Όσιος Γεράσιμος ο Υμνογράφος: Συναξάριον

11 Ιανουαρίου 2023

Ἰσχύς μου καὶ ὕμνησίς μου ὁ Κύριος (Ψαλμ. 117, 14)

Ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω. (Ψαλμ. 145, 2)

******************************************************************

Μακαριστὸς

Μοναχός, Ὑμνογράφος,

Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης

 Ἀθῆναι   2021

Στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος

Στὶς φαραγγώδεις, ἀκατοίκητες καὶ ἔρημες πλαγιὲς τοῦ νοτιοδυτικοῦ Ἄθωνος, τὶς ἀπότομα βυθιζόμενες στὰ βαθυγάλαζα νερὰ τοῦ Αἰγαίου, τὶς κατάφυτες ἀπὸ ὀργιώδη βλάστηση ἄγριων δένδρων καὶ φυτῶν, μὲ δεσπόζουσες τὶς ἀριές, στὴν Σκήτη τῆς Μικρᾶς Ἁγιας Ἄννης τὴν ἁγιοτρόφο ἔκτισε τὴν ἀσκητικὴ φωλιά του ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ Ὑμνογράφος. Ὡς ἐπίγειος Ἄγγελος ἔφθασε σὲ μέτρα ἀρετῆς ἀνείπωτα καὶ ἀξιώθηκε νὰ γίνει ἐφάμιλλος τῶν παλαιῶν Ὑμνογράφων καὶ νὰ ἐπιδείξει μοναδικὰ πλούσιο ἔργο, προϊὸν θεοπνευστίας. Σημαδεμένος στὴν καρδιὰ μὲ τὰ βέλη τῆς ἀγάπης τοῦ ποθεινοῦ Ἰησοῦ ἀσκήτευσε ὡς ἄσαρκος μὲ ἄκρα ὑπακοὴ στὶς Ἁγιορείτικες ἐρημίες καὶ μὲ πνεῦμα πατερικό, φιλόξενο, διδακτικό, φιλακόλουθο, γιὰ νὰ καταντήσει στὴν χώρα τῶν μακάρων, ἀφοῦ, σύμφωνα μὲ τοὺς Ἀναβαθμούς, «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστι θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις». Ὁ ἀπέριττος καὶ ἀπράγμονας βίος τὸν ἔθελξε καὶ ἡ τέλεια ἡσυχία, ποὺ τὸν ἔφερνε πιὸ κοντὰ στὸ Θεό, τὸν μαγνήτισε, ἔτσι ὥστε νὰ φθάσοει σὲ ὕψος μυστικῶν θεωριῶν καὶ νὰ εἰσέλθει στὸν ἄδυτο γνόφο τῆς Θείας Χάριτος, αὐτῆς ποὺ κινοῦσε τὴν γραφίδα του σὲ σύνθεση ὕμνων ἐγκωμιαστικῶν καὶ παρακλητικῶν πρὸς τοὺς Ἁγίους μας, τὴν Παναγία μας, τὸν Τίμιο Πρόδρομο καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ. Οἱ ὕμνοι αὐτοὶ μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας μας τέθηκαν στὴν λειτουργική της ζωή, στὴν δημόσια Θεία Λατρεία.

Λειτουργικὴ ζωή

Λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι τὸ ἀρραγὲς θεμέλιο γιὰ τὸ κτίσιμο τῆς σταδιακῆς πνευματικῆς ὡριμότητας καὶ τῆς γνήσιας χριστιανικῆς ἀγωγῆς τῶν πιστῶν. Μὲ τὴν συμμετοχή μας στὴν Θεία Λατρεία βιώνουμε τὴν «καλὴν ἀλλοίωσιν», μεταμορφωνόμαστε, γινόμαστε «καινὴ κτίσις» [1], πολίτες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Στὴν Θεία Λατρεία ἑνώνεται γῆ καὶ οὐρανός, στρατευόμενη καὶ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, ἀφοῦ σὲ αὐτὴ μνημονεύονται ζῶντες καὶ κεκοιμημένοι, καὶ ἐμφαίνεται ἡ ἐπέκταση τῆς Ἐκκλησίας μας στὴν αἰωνιότητα. Σὲ αὐτὴν τιμοῦμε τοὺς Ἁγίους μας ὑμνητικὰ καὶ ἐγκωμιαστικὰ καὶ μέσῳ αὐτῶν δοξάζουμε τὸν Κύριο καὶ Θεό μας, τὸν «θαυμαστὸν ἐν τοῖς Ἁγίοις Αὐτοῦ» [2], τὸν ὑμνούμενον καὶ ὑπερυψούμενον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας. Ἡ ἐξύμνηση καὶ ὁ ἐγκωμιασμὸς τῶν Ἁγίων μας ἐπιτυγχάνεται μέσα ἀπὸ τὶς μελίρρυτες ἀκολουθίες τους, τὶς ἑσπερινές, τὶς ὀρθρινές, τὶς παρακλητικές, μὲ τοὺς χαιρετιστηρίους οἴκους καὶ τοὺς ἐγκωμιαστικοὺς λόγους, ποιήματα τῶν παλαιῶν καὶ τῶν συγχρόνων ὑμνογράφων.

