμικές της ρίζες προς χάριν του εκσυγχρονισμού και της ενσωμάτωσης στην δυτική κοσμική κοινωνία, αλλά έμενε ιστορικά μετέωρη. Στα πλαίσια αυτά και προκειμένου να εξυπηρετηθεί η νέα εθνική ταυτότητα,  η «Τουρκική Ιστορική Θεώρηση» στράφηκε στην προ ισλαμική ιστορία και δημιούργησε, αφού χρησιμοποίησε το ιστορικό παρελθόν άλλων πολιτισμών, την οντότητα  ενός θεμελιακού για την παγκόσμια ιστορία πολιτισμού, τόσο σημαντικού ώστε να συστήνεται ισότιμος αν όχι ανώτερος από τους γνωστούς πολιτισμούς της Μεσογείου[6]. Συνεπώς, η αντικατάσταση των ιδιαίτερων ταυτοτήτων των πολιτών με εκείνη του τούρκου πολίτη, όπως οι κεμαλιστές την οραματίστηκαν, μπορούσε να  παρέχει στους πολίτες το όραμα συμμετοχής σε μια παγκόσμιας αξίας κουλτούρα που στήριζε την πολιτεία και αποτελούσε, παρά τις όποιες διαφορές, ισχυρό ενοποιητικό παράγοντα. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι εύκολα το πολίτευμα προς χάριν της ενοποίησης της κοινωνίας και της εθνικής ταυτότητας υπό αυτούς τους όρους, μπορούσε να διολισθήσει σε ολοκληρωτισμό, αφού η ετερότητα που εξασφάλιζε η ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα θυσιαζόταν προς χάριν της ουτοπίας του Τουρκισμού.

Από ιστορική άποψης, κατά το χρονικό διάστημα 1923-1950 όπου κυριαρχούσε το μονοκομματικό σύστημα και το Κεμαλικό Ρεμπουπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, παρατηρήθηκε έντονη διάσταση ανάμεσα στον αστικό και αγροτικό πληθυσμό της χώρας τόσο σε επίπεδο επικοινωνίας όσο και σε επίπεδο πολιτιστικών αξιών πράγμα που επέβαλε στις μετέπειτα  πολυκομματικές περιόδους την επαναξιολόγηση του κεμαλικού δόγματος προκειμένου να επιτευχθεί γεφύρωση του κοινωνικού  και πολιτιστικού χάσματος της χώρας. Η Τουρκία στόχευε στην ευρωπαϊκή ενσωμάτωση και έπρεπε να αποκαταστήσει την κοινωνική ενότητα και την ταυτότητα των πολιτών της ώστε να ανταποκρίνεται στην ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, η οποία πρέσβευε τον σεβασμό και την ισότητα της διαφορετικότητας στην κοινωνία.[7]

Επιπροσθέτως ,«στο προ- εθνικό κράτος απαιτείται αφοσίωση του πολίτη μόνο στην κοινότητα και την θρησκεία ενώ στο νέο εθνικό κράτος ζητούμενο είναι η αφοσίωση σε ένα ευρύ σώμα που τα μέλη του  αναπτύσσουν σχέσεις σε μια «φαντασιακή κοινότητα» εθνικού -κρατικού χαρακτήρα και όχι τοπικού- κοινοτικού και θρησκευτικού»[8]. Αν αυτή η μετάβαση ήταν επιτυχής θα εξασφαλιζόταν η ενότητα και η νέα εθνική ταυτότητα του τούρκου πολίτη που θα επέτρεπε την διεκδίκηση για την ένταξη στην ευρωπαϊκή Οικογένεια. Κατά τον Β. Lewis «το ισλάμ που κυριαρχεί στην Τουρκία δεν διαθέτει την έννοια του κράτους αλλά του ηγέτη, η σεριάτ δεν έχει αναπτύξει κοινωνικό κώδικα, τα συλλογικά πρόσωπα δεν αναγνωρίζονται και το βασικότερο, η πόλη δεν θεωρείται νομική ή πολιτική οντότητα»[9]. Συνεπώς η παραδοσιακή ισλαμική κοινωνία δεν διέθετε την δυτική αντίληψη της έννοιας της «πόλης» και επομένως δεν μπορούσε να την ενσωματώσει στην καθημερινότητα της πράγμα που οδήγησε σε διάσταση την κεμαλική κοσμοθεωρία από εκείνη των λαϊκών στρωμάτων της υπαίθρου που διακρίνεται για την θρησκευτικότητα της και όπου το παραδοσιακό ισλάμ αποτελούσε δομικό κομμάτι της κοινωνίας. Το πρόβλημα της ενιαίας ταυτότητας έμενε άλυτο.

