Επί των ποταμών Βαβυλώνος: απαρηγόρητοι νοσταλγοί

11 Μαρτίου 2023

136ος Ψαλμός Τῷ Δαυΐδ ῾Ιερεμίου. –

ΕΠΙ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν
καὶ ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών.
2 ἐπὶ ταῖς ἰτέαις ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκρεμάσαμεν τὰ ὄργανα ἡμῶν·
3 ὅτι ἐκεῖ ἐπηρώτησαν ἡμᾶς οἱ αἰχμαλωτεύσαντες ἡμᾶς λόγους ᾠδῶν καὶ οἱ ἀπαγαγόντες ἡμᾶς ὕμνον· ᾄσατε ἡμῖν ἐκ τῶν ᾠδῶν Σιών.
4 πῶς ᾄσωμεν τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας;
5 ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, ῾Ιερουσαλήμ, ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου·
6 κολληθείη ἡ γλῶσσά μου τῷ λάρυγγί μου, ἐὰν μή σου μνησθῶ, ἐὰν μὴ προανατάξωμαι τὴν ῾Ιερουσαλὴμ ὡς ἐν ἀρχῇ τῆς εὐφροσύνης μου.

Πρόκειται για τους Ισραηλίτες που είναι αιχμάλωτοι στην Βαβυλώνα γύρω στο 587 π.Χ. Οι Ισραηλίτες γνώρισαν πολλές φορές την αιχμαλωσία πότε των Αιγυπτίων και πότε των Ασσυρίων και των Βαβυλωνίων, πράγμα που ήταν αποτέλεσμα της ανυπακοής και της απομάκρυνσής τους από τον Θεό. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο υποδουλωμένος λαός υποφέρει από σκληρές δουλειές και από σκληρή συμπεριφορά των κατακτητών τους. Ξέρουμε τα δεινά που τράβηξαν οι Ισραηλίτες την εποχή του Μωυσή, ο οποίος κατ’ εντολή του Θεού τους τους απελευθέρωσε και τους γλίτωσε από αυτά τα δεινά. Εδώ τώρα, στην Βαβυλώνα, δεν γίνεται λόγος για σκληρά βασανιστήρια αλλά για πίκρα, για νοσταλγία των Ισραηλιτών για την πατρίδα τους. Εκεί εκτός από την ελευθερία και τα αγαθά είχαν και τον ένα και μοναδικό ναό, όπου λάτρευαν τον ένα και μοναδικό Θεό.
Τώρα όχι μόνο δεν έχουν αυτές τις ευκαιρίες αλλά στερούνται και τις στοιχειώδεις εκδηλώσεις χαράς με τραγούδια και χορούς. Όργανα είχαν και όταν ήταν στην πατρίδα τους. Εκεί τα έπαιζαν και «αινούσαν τον Θεόν εν τυμπάνω και χορώ, εν χορδαίς και οργάνω, εν κυμβάλοις αλαλαγμού». Τώρα καμιά συζήτηση για κάτι τέτοιο για τον απλούστατο λόγο, γιατί δεν έχουν καθόλου όρεξη. Ήταν απογοητευμένοι, απελπισμένοι, πικραμένοι νοσταλγοί της πατρίδας τους.
Ο ψαλμός περιγράφει μια ωραιότατη σκηνή μέσα στη φύση κάτω από ιτιές, όπου είχαν κρεμάσει τα όργανά τους και δεν ήθελαν να τα αγγίξουν. Ο λόγος της βαρυθυμίας τους ήταν ότι θυμήθηκαν την Σιών, δηλαδή την Ιερουσαλήμ, την πατρίδα τους με όλα τα καλά της. Και όχι μόνο δεν έπαιζαν τα όργανά τους αλλά καθισμένοι κάτω στο χώμα έκλαιγαν την μαύρη τους μοίρα, που βρέθηκαν εδώ σε μια ξένη χώρα, αιχμάλωτοι και δούλοι στον Βαβυλώνιο κατακτητή.