Στὴν Θεία Λατρεία βλέπουμε τὸν Χριστό μας νὰ γεννᾶται στὴν Βηθλεέμ, νὰ διδάσκει, νὰ θαυματουργεῖ, νὰ πάσχει, νὰ ἀνασταίνεται, νὰ μᾶς στέλνει τὸν Παράκλητο καὶ πάλι νὰ ἔρχεται μετὰ δόξης, τονίζει ἐμφατικὰ ὁ μακαριστὸς Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Γρηγορίου, Γέροντας Γεώργιος Καψάνης, ὅπου βιώνουμε τὰ γεγονότα τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου. Καὶ τοῦτο γιατὶ στὴν λατρεία κυριαρχεῖ ἡ φράση «σήμερον» τόσο στὶς ἀκολουθίες ὅσο καὶ στὶς ἑορτὲς τῆς πίστεώς μας. Σήμερον γεννᾶται ἐκ Παρθένου· σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου· σήμερον ὁ Χριστὸς παραγίνεται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου· σήμερον δέχεται ἡ Βηθλεὲμ τὸν καθήμενον διὰ παντὸς σὺν Πατρί. Ἔτσι, ἐνῶ τὰ τελούμενα συντελέσθηκαν ἅπαξ ἀποκαλύπτονται μπροστά μας ὡς παρόντα καὶ μᾶς καλοῦν νὰ συμμετέχουμε σὲ αὐτά. Νὰ τὰ οἰκειωθοῦμε. Καὶ οἱ μνῆμες τῶν Ἁγίων εἶναι κάθε ἡμέρα διαφορετικές, ἀφοῦ στὸ «σήμερον» τιμοῦμε τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους, μαρτυρικῆς ἢ ἀσκητικῆς, καὶ τὴν πρώτη τῆς μεταστάσεώς τους «ἀπὸ τῶν λυπηροτέρων ἐπὶ τὰ χρηστότερα καὶ θυμηδέστερα», ὅπως πολὺ κατανυκτικὰ διαβάζουμε στὶς εὐχὲς τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς.

Ἡ ἐν Χριστῷ καινὴ ζωή, ἡ ζωὴ τῶν Ἁγίων μας, ἀποτελεῖ τὴν διαχρονικὴ προτύπωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ὅλων μας, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦμε νὰ εὑρισκόμαστε συνεχῶς ἑνωμένοι μαζὶ μὲ τὸν Κύριο καὶ νὰ πορευόμαστε κατὰ τὸ ἅγιο θέλημά Του. Ἡ ἕνωση αὐτὴ ἐπιτυγχάνεται μόνο μέσα στὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική μας Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας καὶ καθοδηγεῖται ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα.

Εἶναι ἀποδεδειγμένο, ὅτι ὅπου ὑπάρχει ζῶσα πίστη ἐκεῖ ὑπάρχει καὶ ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ποὺ συντελεῖ στὴν πνευματικὴ πρόοδο ποὺ προάγει τὸν ἄνθρωπο σὲ τέλεια προσωπικότητα καὶ διανοίγει τὰ χείλη του σὲ ἐξύμνηση τῶν κατορθωμάτων τῶν ἀριστέων τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ σταδίου, τῶν ὀλυμπιονικῶν στοὺς ὑπὲρ τοῦ ἐσφαγμένου Ἀρνίου ἀγῶνες, ὁ ὁποῖος ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ὑπῆρξε σημεῖο ἀμφιλεγόμενο,  «Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρία» [3]. Ἡ φύση τῆς ὑμνογραφίας εἶναι τέτοια, ποὺ νὰ προωθεῖ τὸν ἄνθρωπο σὲ ὑψηλότερες σφαῖρες καὶ νὰ συλλαμβάνει μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδία του τὶς ἀσύλληπτες ἔννοιες τῆς ἀληθινῆς πίστεως, ἡ ὁποία κατὰ τὸν θεορρήμονα Παῦλον ἀποτελεῖ «ἐλπιζομένων ὑπόστασιν, πραγμάτων ἔλεγχον οὐ βλεπομένων» [4]. Ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀνέκαθεν ἀναζητοῦσε στὴν θρησκευτικότητα κάτι, ποὺ εἶναι ὑπέρτερο ἀπὸ μιὰ ἀφηρημένη φιλοσοφία.

