Όσιος Γεώργιος της Δράμας, Το λαχταρούσαμε τόσο πολύ να βρεθούμε κοντά του!

1 Φεβρουαρίου 2023

Ο άγιος Γεώργιος της Δράμας (Καρσλίδης) με προσκυνητές στο Μοναστήρι του.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Μία άλλη γυναίκα, από τη Σίψα διηγήθηκε:
«Πώς βοηθούσε το χωριό [ο όσιος Γεώργιος της Δράμας (Καρσλίδης)]! Πάρα πολύ. Έρχονταν πολλοί πλούσιοι γνωστοί του. Αυτοί τον βοηθούσαν οικονομικά. Και εκείνος τη νύχτα, μέσα στη σιωπή απλόχερα και καλοκάγαθα τα μοίραζε στους χωριανούς. Εσύ πήγαινε αυτά σ’ εκείνο το σπίτι, εσύ στο άλλο, εσύ το αλεύρι εκεί.

Έτσι βοηθούσε πολύ με δικούς του έμπιστους ανθρώπους. Τα μοίραζε όλα, εκείνος χόρταινε με το τίποτε και όμως το κουζινάκι του ήταν γεμάτο τουρσιά, γλυκά και άλλα.

Ο ίδιος για να μη είναι αργός, έγνεθε. Όπου πήγαινε, έγνεθε. Το μεσημέρι, το καλοκαίρι κατηφόριζε κάτω από την εκκλησία του χωριού σε μια καρυδιά και καθόταν στη σκιά της γνέθοντας και προσευχόμενος.

» Σε όποιο μάλωμα και φασαρία γινόταν, έμπαινε εκείνος ειρηνευτής. Και ανδρόγυνα που μάλωναν για να χωρίσουν, ο Γέροντας έτρεχε να συμφιλιώσει, να ενώσει, να μη διαλυθεί η οικογένεια. Πήγαινε και στα σπίτια, γιατί εδώ που ήρθε, οι χωριανοί τον φρόντισαν.

Προσπάθησαν να τον γιατρέψουν όσο μπορούσαν και ύστερα δέθηκε ψυχικά με το χωριό.

Είχε βαφτίσει πολλά παιδιά. Μπορεί στην ίδια οικογένεια να βάφτισε και ένα και δυο παιδιά. Εκείνοι που δυσκολεύονταν να βρουν νονό, λόγω και της φτώχειας, προλάβαινε ο Γέροντας και τα βάφτιζε. Το ίδιο ζητούσε όμως να κάνουν και οι άλλοι.

Έλεγε: «Ο καθένας πρέπει τουλάχιστον ένα παιδί να βαφτίσει, να μυρωθούν τα χέρια του.

» Είχαμε δύο γυναίκες που μάλωναν πάρα πολύ και έτσι απέναντι από το μοναστήρι που ήταν, ακούγονταν συνέχεια. Και όμως δεν αμέλησε και τις έλεγε: «Αν δεν μιλήσετε καλά, δεν θα κοινωνήσετε».

Περάσαμε όμορφα χρόνια μαζί του. Μικρά που ήμασταν πολλές φορές παίζαμε εκεί έξω και φυσικά φωνάζαμε δυνατά και τον ενοχλούσαμε οπωσδήποτε στην προσευχή του. Τότε μας έβαζε μια φωνή και αμέσως σκορπίζαμε και το παιχνίδι σταματούσε. Είχε μία αυστηρότητα ζυμωμένη με μία πηγαία αγάπη. Μέσα μας εμείς το διαισθανόμασταν, γι αυτό και πιο πολύ τον αγαπούσαμε. Όπου τον βλέπαμε τρέχαμε να του φιλήσουμε το χέρι.

» Για να μας μαζεύει κοντά του, εκεί λίγο κάτω από το μνήμα του υπήρχε χωράφι. Έσπερνε καλαμπόκι και μας φώναξε να το σκαλίσουμε, να το ποτίσουμε, για να έχει να βοηθάει τον κόσμο. Μα πιο πολύ τώρα νομίζω το έκανε, γιατί ήθελε σαν πατέρας να μας έχει κοντά του, γα μας συμβουλεύει, να μας διδάσκει, να μας διορθώνει.

Και ύστερα χαιρόταν να καθίσουμε όλοι εκεί κοντά και να μας βλέπει να τρώμε. Τότε ήταν όλος χαρά. Σταματούσε από πάνω μας, πάρε κι αυτό κι αυτό… Εμείς τρώγαμε, εκείνος χαιρόταν.

Το λαχταρούσαμε τόσο πολύ να βρεθούμε κοντά του. Και τότε έλεγε κάτι αποκαλυπτικό για τον καθένα.

» Τα παιδιά του χωριού όταν θα πήγαιναν στον στρατό, περνούσαν από τον Γέροντα, για να τους δώσει ένα σταυρό με τιμιόξυλο, για να πάνε με την ευχή του Θεού. Και τα κορίτσια που θα παντρεύονταν πήγαιναν και ζητούσαν την ευχή του.

Όλα ξεκινούσαν και είχαν κέντρο εκείνο το φτωχό μοναστηράκι με τον Γέροντα πατέρα μας. Ζήσαμε στιγμές κοντά του που δεν ξεχνιούνται ποτέ.

Μόνο που γρήγορα ο καλός Θεός μας τον πήρε και μείναμε και νοιώσαμε την απουσία του μεγάλη. Όμως η ευχή του μας συντροφεύει πάντοτε σε κάθε βήμα».

Από το βιβλίο του Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, ο «Όσιος Γεώργιος της Δράμας, (1901-1959), έκδοση Ιεράς Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα.