Ο Χριστός αναφέρει επίγειες αμοιβές και υπόσχεται συγχρόνως και αμοιβές στον ουρανό!

7 Φεβρουαρίου 2023

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου Ομιλία ΙΕ’ 

 

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=363769

3. Αυτήν την κατηγορίαν των λυπουμένων μακαρίζει λοιπόν και ο Χριστός εις το σημείον αυτό. Και όχι τους απλώς λυπουμένους, αλλά τους λυπουμένους πάρα πολύ. Διά τούτο δεν είπεν, οι λυπούμενοι, αλλά «Οι πενθούντες».

Και ο μακαρισμός αυτός διδάσκει επίσης την απόλυτον ευσέβειαν. Διότι, αφού εκείνοι που πενθούν τα παιδιά των ή την γυναίκα των ή κάποιον άλλον από τους δικούς των, που απέθανεν, αδιαφορούν κατά την περίοδον της μεγάλης θλίψεώς των διά τα χρήματα και διά τους εαυτούς των και δεν επιθυμούν τα μεγαλεία ούτε εξοργίζονται διά τυχόν προσβολάς ούτε κυριεύονται από την κακεντρέχειαν ούτε διατρέχουν τον κίνδυνον να κυριευθούν από κανένα πάθος επειδή είναι εντελώς παραδομένοι εις το πένθος των, είναι βέβαιον ότι θα επιδείξουν πολύ μεγαλυτέραν σύνεσιν όσοι πενθούν διά τας αμαρτίας των όπως αξίζει να πενθούν.

Επομένως ποία θα είναι η επιβράβευσίς των; «Ότι αυτοί παρακληθήσονται», λέγει ο Χριστός. Αλλά ειπέ μου, πού θα εύρουν ανακούφισιν; Και εδώ και εις τους ουρανούς. Επειδή η εντολή ήτο βεβαίως πάρα πολύ επίπονη και δυσβάστακτη, υπέσχετο να την αμείψη με κάτι που επροξενούσε μεγάλην ανακούφισιν.

Αν θέλης επομένως να εύρης ανακούφισιν, φρόντισε να αισθάνεσαι εδώ βαθείαν θλίψιν. Και μη νομίσης ότι η φράσις αυτή στερείται σαφηνείας. Διότι, όταν αποφασίση ο Θεός να
σε προστατεύη, θα αναδειχθής νικητής όλων των θλίψεων, έστω και αν πέσουν βροχή επάνω σου. Διότι ο Θεός δίδει πάντοτε πολλαπλασίαν αμοιβήν διά τας θλίψεις μας. Αυτό ακριβώς υπόσχεται και εδώ και διακηρύσσει ότι θα είναι μακάριοι όσοι πενθούν, όχι διότι τους αξίζει πράγματι, αλλά διότι το απαιτεί η φιλανθρωπία του.

Διότι είναι φανερόν ότι, όσοι αισθάνονται βαθείαν θλίψιν, την αισθάνονται διά τας αμαρτίας των. Δι’ αυτούς είναι αρκετόν να συγχωρηθούν και να έχουν την δυνατότητα να απολογηθούν.

Επειδή όμως ο Θεός είναι αφάνταστα φιλάνθρωπος, δεν περιορίζει το αντάλλαγμα ούτε εις την εξαφάνισιν της τιμωρίας ούτε εις την απλήν συγχώρησιν των αμαρτιών, αλλά και μακαρίους τους καθιστά και τους παρέχει μεγάλην ανακούφισιν. Μας ζητεί δε να πενθούμεν όχι μόνον διά τας ιδικάς μας αμαρτίας, αλλά και διά των συνανθρώπων μας. Έτσι ένοιωθαν αι ψυχαί των αγίων· έτσι η ψυχή του Μωυσή, έτσι του Παύλου, έτσι του Δαυίδ. Διότι είναι βέβαιον ότι όλοι αυτοί επένθησαν πολλές φορές διά τας κακίας των άλλων.

 

«Μακάριοι οι πραείς, ότι αυτοί κληρονομήσουσι την γην».
Ποίαν γην; ειπέ μου. Μερικοί ομιλούν περί νοητής γης. Αλλά αυτό δεν είναι ορθόν. Διότι δεν ευρίσκομεν πουθενά εις την αγίαν Γραφήν να γίνεται λόγος περί νοητής γης. Τι σημαίνουν επομένως αυτά τα λόγια; Υλικήν αμοιβήν ορίζει, όπως και ο Παύλος, ο οποίος, αφού είπε· «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου», επρόσθεσε· «Ούτω γαρ έση μακροχρονιος επί της γης».