Ὀρθόδοξη ὑμνογραφία

Οἱ ἄνθρωποι, τὰ λογικὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ὁποιασδήποτε φυλῆς καὶ γλώσσας ἀνέκαθεν ἐπιζητοῦσαν νὰ ἐκφράσουν τὰ συναισθήματα τῆς ψυχῆς τους, ἀλλὰ καὶ τὰ αἰτήματά τους πρὸς τὸν πανάγαθο Θεό, μὲ μέτρο καὶ μέλος. Ἡ ἔμμετρη προσευχὴ συναντᾶται σὲ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς ἀρχαιότητος. Στὴν Καινὴ Διαθήκη ἔχουμε ἐνδείξεις ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ χρησιμοποιοῦσαν ὕμνους. Συνερχόμενοι γιὰ κοινὴ προσευχὴ ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους μέχρι τὸν τρίτο αἰῶνα σὲ αὐτοσχέδιους ναοὺς ἢ καὶ ἀκόμη «ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς», ἕνεκα τῶν διωγμῶν, ἔψαλλαν τὰ πρῶτα χριστιανικὰ ἄσματα, ποὺ ἦσαν ἁπλᾶ καὶ εὐπρεπῆ. Χαρακτηριστικὰ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος [5] ἀναφέρει ὅτι μετὰ τὸ δεῖπνον «ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν». Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του [6], ἀλλὰ καὶ στὴν πρὸς Ἐφεσίους [7] προτρέπει τοὺς χριστιανοὺς νὰ λατρεύουν τὸν Θεὸ «ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς». Οἱ χριστιανοὶ τὴν ἱερὴ ὑμνωδία παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Κατὰ τὴν ψαλμωδία τῶν ὕμνων τους ἐπανελάμβαναν «ἐν χορῷ» ὡς ἐπωδό, ὁρισμένους στίχους ἢ τὸ «ἀλληλούϊα» καὶ τὸ «Κύριε ἐλέησον». Τὴν πρώτη μίμηση ἀκολούθησε ἡ δημιουργικὴ παραγωγή. Ἔτσι, ἀνεπτύχθη ἡ ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφία, ἡ ὁποία γνώρισε πολλὲς ἐξάρσεις στὴν ἐξέλιξή της.

Ἡ πορεία τῆς ὑμνογραφίας διὰ μέσου τῶν αἰώνων ἀπὸ τὰ ἁπλᾶ ὑποψάλματα ἢ ἐφύμνια μέχρι τῶν Κοντακίων ἢ τῶν Ὕμνων καὶ τῶν Κανόνων ὀφείλεται στὴν ἐσωτερικὴ τάση τῶν πιστῶν νὰ ὑμνοῦν ἐκτενέστερα καὶ πιὸ μελωδικὰ τὸν Κύριο. Μὲ τοὺς ὕμνους ἐπιτυγχάνεται μὲ εὐχάριστο τρόπο ἡ διδασκαλία καὶ ἡ διάδοση τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν καὶ ἡ κατὰ Χριστὸν παιδαγωγία τῶν πιστῶν καὶ μάλιστα τῶν νέων. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὴν ὁμιλία του στὸν 41ο ψαλμὸ γράφει ὅτι τίποτε δὲν ἀνεβάζει τὴν ψυχικὴ διάθεση τῶν πιστῶν ὅσο  «μέλος συμφωνίας καὶ ῥυθμῷ συγκείμενον θεῖον ᾆσμα».

Ἡ Φύση τῆς ὑμνογραφίας

σύνθεση ὕμνων μέσα στὸ πέρασμα τοῦ χρόνου γιὰ τὴν πλήρωση κενῶν στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν σταμάτησε ποτέ. Ἀδιάκοπα συνεχίζεται μέχρι καὶ σήμερα, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ζῶσα, εἶναι «ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας παρατεινόμενος εἰς τοὺς αἰῶνας» κατὰ τὴν γνωστὴ ρήση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Οἱ πιστοὶ κατανύσσονται μὲ τὴν σύνθεση ὕμνων σὲ ἁγίους, εἴτε νέους εἴτε παλαιούς, ποὺ μέχρι σήμερα γραφίδα ὑμνογράφων δὲν χάραξε τὰ κατορθώματά τους, καὶ σὲ  ἑορτὲς γιὰ γεγονότα, ποὺ θεσπίζονται περιοδικὰ μέχρι τὶς ἡμέρες μας. Οἱ ὕμνοι αὐτοὶ ἔχουν ρυθμό, ἐκφράζουν σκέψεις καὶ συναισθήματα, κυρίως μεγάλα καὶ ὑψηλά, καὶ οἱ ὑμνογράφοι εἶναι διερμηνεῖς τῆς δημόσιας προσευχῆς, ἀφοῦ ἡ ὑμνογραφία δὲν εἶναι μόνο θρησκευτικὴ ποίηση, ἀλλὰ καὶ λατρευτική. Αὐτὴ παίρνει ἀπὸ τὸν χριστιανισμὸ τὴν θρησκευτικὴ ἔμπνευση καὶ ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, καὶ κυρίως τὴν Βυζαντινή, τὸ γλωσσικὸ ἔνδυμα. Μὲ τὴν εὐλογία τῶν κατὰ τόπους ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν τὰ ὑμνογραφήματα ἐνδύονται τὴν σφραγῖδα τῆς γνησιότητος «ὡς οὐδὲν τὸ ἀπᾷδον πρός τε τὰ δόγματα καὶ τὰς παραδόσεις περιέχεται ἐν αὐτοῖς» καὶ παραδίδονται στὴν δημόσια λατρεία.

