Στάλες κάλλους και Αγιασμού

8 Ιανουαρίου 2023

Το νερό είναι το μέσον και το μέτρο ανάμεσα στην ακαμψία των στερεών και στην ανυπόστατη εξαΰλωση των αερίων.

Στα μεν, θυμίζει την ανάγκη εξόδου προς μία άλλη πραγματικότητα, πιο εύκαμπτη, πιο έτοιμη να αλλάζει και να προσαρμόζεται σε νέα κελεύσματα. Στα δε, θυμίζει την ανάγκη διαρκούς επαφής με τον υλικό κόσμο, την πρώτη ύλη που πάνω της θα μετρηθεί η αλήθεια των αφηρημένων ιδεών.

Η σχετικά πρόσφατη συγκριτικά με τους αιώνες της ανθρώπινης ιστορίας επιστημονική επιβεβαίωση του νερού ως πρωταρχικού στοιχείου ζωής, η παρουσία του σε πάνω από τα δύο τρίτα του ανθρώπινου σώματος, η αναμφισβήτητη τεκμηρίωση πως το υγρό στοιχείο αποτελεί τη μήτρα της ζωής στον πλανήτη, ήρθαν απλά να επιβεβαιώσουν την πανάρχαια πεποίθηση του ανθρώπου για την ιερότητα του νερού εξαιτίας του ζωτικού του ρόλου και την, εκ τούτου, σύνδεσή του με όλες ανεξαιρέτως τις θρησκείες.

Μία απλή κυματιστή γραμμή σε βράχους της Σαχάρας, όπως και σε πολλά προϊστορικά σπήλαια, είναι οι πρώτες προϊστορικές απεικονίσεις για το νερό, ενδείξεις για την γοητεία που ασκούσε πάντα το υγρό στοιχείο στον άνθρωπο. Είναι κοινώς αποδεκτό πως οι προϊστορικοί λαοί της μεγάλης αυτής ερήμου, που κάποτε ήταν εύφορο έδαφος με νερά και πλούσια βλάστηση, λάτρευαν το νερό ως θεότητα, κάτι άλλωστε που επιβεβαιώνεται από την θεοποίηση του ποταμού Νείλου στην ίδια ευρύτερη περιοχή, του θεού – ποταμού που ήταν ουσιαστικά ο ρυθμιστής της ζωής της ευμάρειας και της δόξας των λαών της Αιγύπτου από τα πανάρχαια κιόλας χρόνια.

 

Την μυθοπλαστική ικανότητα των αρχαίων Ελλήνων να τοποθετήσουν τις Νηρηίδες-νεράιδες και άλλες οντότητες, στενά συνδεδεμένες με το στοιχείο του νερού σε όλες του τις μορφές (πήγες, λίμνες, ποταμούς), συμπλήρωσε η επιθυμία των αρχαίων Ρωμαίων να συνδυάσουν τη δόξα των αυτοκρατόρων με την κατασκευή μεγάλων υδραγωγείων στις μεγάλες και στις μικρότερες πόλεις της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Δεν ήταν δυνατόν να μην διεκδικήσει το νερό κυρίαρχη θέση στη συνολική καλλιτεχνική δημιουργία όλων των λαών στο πέρασμα των αιώνων. Η τέχνη, ως ευαίσθητος δέκτης των συγκινήσεων και τον ανεπαίσθητων  συχνοτήτων του νου και της ψυχής, συνέλαβε από πολύ νωρίς τη σύνδεση του υγρού στοιχείου με τις ψυχικές καταστάσεις. Παράλληλα γοητεύτηκε από τα χαρακτηριστικά του: να προσαρμόζεται σε κάθε καλούπι και να φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, δέσμιο της στερεότητας, στην πραγματικότητα όμως να είναι αυτό, η ουσία και το περιεχόμενο κάθε άδειου χώρου. Κι ακόμη, να φαίνεται αδύναμο και καταδικασμένο, συγκρουόμενο με την μεγαλοσύνη του βράχου, που για αιώνες κυματοδέρνεται. Κι όμως, να είναι αυτό που τελικά καταλύει το πέτρωμα και εξυψώνει την απροσδόκητη νίκη των ταπεινών και αφάνων του κόσμου τούτου.

Η διαρκής αλλαγή της μορφής του, ο ήχος της ήρεμης ροής του ή του βροντώδους κυματισμού του, το παιχνίδισμα του με το φως και η δυνατότητά του να εισχωρεί ανεπαισθήτως ακόμη και στην παραμικρότερη ρωγμή του φυσικού κόσμου, έδωσε το έναυσμα στους δημιουργούς της τέχνης το μεταβάλουν σε σύμβολο που διακριτικά και λυτρωτικά ποτίζει άνυδρες ψυχικές και πνευματικές καταστάσεις, καθαίρει από ενοχές και ψυχικούς ρύπους, παρασύρει κάθε τι  το μιαρό και γίνεται δρόμος ονειρεμένων ταξιδιών προς την ουτοπία για ψυχές κεκαθαρμένες και τόσο αστραφτερές, όπως μόνον η χιών μπορεί να αποδώσει την λευκότητα τους.