Και εις τον ληστήν είπεν ο ίδιος ο Χριστός· «Σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω». Διότι, ένεκα εκείνων εκ των ακροατών του, οι οποίοι συνδέονται περισσότερον με τα υλικά αγαθά και τα επιδιώκουν περισσότερον από τα μέλλοντα, δεν παρακινεί μόνον με τα μέλλοντα αγαθά, αλλά και με τα επίγεια.

Διά τούτο ακριβώς λέγει εις παρακάτω· «Ίσθι ευνοών τω αντιδίκω σου». Έπειτα ορίζει την αμοιβήν διά την συνετήν αυτήν συμπεριφοράν και λέγει· «Μη ποτέ σε παραδώ ο αντίδικος τω κριτή και ο κριτής τω υπηρέτη». Βλέπεις με τι τον εφοβέρισε; Με τα αισθητά και με αυτά που συμβαίνουν ενώπιόν του.

Λέγει επίσης· «Ος αν είπη τω αδελφώ αυτού, ρακά, ένοχος έσται τω συνεδρίω». Και ο Παύλος προβάλλει πολλές φορές εγκοσμίους αμοιβάς και προσπαθεί να παρακινήση με αυτάς, όπως π.χ. όταν ομιλή περί αγαμίας. Χωρίς δηλαδή να αναφέρη εκεί καθόλου τα ουράνια, στηρίζει επί ωρισμένον χρόνον τας απόψεις του επί των εγκοσμίων και λέγει «Διά την ενεστώσαν ανάγκην»! Και· «Εγώ δε υμών φείδομαι» Και· «Θέλω δε υμάς αμερίμνους είναι».

Αποδεικνύεται λοιπόν ότι και ο Χριστός αντλεί επιχειρήματα και από τα υλικά και από τα άυλα. Επειδή επομένως επικρατεί η γνώμη ότι ο πράος χάνει όλα του τα αγαθά, μας βεβαιώνει το αντίθετον και λέγει ότι αυτός που συγκρατείται και δεν παραφέρεται, κατέχει σταθερά και ακλόνητα τα αγαθά, ενώ ο παράφορος και εγωιστής θα χάση πιθανώτατα και όσα εκληρονόμησεν από τον πατέρα του, ακόμη και την ψυχήν του. Εξ άλλου, διά να μη διαφέρη πάντοτε ως προς την έκφρασιν, επειδή ο Προφήτης έλεγε συνεχώς εις την Παλαιάν Διαθήκην «Οι γαρ πραείς κληρονομήσουσι γην», παρεμβάλει εις την ομιλίαν του ομοίας λέξεις.

Εις την ομιλίαν του όμως δεν περιορίζεται να αναφέρη μόνον τας επιγείους αμοιβάς, αλλά υπόσχεται συγχρόνως και αμοιβάς εις τον ουρανόν. Διότι η υπόσχεσις ουρανίων αγαθών δεν σημαίνει στέρησιν των επιγείων· και η υπόσχεσις επίσης επιγείων δεν σημαίνει ότι αυτά σταματούν έως εδώ.

Διά τούτο λέγει· «Ζητείται την βασιλείαν του Θεού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν».
Επίσης· «Όστις αφήκεν οικίας ή αδελφούς, εκατονταπλασίονα λήψεται εν τω αιώνι τούτω και εν τω μέλλοντι ζωήν αιώνιον κληρονομήσει».

«Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες δικαιοσύνην».
Τι εννοεί με την λέξιν δικαιοσύνη; Ή την αρετήν γενικώς ή την στενοτέραν εκείνην έννοιαν, η οποία αποτελεί το αντίθετον της πλεονεξίας. Επειδή δηλαδή πρόκειται να ομιλήση αμέσως κατόπιν περί της ελεημοσύνης, μακαρίζει εκείνους που επιδεικνύουν ζήλον διά την δικαιοσύνην και υποδεικνύει πως πρέπει να γίνεται η ελεημοσύνη, ότι δηλαδή δεν πρέπει να έχη τας ρίζας της εις την αρπαγήν και την πλεονεξίαν.

