Η αυτογνωσία υπό το φως της Θεογνωσίας

10 Μαρτίου 2023

Η σπουδαιότερη γνώση για τον άνθρωπο, γράφει ο Κλή­μης ο Αλεξανδρεύς, είναι η αυτογνωσία. Γιατί, αν γνωρίσει κά­ποιος τον εαυτό του, θα γνωρίσει τον Θεό, και γνωρίζοντας τον Θεό θα εξομοιωθεί με αυτόν[1]. Και ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος σημει­ώνει: Σε αυτόν που γνωρίζει τον εαυτό του παρέχεται η γνώση των πάντων[2]. Συχνά όμως ο άνθρωπος αποφεύγει να γνωρίσει τον πραγματικό εαυτό του, τον φοβάται, και τοποθετεί στην θέση του κά­ποιο αυτοείδωλο που ανταποκρίνεται στην ἀλλο­τρι­ωμένη ύπαρξή του. Έτσι αποτυχαίνει όχι μόνο στην γνώση του εαυτού του ἀλ­λὰ και στην γνώση του Θεού. Πως όμως μπο­ρεῖ να αποφευχθεί η διπλή αυτή πλάνη;

Η περίοδος της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που ανοίγεται μπροστά μας ως περίοδος περισυλλογής και μετανοίας παρέχει την καταλληλότερη ευκαιρία για να προσεγγίσουμε και να βελ­τιώσουμε την αυτογνωσία μας και την γνώση του Θεού. Θα μπο­ρούσαμε λοιπόν να απομακρυνθοῡμε κατά την πε­ρί­οδο αὐ­τὴν από το πνεύμα της καθημερινότητας και να συνδέσουμε τις συνηθισμένες ενασχολήσεις μας με  έναν  σκοπό: Nα γνω­ρί­σου­με καλύτερα τον Θεό και τον εαυτό μας. Ο σκοπός αυτός θα προσθέτει μια καινούργια διάσταση στις ποικίλες ἐνα­σχο­λή­σεις μας  και θα πλουτίζει με νέο περιεχόμενο τις δραστηρι­ό­τη­τές μας. Έτσι οι ενέργειές μας θα προσλάβουν βαθύτερο νόημα και ένας νέος τρό­πος σκέψεως θα δημιουργηθεί μέσα μας.

Ο άγιος Σιλουανός  αναφερόμενος στους τρόπους με τους οποίους σχετίζεται ο άνθρωπος με τον Θεό γράφει: «Αλλο  εἶ­ναι να πιστεύεις ότι υπάρχει Θεός, και άλλο  να γνωρίζεις τον  Θεό… Ὑπάρ­χουν ψυχές που γνώρισαν τον Κύριο· υπάρχουν ψυ­χὲς που δεν Τον γνώρισαν, αλλά πιστεύουν· υπάρχουν όμως και άλλες, που ούτε Τον  γνώρισαν ούτε πιστεύουν»[3]. Ο ίδιος ο Χρι­­στὸς στην επί του όρους ομιλία του λέει: «Μακάριοι οι κα­θαροὶ τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»[4]. «Και οι Άγιοι Ἀπό­στολοι κι ένα πλήθος ανθρώπων είδαν τον Κύριο κατά σάρκα, αλλά δεν Τον αναγνώρισαν όλοι ως Κύ­ριο. Πολλοί φι­­­λόσοφοι και επιστήμονες έφτασαν να πιστεύουν στην ὕπαρ­ξη του Θεού, αλλά δεν γνώρισαν τον Θεό. Και σε μένα, που είμαι γεμάτος αμαρτίες–σημειώνει ο άγιος Σιλουανός–δόθηκε από το Άγιο Πνεύμα να γνωρίσω ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός»[5].

Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι που βλέπουν τον Θεό και δεν τον αναγνωρίζουν. Άλλοι πάλι τον πιστεύουν, χωρίς να τον βλέπουν. Άλλοι ούτε τον βλέπουν ούτε τον πιστεύουν, ενώ ἄλ­λοι τον βλέπουν και τον πιστεύουν. Ο Χριστός μακαρίζει αὐ­τοὺς που δεν τον είδαν και τον πίστεψαν: «Μακάριοι οι μη ἰδό­ν­τες και πιστεύσαντες»[6]. Ο ίδιος ο Σιλουανός κατά παράδοξο ἴ­σως τρό­­πο χαρακτηρίζει ως μακαριότερους αυτούς που όχι μό­νο τον πίστεψαν, αλλά και τον είδαν[7].

Ο  Κύριος, γράφει ο άγιος Σιλουανός, αποκαλύπτεται στις ταπεινές ψυχές. Ο υπερήφανος ισχυρίζεται ότι θα γνωρίσει τα πάντα με τον νου και την επιστήμη του. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι ικανός να προσεγγίσει και να γνωρίσει τον Θεό. Με τον φυ­­σικὸ νου του μπορεί να γνωρίσει μόνο τα γήινα πράγματα, και αυτά εκ μέρους. Ο Θεός και όλα τα επουράνια  γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα[8].

