Οι τρεις βασικοί άξονες της Ιεραποστολής

18 Ιανουαρίου 2023

(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=362495)

Η ιεραποστολή έχει τρεις βασικούς άξονες στους οποίους θεμελιώνεται και στηρίζεται, που είναι οι εξής· 1) ως κέντρο του κηρύγματος και της δράσης της έχει την Ενσάρκωση του Κυρίου, 2) παρέχει τη λειτουργική μαρτυρία στους «ευαγγελιζομένους» και 3) μεριμνά και αποσκοπεί στη δημιουργία μιας τοπικής και ανεξάρτητης κοινότητας.

Η Θ. Λειτουργία παρέχει στην ιεραποστολή και το γενικό της πλαίσιο και το περιεχόμενό της (context and content), εστιάζοντας την προσοχή των ιεραποστόλων στη δραματική κατάσταση του κόσμου και ενθαρρύνοντάς τους να δώσουν μια μαρτυρία της ετερότητας της ζωής της Εκκλησίας, με την επιστροφή τους από την παρουσία του Θεού και τη στροφή προς τις ανάγκες του κόσμου. Για αυτό και τονίζεται η σημασία της προσωπικής εμπειρίας και της εσωτερικής εν Χριστώ ζωής των ιεραποστόλων,[1] η οποία ακόμα και χωρίς περιττά λόγια ελκύει τους ανθρώπους προς τον Χριστό.

Η Εκκλησία ενδιαφέρεται να διαμορφώσει μια συνειδητή, λατρεύουσα κοινότητα με κέντρο τη Θ. Λειτουργία και για αυτό μεριμνά για τη χειροτονία του ιθαγενούς κλήρου, καθώς και παρέχει στους ντόπιους πληροφορίες για την Ορθόδοξη λατρεία, μεταφράζοντας στην καθομιλούμενη τα λειτουργικά κείμενα και συντάσσοντας διάφορα υπομνήματα. Χρησιμοποιεί επίσης και πολλά μη-λειτουργικά μέσα για το κήρυγμα του Ευαγγελίου, όπως είναι οι προσευχές, τα βιβλικά αναγνώσματα, οι εικόνες, οι ύμνοι και οι ψαλμοί.

Είναι σημαντικό και να τονίσουμε την κοινωνική διάσταση της σωτηρίας του ανθρώπου, γιατί, σύμφωνα με το κείμενο· «αν κάποιος πέφτει, πέφτει μόνος του, αλλά κανείς δεν σώζεται μόνος του. Εκείνος που σώζεται, σώζεται μέσα στην Εκκλησία ως μέλος της και ενωμένος με όλα τα άλλα μέλη της».  Η Εκκλησία, πάλι, είναι το Σώμα του Χριστού και η κοινωνία χαρισμάτων των Αγίων και των στρατευόμενων πιστών της. Τα μέλη της κοινότητας (ιδιαίτερα της τοπικής ή/και σε μια μη-χριστιανική χώρα) όταν ζουν ενωμένα με τη γνήσια εν Χριστώ αγάπη, τότε δίνουν μια πολύτιμη μαρτυρία σε όσους βρίσκονται έξω από την Εκκλησία. Για αυτό προσπαθεί η Ορθόδοξη ιεραποστολή να δημιουργήσει ντόπιες κοινότητες που θα μπορούν έπειτα ανεξάρτητα να συνεχίσουν το έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων στην περιοχή τους.

Πάντοτε όμως η ιεραποστολική δράση έχει καθαρά πνευματικές βάσεις και δεν συνδέεται με καμιά πολιτική σκοπιμότητα. Ανιδιοτελώς ποθεί να διαδοθεί το σωτήριο μήνυμα του Χριστού σε όλη την ανθρωπότητα, ανεξαρτήτως από το κοινωνικό και πολιτικό και πολιτισμικό υπόβαθρο των ανθρώπων. Η Εκκλησία δεν ταυτίζεται με ένα μόνο έθνος ή με μία μόνο κουλτούρα, αλλά αποτελεί παγκόσμιο γεγονός και προσαρμόζεται αρμονικά στις τοπικές συνήθειες και εκφράζεται στις ντόπιες γλώσσες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το μήνυμά της χάνει την επικαιρότητα ή την ιερότητά του.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι υπάρχουν και κάποιες κρίσιμες διαφορές μεταξύ του ιεραποστολικού φρονήματος των Ορθοδόξων και εκείνου των Ρωμαιοκαθολικών, των Προτεσταντών και εν γένει των «Δυτικών», μη-Ορθόδοξων χριστιανών. Πολλές φορές επίσης θίγεται το ζήτημα του προσηλυτισμού ή αλλιώς της «κλοπής των προβάτων» μεταξύ των διαφορετικών Χριστιανικών Εκκλησιών. Όλοι βέβαια προσπαθούν να λάβουν ευθύνη για όλο τον κόσμο και να γνωστοποιήσουν το μήνυμα του Ευαγγελίου «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς», σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου· «πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτήσει»[2], αλλά το έργο αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, ιδιαίτερα όταν έρχεται σε σύγκρουση με νομικές και πολιτικές σφαίρες επιρροής εντός μιας κοινωνίας.

Υπάρχουν διεθνείς συμφωνίες και νομοθεσίες που ορίζουν και ρυθμίζουν θέματα συναφή με τα ανθρώπινα δικαιώματα και εξασφαλίζουν την ελευθερία της πίστης και της έκφρασής της, αλλά και εδώ η ερμηνεία αυτών των νόμων πολλές φορές διαφέρει ριζικά. Σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη μπορεί να τεθούν περιορισμοί στους τρόπους της θρησκευτικής έκφρασης ή να εφαρμοστούν νόμοι κατά του προσηλυτισμού (anti-conversion laws) που με παράδοξο τρόπο αποσκοπούν στην υπεράσπιση της θρησκευτικής ελευθερίας.

Σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι «ο ευαγγελισμός ενός ανθρώπου είναι προσηλυτισμός ενός άλλου» και αυτό κατά πολύ εξαρτάται από τις μεθόδους και τις πρακτικές που επιλέγονται για τη διάδοση του Ευαγγελίου και από την κατανόησή τους από τις διαφορετικές χριστιανικές κοινότητες.

Αξιοσημείωτα είναι και τα ζήτημα της εκκλησιολογίας και της σωτηριολογίας ως κατανούμενα εντός μιας Εκκλησίας. Τι σημαίνει δηλαδή να είναι κάποιος μέλος της Εκκλησίας; Πώς μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος μέλος Της; Είναι το βάπτισμα αναγκαίο για να γίνει κανείς νόμιμο μέλος της Εκκλησίας; Πώς θεωρούνται τα μέλη μιας άλλης χριστιανικής Εκκλησίας; Ποιος τελικά σώζεται; Είναι ποιμαντικό μέριμνα ή προσηλυτισμός μια απόπειρα ευαγγελισμού των «ανενεργών» μελών μιας Εκκλησίας[3]; Αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα προκύπτουν όταν συζητιέται το θέμα της ιεραποστολής και το πρόβλημα του προσηλυτισμού, αλλά και οι απαντήσεις ποικίλλουν ανάλογα με την παράδοση που ακολουθεί η καθεμία Χριστιανική Εκκλησία.

Σημείο των καιρών, οι ραγδαίες κοινωνικές αλλαγές, οι μετακινήσεις των πληθυσμών, η πολιτική αστάθεια, η παγκοσμιοποίηση και οι άλλοι παράγοντες[4] συντέλεσαν στην άμεση συνάντηση και στη βαθύτερη γνωριμία των Χριστιανών των διαφόρων δογμάτων και στην έκθεση των Εκκλησιών στους ανθρώπους από διαφορετικά κοινωνικό-θρησκευτικά υπόβαθρα.

Σημαντικό όμως είναι οι Χριστιανοί πάντοτε να έχουν ως πρώτη τους μέριμνα τη διάσωση της χριστιανικής ενότητας και να μάθουν να εγκαταλείπουν τον νοσηρό ανταγωνισμό για χάρη της ειρηνικής συμβίωσης και της συνεργασίας μεταξύ των Εκκλησιών τους, γιατί πάντα η πρώτη εντύπωση που θα δώσουν στους «ευαγγελιζομένους» θα αφορά τον Χριστιανισμό εν γένει και όχι μόνο τον μεμονωμένο του κλάδο.

Κλείνοντας, η σημερινή ρευστή μοντέρνα κοινωνία επιφέρει πολλές αλλαγές και προκλήσεις σε όλη την ανθρωπότητα. Η Εκκλησία καλείται να αξιοποιήσει την πολύχρονη της πείρα και την Αγιοπνευματική σοφία, για να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις στον σύγχρονο άνθρωπο και να του προσφέρει εσωτερικό πυρήνα και ειρήνη, την «πάντα νοῦν ὑπερέχουσα»[5], για να μπορεί να επιβιώσει στον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Η προσωπική εμπειρία της εν Χριστώ ζωής κατά τρόπο φυσιολογικό οδηγεί τον πιστό στον πόθο να γνωρίσουν όλοι οι άνθρωποι τον Κύριο εν Πνεύματι Αγίω και αυτός ο πόθος και η ανιδιοτελής αγάπη προς τον πλησίον τον ωθεί στην ιεραποστολή. Το έργο της διάδοσης του Ευαγγελίου στην Ορθόδοξη Παράδοση σέβεται την ελευθερία των «ευαγγελιζομένων», χρησιμοποιεί όλα τα διαθέσιμα μέσα για να υπηρετήσει την εσωτερική αναζήτηση στους γηγενείς ανθρώπους και αποσκοπεί στη δημιουργία των τοπικών και ανεξάρτητων διοικητικά εκκλησιών, οι οποίες όμως να παραμένουν στην κανονική ενότητα με την Αγία του Χριστού Ορθόδοξη Εκκλησία. Ωστόσο, η ιεραποστολική δραστηριότητα συναντιέται με ποικίλα εμπόδια, ειδικά όταν θίγεται το ζήτημα του προσηλυτισμού μεταξύ των Χριστιανικών Εκκλησιών. Πάντοτε όμως σημασία έχει να κατέχει την κεντρική θέση ο Χριστός και οι εντολές Του και σύμφωνα με αυτές να διατηρείται η χριστιανική ενότητα και η ειρήνη, που είναι ζητούμενες και τόσο πολύτιμες στον ασταθή σημερινό κόσμο.

[1] Βλ. Ἀναστασίου, Ἀρχιεπισκόπου Τιράννων καὶ πάσης Ἀλβανίας, Ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, Ἀθήνα 20173, σσ. 31-49.

[2] Μάρκ. 16,15.

[3] Για τον «χριστιανισμό της ταυτότητας» βλ. Ν. Η. Παπαγεωργίου, Η Θρησκεία στη Μεταπολίτευση· όρια και αμφισημίες, Θεσσαλονίκη 2018, σσ. 196-198.

[4] Ο John Baxter–Brown λαμβάνει υπόψιν και τους ευρωπαϊκούς και παγκόσμιους πολέμους, τους διωγμούς θρησκευτικού και εθνικιστικού χαρακτήρα, την ύπαρξη των ακραίων ιδεολογικών τάσεων, την οικονομική δυσκολία και ανισορροπία και την περιβαλλοντική κρίση.

[5] Φιλ. 4,7.