Και στις πιο μελαγχολικές γραμμές της λογοτεχνίας, το υγρό στοιχείο ως σάβανο είναι ή λιγότερο τραγική εκδοχή του κοινού μας τέλους, όπως στην ποίηση του Καββαδία:

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ

σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,

θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ

και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες….

 

Όπως έγραψε και η Έμιλυ Ντίκινσον,

Το νερό μαθαίνεται από τη δίψα.

Από τους πολλούς εφιάλτες του ανθρώπου ίσως ο μεγαλύτερος να είναι η έλλειψη του νερού. Από τους χορούς των Ινδιάνων που χορεύουν γύρω από τη φωτιά, κουνώντας τα ξύλα της βροχής που κάνουν ήχο σαν τον καταρράκτη, παρακαλώντας τους θεούς να βρέξουν τη γη, μέχρι την υδρομαντεία αρχαίων λαών, όπου παρατηρούν τους  κύκλους στην επιφάνεια του νερού, καθώς εμβαπτίζουν αντικείμενα, το νερό μίλα και μαντεύει ζωή ή θάνατο.

Όταν η συνάντηση γης, φωτιάς και νερού έδωσε στον άνθρωπο το πρώτο κατασκευασμένο υλικό δημιουργίας, τον πηλό, αναρίθμητα σκεύη κατασκευάζονται για την μεταφορά του νερού και άλλα τόσα σκεύη, ιερά αυτή τη φορά, για την διά του ύδατος κάθαρση σε κάθε είδους θρησκευτική τελετή.

Δεν φάνηκε αχάριστο το νερό σε αυτήν την ανθρώπινη λατρεία και βάλθηκε να διακοσμήσει τη γη με φαράγγια και σπήλαια, με γλυκές υδάτινες συγκεντρώσεις κάτω από πλατύφυλλα δέντρα αλλά και φοβερούς υδάτινους όγκους να ξεσπούν στα βράχια των ακτών δίνοντας στον άνθρωπο τις πλησιέστερες εικόνες δέους και μεγαλείου του αόρατου Θεού.

Οι μεγαλοπρεπέστεροι πύργοι, οι πλουσιότερες πόλεις, πάντα κοντά στο νερό, να μεταφέρουν μέχρι και σήμερα τον πλούτο. Οι ιερότεροι τόποι πάντα δίπλα σε πηγές,  να θυμίζουν την ανάγκη του καθαρμού.

Το ίδιο στοιχείο, φορέας ζωής του σώματος στη μήτρα, φορέας ελπίδας, όταν πηγάζει από τον βράχο από τη ράβδο του Μωυσέως, φορέας πνεύματος και αναγέννησης στον αγιασμό των Θεοφανείων. Το ίδιο στοιχείο, δύναμη θανάτου και εξολόθρευσης πού επάνω του λίκνισε την κιβωτό του Νώε, αυτό και τάφος μέσα στην κολυμπήθρα σαν το  κενό μνημείο, που εκτοξεύει την ύπαρξη προς τη ζωή.

Πρώτα θα λείψει το νερό και κατά πώς τα λένε, για χάρη του, θα γίνει ο τελευταίος παγκόσμιος πόλεμος. Ο πόλεμος όμως έχει ήδη ξεκινήσει ανάμεσα σε ανθρώπους άνυδρους, ψυχές άνυδρες, καρδιές συμπαγείς και στερεοποιημένες. Καρδιές, που πάνω τους οι στάλες του ελέους κυλούν απελπισμένες, καρδιές επισμαλτωμένες από την σκληρή επιφάνεια του φόβου της επαφής και το νερό γύρω τους να τις πολιορκεί λυτρωτικά, ψάχνοντας επίμονα ρωγμή να εισχωρήσει.

Κι ήρθαν τα μάτια κάποιων λίγων να πάρουν την ευθύνη για τον σκληρό αυτό κόσμο και γέμισαν απ΄ το νερό της συντριβής για λογαριασμό ενός ολόκληρου κόσμου κ πότισαν την Κτίση με αγιασμό φερμένο από έναν μυστικό Ιορδάνη, κάνοντας απτή και ορατή τη Χάρη, που πήρε τη μορφή σταγόνων να κυλούν σε οργωμένες παρειές από την προσευχή και την μετάνοια.

Κι έμαθε ο κόσμος τελικά πως η σάρκωση του Λόγου, η άπαξ και διαρκώς επαναλαμβανόμενη, άλλο δεν ήταν από ένα δάκρυ στα μάτια της ταλαιπωρημένης και απεγνωσμένης, όπως της μυροφόρου πόρνης, ανθρωπότητας.