Η θεογνωσία δεν αποτελεί θεωρητική υπόθεση, ἀλ­λὰ ὑ­παρ­ξιακὸ γεγονός· είναι καρπός προσωπικής κοινωνίας και ἑ­νώ­σεως του ανθρώπου με τον Θεό· καρπός κοινωνίας «εν τη  υπάρξει». Όπως και αντιθέτως η απουσία μιας τέ­τοιας κοι­νω­νί­ας φανερώνει αλλοτρίωση του ανθρώπου από τον Θεό· ἀπο­ξένωση  και  έμπρακτη άγνοιά του[9].  Ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Θε­­οῦ άγνοια θά­να­τός εστι ψυχής»[10]. Και ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι η άλογη και ανόητη έξη της αγνοίας εἶ­ναι μητέρα όλων των κακών[11].

Η άρση της αλλοτριώσεως αυτής κατορθώνεται από τον άνθρωπο με την αὐτο­συγκέ­ντρωση και την απόσπασή του από τις βιοτικές μέρι­μνες  σε κα­τάσταση εσωτερικής και ἐξωτερι­κῆς ησυχίας. Η ἡ­συ­χία δεν αποτελεί αυτοσκοπό αλλά μέσο για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Η βιβλική προτροπή «σχολά­σατε και γνώτε ότι εγώ ειμι ο Θεός»[12], δεν οδηγεί μόνη της στην θεο­γνωσία. Ο Θε­ὸς γνωρίζεται με την τήρηση των εντολών του, που  απαιτεί την ενοποίηση και ενεργοποίηση του ἀνθρώ­που και προϋποθέτει την επανένωση του νου με την καρδιά του. Το έργο αυτό δεν είναι εύκολο ούτε ευχάριστο εξ αρχής για τον εκπεσόντα άνθρωπο.

 Η τήρηση των εντολών του Θεού μπο­ρεῖ να αρχίζει ως υποχρέωση απέναντι στον Χριστό. Όταν όμως αυτή γίνεται με φιλότιμο και ευγνωμοσύνη, με πόνο καρδιάς και κόπο για τον Χριστό, μετατρέπεται σε προσωπική σχέ­­ση με αυτόν, που είναι η ουσία κάθε αρετής: «Ει γαρ ουσία της εν εκάστω αρετής ο εις υπάρχειν Λόγος του Θεού μη αμφιβέβληται ‒ ουσία γαρ πασών των αρετών αυτός εστιν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός….‒πᾶς δηλονότι άνθρωπος αρετής καθ’ἕξιν παγίαν μετέχων ἀναμ­φηρίστως Θεού μετέχει της ουσίας των αρετών»[13].

Όλοι οι Απόστολοι και οι Πατέ­ρες της Ἐκ­κλη­σί­ας ποτέ δεν πρόταξαν την ησυχία σε βάρος της τηρήσεως των ἐντο­λῶν[14]. Ἀλ­­λὰ και ποτέ δεν μαθαίνει ο άνθρωπος την δύναμη του Θεού «εν αναπαύσει και πλατυσμώ» ούτε αντιλαμβάνεται αἰ­σθητῶς την ενέργειά του, παρά μόνο σε τόπο ησυχίας, έρημο  και ἀ­παλλαγμένο από θορύβους και κοσμικούς περισπα­σμούς[15]. Τέλος η γνώση του Θεού δεν πραγματοποιείται ως μο­νο­­μερὴς πράξη του Θεού, αλλά απαιτεί και την ελεύθερη ἀντα­πόκριση του ἀν­θρώπου.

Ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος επισημαίνει ότι ο ἄν­θρωπος γίνεται μέτοχος της αληθινής ζωής με την κατά πρό­θε­ση αποδοχή του θανάτου· «διά θανάτου γαρ του κατά πρόθεσιν ωκονόμησεν ο Θεός την ζωήν λαμβάνειν  ημάς την αιώνιον». Και προσθέτει επιγραμματικώς: «Θάνε και ζήση. Ου βούλει; Και ιδού συ νεκρός»[16]. Ο «κατά πρόθεση» θάνατος μπορεί να εἶ­ναι το μαρτύριο ή η ισόβια ασκητική ζωή.

 Ο Χριστός φανέρωσε στον κόσμο την Βα­σιλεία του Θεού. Δεν είναι ο Προφήτης της ελεύσεως των ἐσχά­των,  αλλά η πα­ρουσία των εσχάτων μέσα στην ιστορία. Η ένσαρκη παρου­σία του Χριστού δεν ὑπο­δη­λώνει απλώς την Βασιλεία του Θεού, αλλά την εισάγει  μέσα στον κόσμο και την ιστορία. Και η κα­τὰ πρό­θεση επιλογή της χριστιανικής ζωής από τον άνθρωπο πραγ­ματοποιεῖται με την έμπρακτη ἀπο­δέ­σμευ­σή του από την κοσμική ζωή και την οικείωση της θειας ζωής. Στον όσιο Ισαάκ τον Σύρο υπάρχει η ευχή: «Κύριε, αξίωσόν με μισήσαι την ζω­ήν μου διά την ζωήν  την εν σοι»[17].