Και δεν έφτανε αυτό αλλά τους περιγελούσαν και αυτοί που τους είχαν αιχμαλωτίσει λέγοντάς τους: «Τί πάθατε και δεν τραγουδάτε από εκείνα τα τραγούδια που αναφέρονται στην πατρίδα σας την Σιών;» Και η απάντηση ήταν όλο πίκρα και παράπονο: «Πώς να τραγουδήσουμε σε μια ξένη χώρα;» Και για να τους βεβαιώσουν ότι ποτέ δεν θα ξεχάσουν την πατρίδα τους υποσχέθηκαν, ορκίστηκαν και είπαν: «Αν σε ξεχάσω Ιερουσαλήμ, να ξεραθεί το χέρι μου και να μην μπορεί να παίξει το όργανο, να κολληθεί η γλώσσα μου στο λαρύγγι, να γίνω βουβός και να μην μπορώ να σου ψάλλω, αν δεν βάζω, Ιερουσαλήμ, πριν από κάθε μου χαρά την θύμησή σου». Βαριές κουβέντες, βαρύς όρκος, που δηλώνει την μεγάλη απελπισία τους από τη μια πλευρά και την μεγάλη νοσταλγία τους από την άλλη. Είναι σαν να ήθελαν να πουν: «Δεν θα σε ξεχάσω, οτιδήποτε κι αν συμβεί». Την ίδια υπόσχεση έδωσε και ο Παπαδιαμάντης που έγραφε ότι δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ το νησί του και ότι θα εξιστορεί και θα διηγείται τις ιστορίες της αγαπημένης του πατρίδας, της Σκιάθου.
Αυτοί οι στίχοι μου έφεραν στο νου τον θρήνο και την νοσταλγία του Αδάμ μετά την παρακοή. Παρακολουθήστε τη γλαφυρή περιγραφή του Αδάμ έξω από τον Παράδεισο.
«Ἐκάθισεν Ἀδάμ, ἀπέναντι τοῦ Παραδείσου, καὶ τὴν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὠδύρετο. Οἴμοι, τὸν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καὶ κλαπέντα, καὶ δόξης μακρυνθέντα! οἴμοι, τὸν ἁπλότητι γυμνόν, νῦν δὲ ἠπορημένον! Ἀλλ’ ὦ Παράδεισε, τρυφῆς ἀπολαύσω οὐκέτι ὄψομαι, Ἐλεῆμον, Οἰκτίρμον βοῶ σοι· Ἐλέησόν με τὸν παραπεσόντα.»
Η απομάκρυνση των Πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο αποτελεί αποδημία και εξορία σαν κι αυτή του Άσωτου μακριά από το πατρικό του σπίτι. Έκτοτε όλοι είμαστε απόδημοι και εξόριστοι και δεν έχουμε καμία όρεξη να είμαστε κοντά στον Θεό και να του ψέλνουμε, όπως τον ψένουνε οι άγιοι άγγελοι. Αντίθετα έχουμε όρεξη να τραγουδάμε τον πόνο, την θλίψη, τον χωρισμό, την εγκατάλειψη, την απογοήτευση, όλα μορφές, που δηλώνουν ότι παραμένουμε σε αυτόν τον χώρο της εξορίας και τραγουδάμε την δυστυχία μας νομίζοντας ότι διασκεδάζουμε. Όλα αυτά τα δυσάρεστα συναισθήματα τα βλέπουμε να περιγράφονται σε πολλά «θρηνώδη άσματα», όπως: «Μία είναι η ουσία, δεν υπάρχει αθανασία…». «Εδώ είναι ο παράδεισος η κόλαση είναι εδώ…» και πολλά άλλα. Ακόμη και στην καλύτερη περίπτωση , όπως «αγάπησέ με, αγάπησέ με σήμερα..» ζητάμε να μας αγαπάνε η άλλοι, ενώ η ουσία της ευτυχίας είναι να αγαπάμε εμείς τους άλλους.
