Η επιστροφή του άσωτου πατέρα

11 Φεβρουαρίου 2023

Ένας πατέρας είχε δύο γυιους. Κάποια Κυριακή πρωί, φώναξε πρώτα το μεγαλύτερο και του είπε με ύφος υπεροπτικό: «Εγώ θα φύγω από το σπίτι γιατί δεν περνάου καλά. Θα πάου να μείνω αλλού. Θα σας στέλνω χρήματα για να περνάτε καλά και κάπου-κάπου θα σας βλέπω».

Ο μεγαλύτερος γυιος άκουσε τα λόγια του πατέρα και χωρίς να πει κουβέντα αποσύρθηκε στο δωμάτιό του και έκλαιγε απαρηγόρητα.

Μετά κάλεσε το μικρότερο γυιο και του είπε τα ίδια. Ο μικρότερος γυιος αντίδρασε διαφορετικά από το μεγαλύτερο και είπε στον πατέρα: «Αφού στο σπίτι μας δεν περνάς καλά, αυτό σημαίνει, ότι εκεί που θα πας θα περνάς καλά. Δεν παίρνεις λοιπόν και μας μαζί σου για να περνάμε και μεις καλύτερα;»

Ο πατέρας θύμωσε και είπε στο μικρότερο γυιο: «Αυτό δεν γίνεται. Θα μείνετε εδώ. Εσείς περνάτε καλά εδώ. Δεν σας λείπει τίποτα».

Ο νεώτερος όμως συνέχισε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του: «Πατέρα, θα μας λείπεις εσύ. Πάρε μας μαζί σου. Να είμαστε όλοι μαζί…».

Ο πατέρας έκοψε το διάλογο και βγήκε από το σπίτι σε έξαλλη κατάσταση μουρμουρίζοντας βρισιές και βλαστήμιες…

Σε λίγες μέρες μάζεψε τα υπάρχοντά του και «απεδήμησεν εις χώραν …εγγύς». Εκεί παραδόθηκε σε έκλυτη ζωή, συναναστρεφόμενος πόρνες και διεφθαρμένους τύπους, συχνάζοντας μόνιμα σε κακόφημα στέκια και χαμαιτυπεία, «ζων ασώτως».

Έτσι ανάλωνε το χρόνο του και διασκόρπιζε το χρήμα, που είχε συλλέξει, εργαζόμενος επί χρόνια στην κερδοφόρο οικογενειακή επιχείρηση.

Οι ενιαυτοί περνούσαν και ανεπαισθήτως ο πατέρας κατασπατάλησε τις καταθέσεις του, που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν καλοζωία σε τρεις γενιές!

Η θεά τύχη του γύριζε πολλές φορές την πλάτη. Οι πρόθυμοι «φίλοι» και «φίλες» της παρέας, άρχισαν να γίνονται δύσκολοι και ακριβοθώρητοι. Ήταν πρόδηλο ότι τον απέφευγαν!

Έμεινε μόνος και ανασφαλής. Χωρίς χρήμα. Χωρίς φίλους.

Σε όλα αυτά άρχισαν και κάποια προβλήματα υγείας, που του έσφιγγαν τη θηλιά στο λαιμό.

Περιήλθε σε έσχατη φτώχεια. Έβγαινε τη νύχτα και έψαχνε στους κάδους απορριμάτων για κανένα πεταμένο αποφάγι…

Η όψη του είχε αλλοιωθεί και δεν έβγαινε στο φως της ημέρας για να μην τον δει ανθρώπινο μάτι…

Κάποια Κυριακή πρωί του ήρθε στο μυαλό η παραβολή του ασώτου υιού του Ευαγγελίου «και ελθών εις εαυτόν», είπε: Θα γυρίσω πάλι στο σπίτι μου και θα πέσω στα πόδια των παιδιών μου και θα τους πω: «ήμαρτον εις τον Ουρανόν και ενώπιόν σας και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι πατέρας σας. Δεχθείτε με ως ένα των …σκύλων σας. Βάλτε με σε εκείνη την αποθήκη της αυλής και πετάτε μου μια φέτα ψωμί κάθε δεύτερη μέρα και βάλτε μου λίγο νερό σε ένα τενεκεδάκι, για να μην πεθάνω από την πείνα….».