Πρακτικά η επικράτηση του κεμαλικού δόγματος έδωσε την ευκαιρία στην Τουρκία να μετατραπεί σε ένα σύγχρονο δυτικού τύπου κράτος. Με δομικές μεταρρυθμίσεις προσαρμοσμένες στο δυτικό αναπτυξιακό μοντέλο άρχισε το έργο της αναδιοργάνωσης του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Στα πλαίσια αυτά  καταργήθηκε το χαλιφάτο το 1924, το Υπουργείο θρησκευτικών Υποθέσεων και Βακουφίων, των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ισλαμικών διδακτηρίων και αντικαταστάθηκαν με δυτικού τύπου δομές. Ο Κεμάλ φιλοδοξούσε να προωθήσει την ιδέα της τουρκικής εθνικής ταυτότητας και όχι της ισλαμικής οθωμανικής για αυτό καθοριστική ήταν η κατάργηση από το Σύνταγμα της χώρας του άρθρου που ανέφερε ότι «Θρησκεία του Τουρκικού κράτους είναι το Ισλάμ» καθώς και η αντικατάσταση του αραβικού αλφαβήτου με ένα άλλο εμπνευσμένο από το λατινικό  το 1928[10]. Η Τουρκία απομακρυνόταν από το οθωμανικό παρελθόν της και ταχύτατα δενόταν στο άρμα της Δύσης στο όνομα του εκσυγχρονισμού χωρίς όμως να διαθέτει το απαραίτητο δημοκρατικό ιστορικό υπόβαθρο.

Το Ισλάμ έπαψε να αποτελεί την ταυτότητα του Τούρκου πολίτη η οποία καθορίστηκε πλέον από τα εθνικά όρια του  σύγχρονου κράτους.  Στην Τουρκική Δημοκρατία το Ισλάμ έπρεπε να εργάζεται για την «ηθική διαπαιδαγώγηση των πολιτών»[11]. Στο χρονικό διάστημα 1924-1972 το Ισλάμ δεν έπαιξε κανένα πολιτικό ρόλο κινούνταν στο περιθώριο της ζωής της τουρκικής δημοκρατίας ακολουθώντας κατά το δυνατόν την δυτική αντίληψη για τις σχέσεις κράτους θρησκείας. Ήταν η εποχή των μεγάλων μεταρρυθμίσεων του Κεμάλ που έβλεπε την Τουρκία ως σύγχρονη ευρωπαϊκή δύναμη. Η ιστορία ωστόσο έδειξε ότι το Ισλάμ ποτέ δεν έχασε την ουσιαστική  ισχύ του στην χώρα, έτσι το 1969 ο Ερμπακάν εξελέγη ως πρόεδρος της χώρας αφού έλαβε την υποστήριξη της ισλαμικής αδελφότητας Νακσιμπεντί.[12] Έκτοτε η παρουσία ισλαμικών κομμάτων ήταν διαρκής στην πολιτική ζωή της χώρας, έστω και αν ήταν ισχνή. Τα πράγματα άλλαξαν από το 1991 όταν το ισλαμικό κόμμα ανασυντάχθηκε και οι προτάσεις  του έγιναν αποδεχτές από το εκλογικό σώμα.[13] Ωστόσο σε όλη την πορεία της Τουρκικής Δημοκρατίας τη βαρύνουσα παράμετρο της πολιτικής ζωής του τόπου δεν αποτελεί  η θρησκεία αλλά ο στρατός ο οποίος από τη μια πλευρά δείχνει ανοχή στην αναζωπύρωση του Ισλαμισμού από την άλλη επεμβαίνει όταν το πολίτευμα δείχνει να εκτρέπεται σε ισλαμικού τύπου θεοκρατία, πράγμα που δεν συναντάται πουθενά στα γνήσια δημοκρατικά δυτικά πολιτεύματα όπου ο θεσμικός ρόλος του στρατού είναι καθορισμένος και δεν εμπλέκεται με την εφαρμογή  της δημοκρατίας.