 

4. Παρατήρησε πόσον αισθητοποιεί με τον τρόπον της εκφράσεως τον μακαρισμόν αυτόν. Δεν είπε δηλαδή· Μακάριοι οι ενεργούντες πάντοτε με γνώμονα την δικαιοσύνην, αλλά· «Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην»· Διότι απαιτεί όχι απλήν συμμόρφωσιν, αλλά ολόψυχον προσήλωσιν εις την δικαιοσύνην. Επειδή ολόψυχον προσήλωσιν εξασφαλίζει η πλεονεξία και δεν επιθυμούμεν τόσον έντονα το φαγητόν και τα ποτά, όσον το να αποκτήσωμεν και να έχωμεν γύρω μας όσον το δυνατόν περισσότερα, αυτήν την ολόψυχον προσήλωσιν μας συμβουλεύει να αναπτύξωμεν διά το αντίθετον της πλεονεξίας.

Εις την συνέχειαν καθορίζει πάλιν υλικήν την επιβράβευσιν και λέγει· «Ότι αυτοί χορτασθήσονται». Επειδή δηλαδή επικρατεί η γνώμη ότι η πλεονεξία μεταβάλλει πολλούς ες πλουσίους, λέγει ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετον. Διότι αυτό το επιτυγχάνει η δικαιοσύνη. Μη φοβήσαι λοιπόν ότι θα γίνης πτωχός αν είσαι δίκαιος, και ας μη σε κυριεύη ο φόβος ότι θα πεινάσης. Διότι, εκείνοι που χάνουν μετά βεβαιότητος τα πάντα, είναι οι πλεονέκται. Όπως, αντιθέτως, εκείνος που έχει μετά βεβαιότητος τα πάντα, είναι ο εραστής της δικαιοσύνης. Και αφού αποκτούν τόσα πλούτη εκείνοι που δεν επιθυμούν τα ξένα, θα αποκτήσουν πολύ περισσότερα εκείνοι που μοιράζουν τα δικά των.

«Μακάριοι οι ελεήμονες». Έχω την γνώμην ότι δεν εννοεί εδώ μόνον εκείνους που ελεούν με χρήματα, αλλά και εκείνους που ελεούν με διάφορα αντικείμενα. Διότι υπάρχουν πολλοί τρόποι ελεημοσύνης και έχει ευρείαν εφαρμογήν αυτή η εντολή. Ποία είναι λοιπόν η αμοιβή δι’ αυτήν; «Ότι αυτοί ελεηθήσονται». Τούτο φαίνεται εκ πρώτης όψεως ως ίση απολαβή. Εις την πραγματικότητα όμως είναι ασυγκρίτως μεγαλυτέρα.

Διότι οι ελεήμονες ελεούν ως άνθρωποι, αλλά οι ίδιοι ελεούνται από τον Θεόν. Και δεν είναι το ίδιο να σε ελεούν οι άνθρωττοι και να σε ελεή ο Θεός, αλλά η μεταξύ των απόστασις είναι ίση προς την απόστασιν μεταξύ αρετής και κακίας.

 

«Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Να που έχομεν πάλιν πνευματικήν αμοιβήν. Και καθαρούς ονομάζει εδώ ή εκείνους που είναι γενικώς ενάρετοι
και έχουν την συνείδησίν των απολύτως καθαράν, ή εκείνους που κάθε ενέργειά των είναι ευσεβής. Διότι τίποτε δεν μας είναι τόσον απαραίτητον διά να ιδούμεν τον Θεόν, όσον αυτή η αρετή.

Διά τούτο έλεγε και ο Παύλος «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τον αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον». Και εννοεί εδώ ότι θα τον ιδούμεν όπως είναι δυνατόν εις τον
άνθρωπον. Επειδή δηλαδή υπάρχουν πολλοί που ελεούν και που δεν είναι πλεονέκται, δεν αποφεύγουν όμως την πορνείαν και την ηθικήν παραλυσίαν, επρόσθεσε και τον μακαρισμόν αυτόν, διά να δείξη ότι δεν είναι αρκετή η ελεημοσύνη που αναφέρεται εις τον προηγούμενον.

Διά τούτο και ο Παύλος εις την Β’ επιστολήν προς τους Κορινθίους τους βεβαιώνει ότι οι Μακεδόνες είχαν αρίστην επίδοσιν όχι μόνον εις την ελεημοσύνην, αλλά και εις την αρετήν γενικώς. Αφού ωμίλησε δηλαδή διά την προθυμίαν των να συνεισφέρουν μεγάλα ποσά, επρόσθεσεν ότι, «Εαυτούς έδωκαν τω Κυρίω και ημίν».

Συνέχεια εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=364981

Απόσπασμα από το τον τόμο Ι. Χρυσοστόμου έργα 9, των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς», σειρά Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια από τους φιλολόγους, Ιγνάτιο Σακαλή και Νικόλαο Τσίκη.