Τέτοιες περιγραφές πόνου και δυστυχίας υπάρχουν πολλές μέσα στην αρχαία και την νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ας αναφέρουμε τους δεσμώτες του σπηλαίου που περιγράφει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία του. Είναι δεμένοι με τα δεσμά του πάθους, δεν μπορούν να κουνηθούν καθόλου και να αναπτύξουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία, να βγουν από το σκοτάδι έξω στο φως και να δουν την αληθινή πραγματικότητα, με την βοήθεια του Ήλιου της δικαιοσύνης, δηλαδή του Θεού.
Η άλλη σκηνή έρχεται από τον Κάτω κόσμο, έτσι όπως μας τον περιγράφουν τα δημοτικά μας τραγούδια. Η κοπέλα, όπως η Περσεφόνη, που σερβίρει ποτά στους στο τραπέζι του Άδη, του Χάρου, δεν ευχαριστιέται με τίποτα, έστω κι αν η ζωή αυτή είναι αντίγραφο της πάνω ζωής, διότι θέλει να είναι στην πάνω ζωή, στο σπίτι της, στην πατρίδα της, στους δικούς της. Το ίδιο δεν είπε και ο Αχιλλέας, ο οποίος προτιμούσε να είναι δούλος στον Πάνω κόσμο παρά βασιλιάς στον Κάτω. Όλοι μας είμαστε νοσταλγοί της πραγματικής και της αληθινής μας πατρίδας. Να μην ξεχάσουμε και τους ξενιτεμένους μας, οι οποίοι ζουν με μια λαχτάρα, να έρθουν να ζήσουν και να πεθάνουν στα πάτρια χώματα, έστω κι αν περνάνε βασιλικά στη ξενιτιά, που έχει όμως πίκρες και φαρμάκια.
Δεν υπάρχει εκδήλωση του ανθρώπου που να μην υπογραμμίζει την λαχτάρα του ουρανού, την αιωνιότητα, έστω κι αν δεν το συνειδητοποιούμε. Ακόμη και τα άλογα του Αχιλλέα, όπως μας περιγράφει ο Καβάφης στο αντίστοιχο ποίημα, θέλουν την αιωνιότητα. Ο ίδιος ο Αχιλλέας βαπτίστηκε αθάνατος από την μητέρα του, την θεά Θέτιδα, εκτός από την «αχίλλειο πτέρνα». Ο φόβος του θανάτου, που κυριεύει τους ανθρώπους, δηλώνει δίψα για αθανασία, που δεν την βρίσκουμε εδώ παρά στον ουρανό. Η πλεονεξία , η φιλοδοξία, η φιλοχρηματία και όλα τα πάθη του ανθρώπου δηλώνουν την επιθυμία τους να γαντζωθούμε από κάτι, που θα τους δώσει δόξα και υστεροφημία. Όλα όμως αυτά είναι «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης».

Είμαστε λοιπόν καταδικασμένοι να ζούμε σε αυτόν τον κόσμο της φθοράς και του θανάτου; Ευτυχώς όχι, διότι υπάρχει Κάποιος που μας αγαπά. Είναι αυτός που μας αγάπησε τόσο πολύ, ώστε και την ζωή του έδωσε προκειμένου εμείς να φύγουμε από την εξορία του Αδάμ και να επανέλθουμε και πάλι στην γη της Επαγγελίας, στην νέα Ιερουσαλήμ, στην βασιλεία του Θεού, στον χώρο της χαράς και της αθανασίας. Χρειάστηκε όμως και ο ίδιος να υποστεί τα δεινά της εξορίας του Αδάμ, τον πόνο, την πίκρα και τον θάνατο, αλλά αυτός νίκησε τον θάνατο για λογαριασμό μας και μας έδωσε το αντίδοτο του θανάτου, που είναι η Θεία Κοινωνία και τα μυστήρια της εκκλησίας.