 Σταδιακά, όσο η οικονομική ευμάρεια, η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των τούρκων πολιτών και η επαφή με την εκκοσμικευμένη Δύση αυξάνονταν, αποχρωματιζόταν θρησκευτικά η κοινωνία κατά τα δυτικά πρότυπα. Η θρησκευτική ταυτότητα περιοριζόταν στο χώρο του ιδιωτικού και αντικαταστάθηκε με εκείνη του τουρκικού εθνικισμού με την οποία η Τουρκία ξανασυστηνόταν στον σύγχρονο κόσμο. Αυτός ο περιορισμός όμως λειτούργησε αντίθετα με την ιδέα του τουρκικού διεθνισμού, θεωρία που χρησιμοποιείται σήμερα από την πολιτική ηγεσία της Τουρκίας προκειμένου να αναθερμάνει το όραμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.[14] Εδώ σημειώνεται μια χρησιμοθηρία της ταυτότητας του Τούρκου πολίτη που άλλοτε είναι κοσμικού και άλλοτε θρησκευτικού ισλαμικού χαρακτήρα, ανάλογα με τα οράματα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Η ιδιομορφία της Τουρκικής Δημοκρατίας έγκειται στον ιδιαίτερο συγκερασμό του κεμαλικού κοσμικού της χαρακτήρα που προστατεύεται από το στρατό και της ισλαμικής οθωμανικής κουλτούρας που υπαγορεύει τον τουρκικό διεθνισμό έναντι ακριβώς αυτού του κοσμικού εθνικού κράτους[15]. Αυτός ο συνεχής αγώνας για αυτοπροσδιορισμό εμποδίζει την Τουρκική Δημοκρατία να έχει σαφή  ετεροπροσδιορισμό στο παγκόσμιο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι και να αναγνωρίζεται ως χώρα καθαρά κοσμικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα.

Για την μοντέρνα Τουρκία το Ισλάμ είναι δομικό κομμάτι της λειτουργίας της κοινωνίας, που δεν αντιλαμβάνεται  την θρησκεία με δυτικούς όρους, όπως αυτό του λειτουργικού υποκατάστατου ή μιας ακόμα από τις πολλές προτάσεις  στα πλαίσια μιας πλουραλιστικής, ανοιχτής κοινωνίας. Αντίθετα το Ισλάμ είναι καθημερινό βίωμα και αντιπροσωπεύει κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής των τούρκων πολιτών. Μια ματιά στο μωσαϊκό που συνθέτει τις τουρκικές μεγαλουπόλεις είναι αρκετή για να αποδείξει ότι η ισλαμική παράδοση συνδυάζεται άνετα με τον δυτικό τρόπο ζωής, έτσι τζαμιά και μαχαλάδες συνυπάρχουν με γυάλινους ουρανοξύστες, πολυτελή εμπορικά κέντρα και τελευταίας τεχνολογίας ηλεκτρονικό εξοπλισμό. Η μοντέρνα πόλη του 21ου αιώνα συναντά το παραδοσιακό της ισλαμικό παρελθόν στα στενά σοκάκια  και  στις πλατείες με καφενέδες που το τζαμί αποτελεί ακόμα το κέντρο της τοπικής κοινότητας. Η πόλεις έχουν δυτικού τύπου υποδομές αλλά αποπνέουν ισλαμικό αέρα.[16]