Γιὰ μᾶς τοὺς ἑλληνόφωνες Ὀρθοδόξους ἡ ὑμνογραφία εἶναι ὁ συνδετικὸς κρίκος πίστεως καὶ ἱστορικῆς παραδόσεως. Ἔχουμε μιὰ ζωντανὴ ποιητικὴ κληρονομιά, μιὰ κληρονομιά, ποὺ δὲν ἀπονεκρώθηκε στὸ διάβα τοῦ χρόνου, μιὰ κληρονομιὰ ποὺ ἀποτελεῖ τὸ πραγματικὸ καύχημα τῆς Ἑλληνορθόδοξης φυλῆς μας καὶ ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ στὰ σημερινὰ παιδιά της πηγὴ ὑψηλῶν ἐμπνεύσεων καὶ συναισθημάτων. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξακολουθοῦν καὶ σήμερα οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μας, παρὰ τὴν δυσνόητη γιὰ τοὺς νεωτέρους γλῶσσα, πού, ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις τῶν τεχνολογιῶν αἰχμῆς καὶ λόγῳ καὶ τῆς ἀδιαφορίας τους γιὰ τὰ κλασσικὰ γράμματα, πάσχουν ἀπὸ γλωσσικὴ πενία, νὰ συγκινοῦν, νὰ ἀνυψώνουν καὶ νὰ διδάσκουν ἀποτελοῦντες ἀληθινὸ πλοῦτο τῆς λατρείας μας καὶ δαψιλῆ πηγὴ ἐμπνεύσεων.

Ἐφόδια καὶ πεδίο δράσεως τῶν ὑμνογράφων

Στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας δημιουργοῦνται ἀνάγκες τὶς ὁποῖες καλεῖται νὰ θεραπεύσει ὁ σύγχρονος ὑμνογράφος, ὅπως ὁ μακάριος Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης. Θεσπίζονται νέες ἑορτὲς στηριζόμενες σὲ γεγονότα, ποὺ ἀπαιτοῦν εἰδικὴ ἐξύμνηση· γεγονότα ποὺ ὁ πιστὸς λαὸς ἐπιζητεῖ τὸν ἐγκωμιασμό τους. Ἀνταποκρινόμενος ὁ ὑμνογράφος στὰ αἰτήματα τοῦ φιλακόλουθου λαοῦ  συνθέτει ὕμνους δοξολογίας στὸν Θεό μας, στὴν Παναγία μας καὶ στοὺς Ἁγίους μας, γιὰ τὴν ἀδιάκοπη ἐμφανῆ ὑποστήριξή τους στὰ ἑκάστοτε ἐμφανιζόμενα προβλήματα καὶ στὶς ἀναφυόμενες δυσμενεῖς καταστάσεις. Ἡ ἐξύμνηση ἐξ ἄλλου νέων Ἁγίων, ποὺ ἀποτελοῦν τὴν ἀπόδειξη τῆς «ζώσας Ἐκκλησίας» [8] εἶναι ἐπιβεβλημένη, ἀφοῦ οἱ Ἅγιοι  εἶναι τὰ ἀδιάσειστα στηρίγματα τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ τὰ ζωντανά τους παραδείγματα πρὸς μίμηση καὶ θέωση. Νέοι Ὅσιοι, νέοι Μάρτυρες, ἀναδύονται καὶ ἀστραποβολοῦν στὸ νοητὸ τῆς Ἐκκλησίας στερέωμα. Ὅλοι αὐτοὶ χρειάζεται νὰ εἰσαχθοῦν στὴν λατρευτικὴ ζωὴ τῶν πιστῶν. Καὶ παλαιοί, ὅμως, Ἅγιοι, ποὺ «δοξολογιὰ δὲν ἔχουν», ὅπως λέγει στὸ «Πτωχὸ Ἅγιο» ὁ μεγάλος Παπαδιαμάντης, χρειάζονται εἴτε πλήρη ἀσματικὴ ἀκολουθία, εἴτε συμπλήρωση αὐτῆς ποὺ ὑπάρχει ἤδη στὰ Μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ μεγαλύνεται πανηγυρικὰ καὶ αὐτῶν ἡ μνήμη.

Ἐκτὸς ὅμως τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν ὑπάρχει ἔντονη ἐπιθυμία τῶν φιλαγίων ἀδελφῶν μας γιὰ παρακλητικοὺς κανόνες σὲ Ἁγίους, ποὺ παρίστανται θριαμβευτὲς στὸν θρόνο τῆς μεγαλωσύνης τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καὶ ποὺ πρεσβεύουν ἀδιαλείπτως ὑπὲρ τῶν  ἐπικαλουμένων τὸ πανσεβάσμιο ὄνομά τους. Στοὺς παρακλητικοὺς αὐτοὺς κανόνες ταυτόχρονα ἐξαίρονται τὰ κατορθώματα τῶν Ἁγίων καὶ ἐπιζητοῦνται οἱ θεοπειθεῖς τους πρεσβεῖες γιὰ τὴν δίκαιη ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων αὐτῶν ποὺ προσφεύγουν στὴν χάρη τους. Οἱ χαιρετιστήριοι οἶκοι κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ ἀνεπανάληπτου Ἀκάθιστου Ὕμνου στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο εἶναι ποίημα ἐγκωμιαστικὸ μὲ μέτρο, ὁμοιοκαταληξία καὶ ὑψηλοῦ περιεχομένου συμπυκνωμένα νοήματα. Ψάλλονται στὶς παννυχίδες, ἀλλὰ καὶ χῦμα διαβάζονται κατ’ ἰδίαν ἀπὸ τοὺς χριστιανούς, ποὺ πολλὴν εὑρίσκουν ὠφέλεια καὶ χάρη ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσή τους. Εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὶς διηγήσεις τῶν Πατέρων ὅτι ἡ Παναγία μας σὲ αὐτοὺς ποὺ τὴν παρακαλοῦν δίνει ἕνα δηνάριο γιὰ ἀντίδωρο, ἐνῶ σὲ αὐτοὺς ποὺ τὴν χαιρετίζουν ἐγκωμιαστικὰ δίνει δέκα δηνάρια, θέλοντας νὰ δείξουν μὲ αὐτὰ τὰ λόγια, ὅτι εὐαρεστεῖται περισσότερο ἀπὸ τὸν δοξολογικὸ ὕμνο παρὰ ἀπὸ τὴν ἔνθερμη δέηση.