«Συνέπεσε» να είναι η Κυριακή του Ασώτου Υιού του Ευαγγελίου, όταν ό πατέρας έφτασε έξω από το σπίτι. Ήταν εντελώς αγνώριστος. Τα ρούχα του πραγματικά ράκη. Τα μαλλιά και τα γένια τού έκρυβαν το στεγνό και αλλοιωμένο πρόσωπο. Το σώμα κυρτωμένο, το βάδισμα αργοσάλευτο. Ένα ανθρωπόμορφο πλάσμα που δεν είχαν ξαναδεί οι άνθρωποι της πόλης.

Εκείνη την ώρα ο μεγάλος γυιος ήταν στο σπίτι και είδε από το παράθυρο εκείνο το άθλιο γεροντάκι και κατέβηκε στο δρόμο να το παρατηρήσει από κοντά..

Ξαφνιάστηκε όμως όταν το πλησίασε γιατί εκείνο γονάτισε μπροστά του και με δάκρυα και τρεμάμενη φωνή και με ανείπωτη συγκίνηση του είπε: «Τέκνον μου, ήμαρτον εις τον Ουρανόν και ενώπιόν σας και ου δύναμαι κληθήναι πατήρ σας. Δεχθείτε με ως ένα των ….σκύλων σας» και κατεφίλει τους πόδας του πρεσβυτέρου υιού!!

Ο γυιος συγκλονίστηκε από το απροσδόκητο γεγονός. Λίγες ώρες πριν είχε ακούσει στην Εκκλησία την παραβολή του Ασώτου Υιού και τώρα βίωνε τον εντελώς αντίθετο ρόλο, την επιστροφή του Άσωτου Πατέρα. Λύγισε και τον σπλαχνίστηκε. Τον σήκωσε και τον οδήγησε μέσα στο σπίτι. Τον κούρεψε, τον ξύρισε, τον έπλυνε, του άλλαξε ρούχα, του φόρεσε ένα καινούριο κουστούμι κι ένα ζευγάρι παπούτσια. Τον τάϊσε, τον πότισε και τον έβαλε να ξαπλώσει.

Αμίλητοι κι οι δύο. Δεν μπορούσαν να αρθρώσουν λέξη!…

Ο νεώτερος αδερφός αυτές τις μέρες βρισκόταν για δουλειές στο εξωτερικό. Ο πρεσβύτερος του τηλεφώνησε για να τον ενημερώσει. Ο νεώτερος έγινε θηρίο από το θυμό του: «Διώξτον. Να πάει από εκεί που ήρθε. Εγώ τον λογάριαζα με τους πεθαμένους στον πάτο της κόλασης. Τώρα μας θυμήθηκε; Τώρα που τούκλεισαν όλες τις πόρτες; Όχι, όχι, πέταξέ τον έξω. Να μην τον συναντήσω γιατί θα φτάσω στα άκρα. Μακριά, μακριά ο βρυκόλακας!… Εγώ έλεγα στους συμμαθητές και τους φίλους μου ότι ήταν νεκρός. Οτι βούλιαξε το καράβι που δούλευε και πνίγηκε στον ωκεανό! Με θεωρούσαν ορφανό πατρός!

Όχι αδερφέ! Όχι!».

Την άλλη Κυριακή θα γύριζε ο νεώτερος από το εξωτερικό. Ο πατέρας παρακάλεσε τον πρεσβύτερο να τον βάλει στην αποθήκη της αυλής, για να μην τον βρει ο νεώτερος μέσα στο σπίτι και περιέλθει σε παροξυσμό οργής. Έτσι και έγινε…

Ο πρεσβύτερος αδερφός προσπάθησε και κατάφερε τις επόμενες μέρες, που μεσολάβησαν, να μαλακώσει το θυμό του νεώτερου. Του μιλούσε για τα παιδικά τους χρόνια, για τον αγώνα τους για επιβίωση, για το πώς θεμέλιωσαν μέσα τους ακλόνητα τις ηθικές και χριστιανικές αξίες και αρετές, της αγάπης ακόμα και στον εχθρό, της ταπείνωσης, της αλληλεγγύης, της συγχωρητικότητας….

Ο νεώτερος αδερφός καταπράυνε μέσα του την οργή του. Ένα δειλινό πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πήγε στην αποθήκη της αυλής, πήρε τον άσωτο πατέρα από το χέρι και τον οδήγησε στο σαλόνι του σπιτιού. Ήσαν πάλι όλοι μαζί. Έγινε τρικούβερτο γλέντι, γιατί ο άσωτος πατέρας «νεκρός ην και ανέζησε και απολωλώς ην και ευρέθη»!