Στη μετανεωτερική Τουρκία σημειώνεται μια δυναμική επάνοδος του Ισλάμ στην πολιτική σκηνή της χώρας που σηματοδοτείται από την ενίσχυση της δύναμης των συντηρητικών κομμάτων ήδη από το 1970, παράλληλα η ενίσχυση του «εσωτερικού στοιχείου του ισλάμ» επετεύχθη και  σε κοινοτικό- τοπικό επίπεδο τόσο από τα ιερά κηρύγματα όσο και από τις αντισιιτικές κοινότητες των σουφιστών. Στα πλαίσια αυτά πολλαπλασιάστηκαν τα ιεροσπουδαστήρια στην τουρκική επικράτεια. Για παράδειγμα, το 1970 υπήρχαν 40 από αυτά και το 1990 έφτασαν να λειτουργούν 390, το πρόγραμμα των οποίων ακολουθούσε το 15% του δυναμικού της Μέσης Εκπαίδευσης.[17] Τη δεκαετία του 1980 η έντονη αναζωπύρωση του Ισλάμ στην Τουρκία αποσκοπούσε στην επανεκπαίδευση της κοινωνίας με ισλαμικούς όρους προκειμένου να αναστηθεί ο τουρκικός διεθνισμός έτσι όπως εκδηλώθηκε στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Νέες αδελφότητες που αγωνίζονται να εκριζώσουν κάθε δυτικό  και νεωτερικό στοιχείο από την ταυτότητα της τουρκικής κοινωνίας εμφανίστηκαν δυναμικά, όπως οι Σουλευμαντζί και  Νουρτζού. Η επιτυχία τους ήταν τόση ώστε κατάφεραν να διεισδύσουν σε κάθε δομή της τουρκικής δημοκρατίας ενώ προέβαιναν και σε τρομοκρατικές ενέργειες. Να σημειωθεί εδώ ότι η επίσημη πολιτική εξουσία που έχει τον έλεγχο όλων ισλαμικών θεσμικών οργάνων της χώρας φαίνεται να συναινούσε στον εξισλαμισμό της κοινωνίας, αφού η «Διεύθυνση θρησκευτικών υποθέσεων» από την οποία περνάει ο έλεγχος των ισλαμικών ιδρυμάτων είναι σε άμεση επαφή και συνεννόηση με το γραφείο του πρωθυπουργού της χώρας.[18]

Η πολιτική σκηνή της Τουρκίας στα χρόνια αυτά απέκτησε θρησκευτικό χρώμα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της κατάργησης της διδασκαλίας  της  θεωρίας της εξέλιξης του Δαρβίνου στα σχολεία της χώρας.[19] Στη μετανεωτερική πραγματικότητα της Τουρκίας το Ισλάμ προβάλλεται ως ανώτερο αξιακό σύστημα, αφού το κεμαλικό εθνικιστικό μοντέλο διοίκησης του κράτους δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στα προβλήματα της τουρκικής κοινωνίας. Επιπροσθέτως, καταδικάζεται ως κακέκτυπο της δυτικής χριστιανικής κουλτούρας που δεν έχει  ουσιαστικά ερείσματα στην τουρκική κοινωνία. Προτείνεται λοιπόν η αντικατάσταση του από τον ισλαμικό εθνικισμό.[20]

Ο τουρκοϊσλαμικός εθνικισμός τώρα, αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, είχε χρησιμοθηρική αποδοχή από τις εθνικές μειονότητες που ζούσαν στα όρια της Τουρκίας. Έτσι οι Κούρδοι σουνίτες και Αλεβίτες είδαν με θετικό τρόπο την αναζωπύρωση του ισλαμισμού, διότι τους προσέφερε την ευκαιρία να διεκδικήσουν την ιδιαίτερη εθνική τους ταυτότητα και παράλληλα να προβάλλουν το ομόθρησκο με τους Τούρκους διεκδικώντας τον αυτοπροσδιορισμό τους. [21]Ουσιαστικά η τουρκική κοινωνία ζει στο εσωτερικό της μια διάσπαση που προέρχεται από την διεκδίκηση των πολιτών που ζουν στα όρια της για αναγνώριση της ιδιαίτερης ταυτότητας τους που συνδέεται και με τη διεκδίκηση προγονικών πατρίδων. Φαίνεται λοιπόν ότι ούτε ο Κεμαλισμός, ούτε ο εθνικισμός ή ο διεθνισμός κατάφεραν να δώσουν μια ενιαία ταυτότητα στο μωσαϊκό των λαών που απαρτίζουν την σύγχρονη τουρκική δημοκρατία. Έτσι προβάλλεται έντονα η θρησκεία ως η μοναδική λύση στο πρόβλημα της ενιαίας ταυτότητας του τούρκου πολίτη πράγμα που οδηγεί σε κοινωνική και πολιτική οπισθοδρόμηση.