Στοὺς πιστοὺς ποὺ βιώνουν Χριστό, σὲ μιὰ χριστοκεντρικὴ κοινωνία, σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ ἡ Θεία Λατρεία ἀποτελεῖ ἀπαρχὴ σωτηρίας, πηγὴ χαρᾶς καὶ δυνάμεως καὶ τρέχει στὴν Ἐκκλησία, ὡς ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, σὲ μιὰ τέτοια κοινωνία ποὺ ἐπιζητεῖ τὴν καθημερινὴ ἕνωσή της μὲ τὸν Θεό, ὁ ὑμνογράφος προσφέρει τὸ νέκταρ τῆς πνευματικῆς ἀγαλλιάσεως. Στὴν ὑψηλή του αὐτὴ καὶ δύσκολη διακονία ὁπλίζεται μὲ τὰ ὅπλα τοῦ φωτός, [9] στηρίζεται στὴν ἐξ ὕψους βοήθεια, γιατὶ γνωρίζει ὅτι «ὕμνους ὑφαίνειν συντόνως τεθηγμένους ἐργῶδές ἐστι», ὅπως ἀναφέρει ὁ ὑψιπέτης Ἅγιος Ὑμνογράφος, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Τὰ ὅπλα αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα στὸν πνευματικὸ ἐξοπλισμό του, αὐτὰ μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν ὁπλισμένος καὶ ὁ Γέροντας Γεράσιμος, ὁ Μικραγιαννανίτης,  εἶναι:

* Ἡ συνεχὴς καὶ ἀδιάλειπτη προχευχή, ποὺ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὸ φυσικὸ περιβάλλον καὶ τὸν μεταφέρει στοὺς νοητοὺς λειμῶνες τῆς θείας δόξας·

* Ἡ  μυστηριακὴ ζωή, ποὺ ἀναγεννᾶ καὶ ἀναβαπτίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν καθιστᾶ κοινωνὸ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν·

* Ἡ λατρευτικὴ διάθεση τοῦ Παναγάθου Θεοῦ·

* Η ἀγάπη τῶν Ἁγίων μας καὶ ἡ κένωση τοῦ ὑμνογράφου στὴν ἀκένωτη φιλανθρωπία καὶ συμπάθεια τοῦ Ἐσταυρωμένου Θεοῦ Λόγου·

* Τὸ ἔμφυτο ποιητικὸ ταλέντο, ἀφοῦ ἡ ὑμνογραφία εἶναι θρησκευτικὴ ποίηση, ποὺ καθίσταται λατρευτικὴ μετὰ τὴν ἔγκριση καὶ τὴν εὐλογία τῆς προϊσταμένης ἐκκλησιασικῆς ἀρχῆς·

* Ἡ διαρκὴς μελέτη τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τῶν Πατερικῶν κειμένων καθὼς καὶ τῶν ἀποφάσεων τῶν ἁγίων καὶ οἰκουμενικῶν Συνόδων·

* Ἡ ἄπταιστη  γνώση τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας, τῆς γραμματικῆς καὶ τοῦ συντακτικοῦ της, κάτι ποὺ σήμερα σπανίζει·

* Ἡ γνώση τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς καὶ ἡ προσαρμογὴ τοῦ ὑμνογράφου στὸ μέτρο καὶ τὸ μέλλος τῶν ἀρχαίων ὕμνων, ἀφοῦ αὐτοὶ ἀποτελοῦν τοὺς εἱρμούς, στοὺς ὁποίους στηρίζεται ἡ σύγχρονη ὑμνογραφία, ὅσον τουλάχιστον ἀφορᾶ τὰ προσόμοια τροπάρια·

* Καὶ τέλος ἡ γνώση τοῦ Τυπικοῦ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τάξεως καὶ ὁ σεβασμὸς στὴν παράδοση.