Αυτό το γεγονός πανηγυρίζουν οι πιστοί με τα παρακάτω αναστάσιμα τροπάρια:
1ο.«Κατῆλθες ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, καὶ συνέτριψας μοχλοὺς αἰωνίους, κατόχους πεπεδημένων Χριστέ, καὶ τριήμερος ὡς ἐκ κήτους Ἰωνᾶς, ἐξανέστης τοῦ τάφου».
2ο. «Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, ᾍδου τὴν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν, καὶ σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον, τὸν μόνον εὐλογητὸν τῶν Πατέρων, Θεὸν καὶ ὑπερένδοξον.
3ο. «Ἁμαρτήσαντας ἡμᾶς, τῇ τοῦ θανάτου, κατεδίκασας ἀρᾷ, ὁ Ζωοδότης καὶ Κύριος, ἐν δὲ τῷ σώματί σου, ἀναμαρτήτως Δέσποτα παθῶν, τοὺς θνητοὺς ἐζώωσας κράζοντας: «Μνήσθητι καὶ ἡμῶν, ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου».
4ο. «Πορευθέντος σου ἐν πύλαις ᾍδου, Κύριε, καὶ ταύτας συντρίψαντος ὁ αἰχμάλωτος οὕτως ἐβόα∙ Τίς ἐστιν οὗτος, ὅτι οὐ καταδικάζεται ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς, ἀλλὰ καὶ ὡς σκηνὴν κατέλυσε τοῦ θανάτου τὸ δεσμωτήριον; ἐδεξάμην αὐτὸν ὡς θνητόν, καὶ τρέφω ὡς Θεόν, Παντοδύναμε Σωτὴρ ἐλέησον ἡμᾶς».
Συμπερασματικά έχουμε να πούμε αυτό που τονίζει ο υμνογράφος του Ακαθίστου Ύμνου: «Ξένον τόκον ιδόντες, ξενοθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανούς μεταθέντες». Ο ξένος τόκος είναι ο Ιησούς Χριστός, τον οποίο έφερε η Υπεραγία Θεοτόκος μέσα στο σταύλο του σπηλαίου, παντελώς ξένος χωρίς όμως να τύχει της στοιχειώδους φιλοξενίας. Και παρέμεινε ξένος από την αμαρτία αυτού του κόσμου και ελεύθερος από κάθε υλική δέσμευση, χωρίς να έχει ανάγκη του άρτου «ουκ επ’ άρτω μόνο ζήσεται άνθρωπος…», γιατί ο ίδιος ήταν και είναι ο Άρτος της ζωής.
Ακόμη πιο παραστατικά και ζωντανά περιγράφει ο υμνογράφος τον «Υψηλόν Ξένον», τον Χριστό, την Μεγάλη Παρασκευή:
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον,
τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον,
ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον,
ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον,
ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον,
ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ,
ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον,
ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα·
Και εμείς είμαστε ξένοι σε αυτήν την ζωή, είμαστε πάροικοι και διαχειριστές των υλικών αγαθών. Είμαστε οι ταμίες της Τράπεζας του Χριστού, των αγαθών του Θεού και σε εμάς ανήκει μόνο η χρηστή διαχείριση των αγαθών αυτού του κόσμου, από την οποία εξαρτάται και η απόλαυση των αιωνίων αγαθών. Καλούμαστε λοιπόν να αποξενωθούμε από την αμαρτία αυτού του κόσμου, να υψώσουμε το βλέμμα μας στον ουρανό και να πορευόμαστε « sup specie aeternitatis», κάτω δηλαδή από το πρίσμα και με προοπτική της αιωνιότητας. Σε αυτήν την πορεία πρέπει να ζητάμε την φώτιση του Θεού και να λέμε: «εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως» και ακόμη «δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά Σου, ότι συ ο Θεός μου.»
Ο Απόστολος Παύλος δηλώνει πολύ καθαρά για τους χριστιανούς: «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Εβρ. 13,15. Είμαστε ουρανοπολίτες. Ζούμε αυτήν την ζωή αλλά επιδιώκουμε την άλλη, την ουράνια. Μακάρι να το συνειδητοποιήσουμε και να το επιδιώξουμε.