Από το 2000 και έπειτα το Ισλαμιστικό κόμμα της Ευημερίας κέρδισε σημαντικό κομμάτι του εκλογικού σώματος, το ίδιο και τα κεντροδεξιά κόμματα, ενώ τα κόμματα που ασπάζονται το κεμαλικό κοσμικό δόγμα φαίνεται να μην έχουν ανταπόκριση στις πλατιές μάζες. Καθοριστικό στοιχείο της τουρκικής ύστερης νεωτερικότητας αποτέλεσε η αποδοχή της χώρας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα στο Ελσίνκι το 1999.Τότε θεωρήθηκε ότι ο εκδυτικισμός της χώρας ως αναπόσπαστο κομμάτι του εκσυγχρονισμού της μέσα από συγκεκριμένους θεσμούς θα οδηγούσε τη χώρα σε αληθινή δημοκρατία. Στις δυτικές δημοκρατίες προστατεύονται τα θρησκευτικά δικαιώματα και αν αυτό γινόταν κτήμα του τουρκικού λαού, τότε ο ισλαμισμός θα έβρισκε κατάλληλο χώρο να εκφραστεί χωρίς να υποστεί περιορισμό από την κεμαλική κοσμικότητα και το στρατό που τον θεωρούσε επικίνδυνο για τη διολίσθηση του πολιτεύματος σε Θεοκρατία ιρανικού τύπου. Το κόμμα της «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τον ενθουσιασμό για την προοπτική ένταξης στην ευρωπαϊκή Οικογένεια υποστηρίζοντας την απομάκρυνση της θρησκείας από την πολιτική σκηνή αν και προερχόταν από την διάσπαση του Ισλαμιστικού κόμματος.[22]

Αρχικά η οικονομική άνοδος  και η φιλοδυτική πολιτική του Ερντογάν έθεσαν την ισχύ της θρησκείας εκτός πεδίου συζητήσεως για την ταυτότητα του τούρκου πολίτη που πλέον διεκδικούσε την ένταξη του στην ευρωπαϊκή οικογένεια με τους όρους ενός  δυτικού δημοκράτη πολίτη. Ωστόσο μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 παρατηρείται έντονη η προβολή της ισλαμικής ταυτότητας της Τουρκίας η οποία επιχειρεί να ξανασυστηθεί ως μια μεγάλη ισλαμική περιφερειακή δύναμη που διεκδικεί ρόλο παγκόσμιου ηγέτη. Στις μέρες μας η δυσχερής οικονομική κατάσταση της Τουρκίας αποτέλεσε αιτία μέγιστης δυσαρέσκειας από την τουρκική κοινωνία που δοκιμάζεται από τη φτώχεια και βλέπει την τουρκική κεμαλική δημοκρατία να μετασχηματίζεται σε μια νεοοθωμανικού τύπου αναθεωρητική δύναμη.  Το σκηνικό ευνοεί την κυβέρνηση ώστε να  εντατικοποιήσει  την προσπάθεια για ενοποίηση της κοινωνίας κάτω από την ισλαμική ταυτότητα, διαφοροποιώντας την κάθετα από την δυτική χριστιανική ιμπεριαλιστική κοινωνία που ευθύνεται για την πτώση του βιοτικού της επιπέδου.

Η σύγχρονη δυτική αντίληψη που πρεσβεύει τη ρευστότητα και την αποδοχή των ιδιαίτερων ταυτοτήτων βρίσκεται στον αντίποδα της τουρκικής για ενιαία ταυτότητα και μάλιστα με θρησκευτικό ισλαμικό χαρακτήρα. Ο πρόεδρος της Τουρκικής δημοκρατίας ανέφερε χαρακτηριστικά σε ομιλία του στο συνέδριο Επικοινωνίας των χωρών μελών του οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας ότι « πρέπει να εξηγήσουμε καλύτερα τη στέρηση δικαιωμάτων στον κόσμο. Από την Παλαιστίνη μέχρι το Κασμίρ, από την Κύπρο ως τη Δυτική Θράκη δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τις επιθέσεις χωρίς να αυξήσουμε τις συνεργασίες» εφόσον «οι ρατσιστικές επιθέσεις και η ρητορική μίσους κατά του μουσουλμανικού κόσμου αυξάνονται»[23].

Είναι φανερό ότι η ισλαμική ταυτότητα χρησιμοποιείται για να αποτελέσει τη βάση μιας αναθεωρητικής πολιτικής προκειμένου η Τουρκία να αναλάβει την ηγεσία του μουσουλμανικού κόσμου. Η θρησκεία επανέρχεται δυναμικά και διεκδικεί βήμα στον πολιτικό διάλογο αφού αναλαμβάνει να ενοποιήσει το παρελθόν με το παρόν διαγράφοντας την Κεμαλική κοσμικότητα. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί δεν αποτελεί μόνο πρόκληση για τη δυτική χριστιανοσύνη αλλά και συνεχή υπενθύμιση στον σύγχρονο Τούρκο πολίτη του ένδοξου ισλαμικού παρελθόντος. «Ανοίγοντας ξανά την Αγία Σοφία ως χώρο λατρείας, προστατεύσαμε την κληρονομιά της κατάκτησης του νικηφόρου διοικητή της Μωάμεθ Πορθητή» ανέφερε σε λόγο του ο Πρόεδρος της Τουρκίας προκειμένου να σηματοδοτήσει την ισλαμική στροφή στην ταυτότητα  της χώρας.[24]

 Όσο ενισχύεται η ισλαμική ταυτότητα της τουρκικής κοινωνίας τόσο προβάλλεται το επεκτατικό μοντέλο της μετανεωτερικής Τουρκίας που υποστηρίζει μέσω των θέσεων του υπουργού εξωτερικών ότι «είμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπιστούμε τα δικαιώματα μας σε Αιγαίο, Λιβύη και Κύπρο»[25]. Η μετανεωτερική πρόταση της Τουρκίας  κινείται σε τελείως διαφορετικές βάσεις από εκείνη του του σύγχρονου δυτικού κόσμου, αφού δομικά στοιχεία της ύστερης νεωτερικότητας όπως ο πλουραλισμός, ο σεβασμός στην ετερότητα, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ο αντιεξουσιαστικός τρόπος του σκέπτεσθαι, απουσιάζουν τελείως. Στηριζόμενος ο ερευνητής στις παρατηρήσεις του Ηabermas, του Τoulaire, του Latour είναι δυνατόν να υποστηρίξει ότι η τουρκική κοινωνία δεν έχει ολοκληρώσει τη νεωτερική της φάση και επομένως απορρίπτει την δυτική μεταμοντέρνα την οποία θεωρεί αβάσιμη και ύποπτη.[26]Τα συντηρητικά της ανακλαστικά την οδηγούν στο παρελθόν προκειμένου να βρεθεί σε ασφαλές έδαφος ώστε να δημιουργήσει ένα κλίμα ισλαμικής περίκλειστης εσωστρέφειας και να το προβάλλει ως την Τουρκική μετανεωτερική πρόταση.

Φαίνεται πως η τουρκική κοινωνία αναζητεί έρεισμα στη θρησκευτική ταυτότητα αφού δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής. Το μοντέλο που προωθεί είναι εκείνο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπου η θρησκεία ήταν παρούσα στις κοινωνικές και πολιτικές διαπραγματεύσεις. Με συνεχή αναμόχλευση το ιστορικό  παρελθόν γίνεται κομμάτι της καθημερινότητας και αποτελεί στόχο του μέλλοντος.

Το αν η Τουρκία περάσει κατά τα δυτικά πρότυπα στην εποχή της ύστερης νεωτερικότητας ή προωθήσει μια δική της πρόταση που θα χαρακτηρίζεται από την επιστροφή στο ισλαμικό παρελθόν αποτελεί ερωτηματικό για την παγκόσμια κοινότητα. Καθίσταται σαφές όμως ότι οι εθνικές και πολιτιστικές μειονότητες που διαβιούν στα εδάφη της διεκδικούν την δική τους ταυτότητα άσχετα από τη θρησκεία την οποία ασπάζονται, το Ισλάμ δε δύναται να διασώσει την ενότητα της Τουρκίας, η οποία θα πρέπει να βρει άλλη πρόταση προκειμένου να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της κοινωνίας του ψηφιακού κόσμου μας.

Παραπομπές:

[1] J. Casanova, Religions in the Modern World, ed. UniversityofChicago 1994, σ. 211, M. Weber, Η προτεσταντική Ηθική και το πνεύμα του Καπιταλισμού, μτφρ. Μιχ. Κυπραίος, εκδ. Gutenberg, Aθήνα 2000, σ. 153-159.

[2] Κ. Κωτσιόπουλου, Η Κοινότητα, Συμβολή στην κοινωνιολογική διερεύνηση του χριστιανισμού, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2009, σ. 186.

[3] Σ. Μακρή, Φιλελευθερισμός, Φιλοσοφικές απαρχές και σύγχρονες τάσεις. Από τον Αριστοτέλη στον JohnRawls.έκδ. Ι. Σιδέρης και Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αθήνα 2007, σ. 92

[4]NiyaziKizilyurek, Κεμαλισμός, Η γένεση και η εξέλιξη της επίσημης ιδεολογίας της σύγχρονης Τουρκίας, εκδ. Μεσόγειος, Αθήνα 2006, σ 14-15.

[5]0π.π., σ. 22,πρβλ. Κ. Κωτσιόπουλου , Κοινωνιολογία του προσφυγικού ζητήματος. Η περίπτωση του Μικρασιατικού Ελληνισμού,στο «Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού», εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2017, σ. 847-857

[6]NiyaziKizilyurek, Κεμαλισμός Οπ.π., σ. 69

[7]Οπ.π., σ.206

[8]HughPoulton, Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, Ο τουρκικός εθνικισμός και η δημοκρατία της Τουρκίας, μτφρ. ΕύαΠέππα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2000, σ. 32-33.

[9] B. Lewis, The Emergence of Modern Turkey, Oxford University Press 1961, s 387.

[10]DavidShankland, Ισλάμ και Κοινωνία στην Τουρκία,  μτρφ. Κατερίνα Κιτίδη, εκδόσεις  Κριτική, Αθήνα 2003, σ. 45,  για τις σχετικές αποφάσεις που προέβλεπαν την κατάργηση του Χαλιφάτουπρβλ. Ευστρ. Ζεγγίνη, Α’ Η κατάργηση του Σουλτανάτου και της Χαλιφείας στην Τουρκία, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 144-152

[11]DavidShankland,Οπ.π., σ. 55

[12] Οπ.π σ., 160

[13] Οπ.π σ.,169

[14] Οπ. π. σ., 290-291

[15] Πραξικοπήματα εκδηλώθηκαν στην Τουρκία το 1961,1970,1980,2016 ,βλ.  Ι.Θ Μάζη,  Το Ισλάμ στην  Τουρκία στο «Η Τουρκία σήμερα, πολιτεία, κοινωνία, οικονομία, εξωτερική πολιτική, θρησκεία», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1995

[16]DavidShankland, Οπ.π.,σ., 45.

[17]Ι.Θ Μάζη,  Το Ισλάμ στην  Τουρκία, Οπ. π. σελ. 280

[18] Οπ. ,π .σ., 282-283

[19]HughPoulton, Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, Ο τουρκικός εθνικισμός και η δημοκρατία της Τουρκίας, μτφρ. Εύα Πέππα, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 2000, σ. 233.

[20]Οπ., π., σ. 244,«Ο Πανισλαμισμός είχε το χαρακτήρα εθνικής ιδεολογίας η οποία στόχευε στο να προβληθεί το εθνικό φρόνημα των Οθωμανών μέσω των πολιτισμικών και κοινωνικών αξιών του Ισλάμ, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η επιρροή που ασκούσε η χριστιανική Ευρώπη στο Οθωμανικό κράτος», Ευστρ. Ζεγκίνης, Α,’Η κατάργηση του Σουλτανάτου και της Χαλιφείας στην Τουρκία, οπ.π. σ.49

[21]HughPoulton,   Ημίψηλο, γκρίζος λύκος και ημισέληνος, Ο τουρκικός εθνικισμός και η δημοκρατία της Τουρκίας,Οπ., π., σ. 399.

[22]NiyaziKizilyurek, Κεμαλισμός, σ 187-188,πρβλ.Νικ. Μουδούρου, Ο μετασχηματισμός της Τουρκίας,εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2012,σ. 245

[23]Εφημ. Καθημερινή, Μ. Κωστίδης, 21.10.2022

[24]ΠιέρροςΤζανετάκοςhttp://www.ertnewsgr. 13/8/22

[25]Reporter.gr/Diethnh/Diethneis-Eidhseis

[26]J. Habermas,Ο φιλοσοφικός λόγος της νεωτερικότητας, μτρφ. Λευτέρης Αναγνώστου-Αναστασία Καραστάθη, Αλεξάνδρεια-Αθήνα 1993, πρβ. Alain Toulain, Critique of Modernity Oxford Cambridge, Blackwell 1995, πρβλ. Bruno Latour, Wehave never been modern, New York, Harveste-Wheatsheaf 1993.