Θὰ πρέπει νὰ ἐπισημανθεῖ ὅτι ἀπὸ τὸν ὄγδοο αἰῶνα μέχρι σήμερα οἱ ὑμνογράφοι ἔχουν τὴν εὐχέρεια συνθέσεων ὕμνων μὲ περιορισμένους βαθμοὺς ἐλευθερίας. Οἱ ὕμνοι πρέπει νὰ στηρίζονται σὲ εἱρμοὺς καὶ τυπικὸ καθιερωμένο. Ὁ ὑμνογράφος ἀναπτύσσεται πάνω σὲ συγκεκριμένες δομὲς διατηρώντας τὴν μουσικότητα τοῦ στίχου μὲ τὴν ἐπιλογὴ τῶν καταλλήλων συλλαβῶν. Καὶ αὐτὰ γιὰ νὰ μείνει πιστὸς στὴν παράδοση κατὰ τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» [10] καὶ γιὰ νὰ διαφυλάξει «ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ» τὴν ἱερὴ παρακαταθήκη τῆς γλώσσας τῶν ἀγγέλων, μὲ τὴν ὁποίαν συνευφραίνονται καὶ συναγάλλονται τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια.

Γλῶσσα τῶν ὕμνων

  γλῶσσα τῆς ὑμνογραφίας μας εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἶναι ἡ γλῶσσα ποὺ προάγει τὸ θρησκευτικὸ συναίσθημα, καλλιεργεῖ τὸ λατρευτικὸ φρόνημα καὶ κατανύσσει τὶς πιστὲς καρδιές. Στὴν Θεία Λατρεία ἡ ἁρμόζουσα γλῶσσα της ἐκφράζει μὲ τελειότητα καὶ σοβαρότητα καὶ εὐλάβεια ὅλα τὰ δρώμενα σὲ αὐτήν. Καὶ ἂν ἀκόμη σὲ μερικοὺς ἡ γλῶσσα τῶν ὕμνων φαίνεται δυσνόητη, καὶ αὐτὸ εἶναι φυσικὸ λόγῳ τῆς λεξιπενίας τῶν Νεοελλήνων, ἄν καὶ τὸ ποσοστὸ τῶν ὀλιγογραμμάτων στὴν ἐποχή μας εἶναι μικρότερο  ἀπ’ ὅ,τι στὸ πρόσφατο παρελθόν, ἔρχεται καὶ ἐπενεργεῖ ἡ Θεία Χάρις, «ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα», καὶ βοηθᾶ στὴν κατανόησή τους.

Δὲν ἰσχυριζόμεθα, βέβαια, ὅτι ἡ γλῶσσα τῶν ὕμνων, ἡ γλῶσσα τῶν ἀγγέλων, ὅπως ὁ Γέροντας Γεράσιμος τὴν ἀποκαλοῦσε, εἶναι ἡ μόνη καὶ τέλεια  γλῶσσα τῆς ἐκφράσεως τῆς Ὀρθοδοξίας. Εἶναι, ὅμως ἀναμφιβόλως, πλούσια καὶ μοναδικὴ στὴν διατύπωση τῶν πλέον λεπτῶν καὶ σύνθετων νοημάτων. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἡ ἁγιοπνευματικὴ μυστικὴ ζωὴ δὲν θὰ εὕρισκαν τελειότερο ὄργανο, γιὰ νὰ ἐκφρασθοῦν.

Στοὺς ὕμνους ἀντανακλᾶται ὁ ἔνθεος βίος, ἡ θεολογικὴ καὶ φιλοσοφικὴ κατάρτιση τῶν ὑμνογράφων. Αὐτοὶ μὲ τὴν σειρά τους μὲ τὸ ἠθικὸ καὶ δογματικό τους περιεχόμενο διδάσκουν, συγκινοῦν, φρονηματίζουν, βοηθοῦν σὲ ψυχικὴ ἀνάταση καὶ στὴν μετὰ τοῦ Θεοῦ ἐπικοινωνία, ὅπως πολὺ χαρακτηριστικὰ ἀνέφερε σὲ ἄρθρο του ὁ διαπρεπὴς θεολόγος Δρ Γεώργιος Χώρας [11]: «Ἰδιαίτερα ὑπογραμμίζουμε τὰ ποιητικὰ γνωρίσματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων, ὅπως, τὸ πνεῦμα, τὸ χρῶμα, τὴν ἀκροστιχίδα, τὸν ρυθμό, τὸ μέτρο, τὴν πλαστικότητα τῆς γλώσσας, τὶς εἰκόνες, τὶς ἀντιθέσεις, τὶς παρομοιώσεις καὶ τὶς ἀλληγορικὲς φράσεις, μὲ τὶς ὁποῖες ἐκφράζουν οἱ ὑμνογράφοι τὰ ἐσωτερικά τους βιώματα. Ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα καλολογικὰ στοιχεῖα κάνουν ζωντανὸ καὶ θελκτικὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ λόγο καὶ ἀποτελοῦν ταυτόχρονα μέσα, ποὺ διευκολύνουν, ἔστω καὶ μὲ τὰ συμφραζόμενα, τὴν παρακολούθηση τῶν ὕμνων.

Ἀπόδειξη, ὅτι ὄχι ὀλίγοι ἁπλοϊκοὶ πιστοὶ γνωρίζουν ἀπὸ στήθους ὁλόκληρους ὕμνους, σιγοψάλλουν, συμμετέχουν μυστικὰ στὴν Θεία Λατρεία. Παράδειγμα χαρακτηριστικό, οἱ ὕμνοι τῶν Μεγάλων ἑορτῶν, τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», τὸ «Τῇ Ὑπερμάχῳ», τὸ «Κύριε, τῶν Δυνάμεων» καὶ ἄλλοι, ποὺ συγκινοῦν σοφοὺς καὶ ἀσόφους».

Ὀφείλουμε, λοιπόν, νὰ στεκόμαστε εὐλαβικὰ καὶ μετὰ δέους μπροστὰ στὴν ἱερὴ παρακαταθήκη τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παραδόσεως καὶ δὴ τῆς παραδόσεως ἐκείνης ἡ ὁποία ἔχει σχέση μὲ τὴν γλῶσσα τῶν ὕμνων καὶ γενικῶς τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν, καὶ ὄχι νὰ προσπαθοῦμε μὲ διάφορες προφάσεις νὰ ρίψουμε στὸν κάλαθο τῶν ἀχρήστων καὶ ξεπερασμένων τοὺς ἀφθάστου μεγαλείου ὕμνους μας, μὲ τοὺς ὁποίους γαλουχήθησαν γενεὲς γενεῶν καὶ μὲ τοὺς ὁποίους ἀγαλλιᾶται ἡ ψυχὴ καὶ μεταρσιώνεται ὁ νοῦς πρὸς τὰ οὐράνια [12].

Διαχρονικότητα  τῶν ὕμνων

γλῶσσα τῶν ὕμνων τῆς Ἐκκλησίας μας θὰ μποροῦσε νὰ χαρακτηρισθεῖ γλῶσσα ἐθνική, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι  μᾶς συνδέει μὲ τὸ ἱστορικὸ παρελθόν. Τὸ  ὅτι δὲν εἶναι ἀπολύτως κατανοητὴ ἀπὸ τὸν λαὸ δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι ἀπαρχαιωμένη καὶ πρέπει νὰ ἐγκαταληφθεῖ, ἀλλὰ πρέπει νὰ καταβληθεῖ προσπάθεια νὰ διδαχθεῖ  ὁ λαὸς  τὴν γλῶσσα αὐτή, γιατὶ ἀλλοιῶς θὰ  χαθεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ βασικώτερα χαρακτηριστικὰ τοῦ ἔθνους.

Ἡ καθαρὴ καὶ σμιλευμένη γλῶσσα τῶν ὕμνων προσιδιάζει στὴν θεία μεγαλειότητα, τὴν ὁποία πλησιάζει «κεκαθαρμέναις ψυχαῖς καὶ ἀρρυπώτοις χείλεσι» καὶ διατηρεῖται αἰῶνες τώρα, ἔστω καὶ μὴ πλήρως κατανοητὴ  γιὰ τοὺς περισσότερους.

Ἡ ὑμνογραφία δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν καθημερινότητα. Ἡ πνοή της προσπαθεῖ νὰ ζωώσει τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν κάνει ὑπέρτερο τῶν ἐνύλων, νὰ τὸν ἀνεβάσει  στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Ὁ πιστὸς τὴν δέχεται μὲ κατάνυξη, ἀφοῦ οἱ στίχοι εἶναι ἄῤῥηκτα δεμένοι μὲ τὴν μουσικὴ καὶ τὰ δύο μαζὶ δημιουργοῦν μιὰ οὐράνια συμφωνία, μιὰ ἀγγελικὴ σύνθεση.

Ἡ διατήρηση ἀνέγγιχτου μέσα στοὺς αἰῶνες τοῦ ὑμνογραφικοῦ μας πλούτου, ποὺ ἀποτελεῖ στοιχεῖο ἑνότητος τοῦ ὅπου γῆς καὶ ὅποιου χρόνου Ἑλληνισμοῦ, εἶναι θαυμαστὴ καὶ ὀφείλεται στὴν ταύτιση τῆς γλώσσας της  με τὴν γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου.   

Εἶναι γνωστὸ ὅτι τὸ χριστεπώνυμο πλήρωμα βιώνει μὲ τὴν πίστη, πέραν τῆς λογικῆς, τὰ συμβολιζόμενα στὴν Θεία Λατρεία, κατανοεῖ καρδιακὰ τοὺς λειτουργικοὺς τύπους καὶ συμμετέχει στὴν ταπείνωση τῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ. Βιώνει τὸ μυστικό, τὸ αἴσθημα τῆς ἀποστάσεως χάνεται καὶ ὁ καθένας ἀναφέρεται μυστικὰ στὸν κοινὸ Πατέρα. Ὅλα αὐτὰ ὑπεράνω καὶ πέρα μεταφράσεως καὶ λογοπλοκῆς.

Ἡ Ὑμνογραφία συνεχίζει τὴν πορεία της

ὑμνογραφία ἀποτελεῖ ἀτέρμονα ποιητικὴ γραμματεία. Ὅσο ὑπάρχουν προσευχόμενοι ἄνθρωποι, ἡ γραμματεία αὐτὴ θὰ αὐξάνει, ἀφοῦ ἡ ἱερὴ αὐτὴ ποίηση εἶναι ποίηση προσευχῆς.

Σὲ ἐποχὲς κινημάτων καὶ πνευματικῶν ρευμάτων, ποὺ ἐπηρεάζουν βαθύτατα τὶς ψυχὲς καὶ προκαλοῦν ζωηρὲς συγκινήσεις, φυσικὸ εἶναι καὶ ἡ ποίηση νὰ ἀνανεώνεται καὶ νὰ ἀντλεῖ ἀπὸ αὐτά, σὰν ἀπὸ πολύρρυτες πηγές, ὑψηλὲς καὶ μεγάλες ἐμπνεύσεις. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας καὶ τοῦ φωτεινοῦ νέφους τῶν ἐκλεκτῶν καὶ γνησίων φίλων Του, τῶν Ἁγίων μας, βαθύτατα συγκινεῖ καὶ εἶναι ἑπόμενο νὰ δίνει σοβαρὴ ὤθηση γιὰ ποιητικὲς συνθέσεις, ποὺ ἐκφράζουν τὸν πλοῦτο συναισθημάτων, ὁ ὁποῖος πλημμυρίζει τὶς καρδιὲς τῶν ὑμνογράφων, καὶ μέσω αὐτῶν ὅλου τοῦ χριστεπωνύμου πληρώματος. Στὴν οἰκουμενικὴ ἑλληνόφωνη ὀρθοδοξία πλῆθος Ἁγίων μικρῶν καὶ μεγάλων ἀναμένει τοὺς σύγχρονους ὑμνογράφους, μέγιστος τῶν ὁποίων ἐδείχθη ὁ μακαριστὸς Γέροντας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, γιὰ νὰ εὐμοιρήσουν καὶ αὐτοὶ νὰ τύχουν ἀσματικῶν ἀκολουθιῶν «πρὸς δόξαν Θεοῦ», τοῦ ἐνδοξαζομένου «ἐν ταῖς μνείαις τῶν ἁγίων» Του.

[1] Β’ Κορ. ε’ 17.

[2] Ψαλμ, 67, 36.

[3] Α΄ Κορινθ. α΄ 23.

[4]  Ἑβρ. ια΄ 1.

[5] Κεφ. κστ΄ 16.

[6]  Κεφ. γ΄ 16.

[7]  Κεφ. ε΄ 18.

[8] Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ζῶσα, εἶναι ἕνα ἐργαστήριο ποὺ παράγει  ἁγιότητα. Εἶναι ἕνα χωράφι στὸ ὁποῖο σπέρνεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ θερίζεται ἁγιότητα. Ὅπως τὸ χῶμα στὰ λιβάδια βγάζει εὔοσμα ἄνθη, γαρύφαλλα, τριαντάφυλλα, βιολέτες, ἀλλὰ βγάζει καὶ τριβόλια καὶ ἀγκάθια, ἔτσι καὶ τὰ λιβάδια τῶν ψυχῶν βγάζουν μυρωδάτα ἄνθη, ἀλλὰ βγάζουν καὶ ζιζάνια κάθε ἐποχῆς. Βγάζει Ἁγίους ἡ Ἐκκλησία μας μέσα σὲ μιὰ κοινωνία ποὺ παραπαίει καὶ τὴν ἔχουν πνίξει τὰ ζιζάνια τῶν αἱρετικῶν, τῶν ἀθέων, τῶν σύγχρονων εἰδωλολατρῶν, τῶν ἀνθρώπων τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ αἰῶνος τούτου, τοῦ ἀπατεῶνος. Ὑπάρχουν καὶ σήμερα Ἅγιοι. Τὰ ὀνόματά τους δὲν διαφημίζονται στὶς ἐφημερίδες, στὶς τηλεοράσεις, στὰ μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας.  Παραμένουν ἄγνωστοι, ἂν καὶ εἶναι ἄνθρωποι τῆς διπλανῆς πόρτας, τοῦ διπλανοῦ διαμερίσματος. Ἡ ἁγιότητα δὲν προβάλλεται. Παραμένει σιωπηλή, γιατὶ δὲν στοχεύει στὴν ἀνθρώπινη δόξα. Δὲν τὴν ἐνδιαφέρει ἡ γνώμη τῶν πολλῶν. Τὴν ἐνδιαφέρει μόνο ἡ εὐαρέσκεια τοῦ Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Αὐτοῦ ποὺ γνωρίζει τοὺς ἀγῶνες μας καὶ περιμένει νὰ μᾶς δώσει τὸ στέμμα τῆς ἀφθαρσίας. Αὐτοὺς τοὺς ἀφανεῖς ἢ νεοφανεῖς Ἁγίους ἡ Ἐκκλησία τοὺς προβάλλει μέσα ἀπὸ τὴν τιμητικὴ ἐξύμνησή τους ὡς παραδείγματα πρὸς μίμηση ἀπὸ τοὺς πιστούς.

[9]  Ῥωμ. ιγ΄ 12 .

[10]  Β΄ Θεσσαλ. β΄ 15.

[11] Γ. Χώρας, ἡ Γλῶσσα τῆς θείας Λατρείας, Ἐτήσιο Λεύκωμα Πολιτισμοῦ 1998, σελὶς 2.

[12] Βασίλειος Τσοῦλος, Λυκειάρχης,Περιοδικόν «Σύνδεσμος «Χριστιανικῆς Στέγης Καλαμάτας, Τεῦχος 343, σελίς 205, 1999.

(Συνεχίζεται)