 Η χριστιανική ζωή περνάει μέσα από τον θάνατο του ἀν­θρώπου, πράγμα που υποδηλώνεται ήδη με το βάπτισμα. Η πεμπτουσία της χριστιανικής ζωής είναι η τα­πεί­νωση. Και η κι­νητήρια δύναμή της είναι η πνευματική χαρά, ο ἔν­­θεος έρωτας. Ο Χριστός μετά από τον εκούσιο θάνατο και την ανάστασή του κληροδότησε στους πιστούς, στα μέλη της Εκκλησίας του, την διαρκή παρουσία του και την αναφαίρετη χαρά: «Πάλιν δε ὄψο­μαι υμάς και χαρήσεται υμών η καρδία, και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών»[18]. Η αναφαίρετη αυτή  χαρά πα­ρέ­χεται στους πιστούς με την επανεμφάνιση του δοξασμένου Χρι­στοῦ όχι μόνο κατά τον  μέλλοντα αλλά ως αρραβώνας και κα­τὰ τον παρόντα αιώνα.

Πρωταρχική αρετή για την μετοχή στην Βασιλεία του Θε­οῦ είναι η ταπείνωση: «Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αὐ­­­­τῶν εστιν η βασιλεία των ουρανών»[19]. Ταπείνωση δεν είναι η ψυχολογική συστολή και αὐτο­μεμψία, άλλά  η τέλεια αὐταπάρ­νηση. Η ταπείνωση οικοδομείται με την ἀπε­ξάρτηση από την κακή φιλαυτία και την πλήρη αυτοεγκατάλειψη και ἐμπι­στο­σύνη  στην πρόνοια του Θεού. Το βάθος της ταπεινώσεως είναι η τελειότης[20].

 Χωρίς την ταπείνωση δεν είναι δυνατό να υπάρξει και να καλλιεργηθεί καμία χριστιανική αρετή. Γι΄αυτό ο Χριστός ἀρ­χί­ζει τους Μακα­ρισμούς του με τον μακαρισμό των ταπεινών. Πρέ­πει να προηγείται η ταπεινή προ­αίρεση, για να αποκτηθεί η πραγματική  αρετή. Με την αρετή καθαρίζει ο άνθρωπος την καρ­­διά του, ειρηνεύει και γίνεται απλός και διαφανής· γίνεται χριστοειδής. Αυτό βέβαια απαιτεί έντονο πευματικό αγώνα. Έτσι προ­σεγγίζει την θεια αγιότητα, γνωρίζεται από τον Θεό και γνω­ρίζει τον Θεό όχι θεωρητικά αλλά εμπειρικά[21].

Κάθε χριστιανική αρετή είναι καρπός αγάπης και θυσί­ας· είναι ένας σταυρός[22]. Και η χριστιανική ζωή στην τελειότητά της είναι ένας κα­θημερινὸς θάνατος. «Καθ’ ημέραν ἀποθνή­σκω», έγραφε ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους[23]. Και ο όσιος Σω­φρόνιος λέει ότι χριστιανικά δεν μπορεί ο άνθρωπος να ζει, μπο­­ρεῖ μόνο να πεθαίνει. Ο Χρι­στὸς δεν θέλησε να ζουν οι πι­στοὶ με άνεση κατά την επίγεια ζωή τους, γιατί γνωρίζει ότι δεν είναι δυνατό να παραμείνουν στην ἀγά­πη του, όταν ἀνα­­παύονται σωμα­τικά[24]. Τον καιρό της ἀνα­παύσεως τον κρά­τη­σε για τον μέλ­λοντα αιώνα. Γι΄αυτό, ὅ­σοι πιστεύουν στον Κύ­ριο δεν επιθυμούν την ανάπαυση και την απαλλαγή από τις θλί­ψεις, αν και τους παρέχεται κατά και­ροὺς μυστικώς παρη­γο­ρία πνευματική[25].

Η ζωή του χριστιανού τρέφεται με την αναφαίρετη χαρά που έφερε ο Χριστός στον κόσμο με τον θάνατο και την ἀνά­στασή του. Η τήρηση της εντολής της αγάπης που αγκαλιάζει και τους εχθρούς συνεπάγεται την εκούσια αποδοχή του θα­νά­του, πράγμα το οποίο προσδίδει στην χριστιανική ζωή μαρ­τυ­ρικὸ χαρακτήρα. Ο θάνατος όμως αυτός είναι αναστάσιμος και χαροποιός, γιατί έχει λυτρωτικό χαρακτήρα· είναι συμμετοχή στον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού. Και ο Χριστός τη­ρώντας την εντολή της αγάπης του Πατρός του και πορευ­ό­με­νος προς τον μαρτυρικό θάνατό του είπε στους Ἀποστό­λους: «Ταύτα λελάληκα υμίν ίνα η χαρά η εμή εν υμίν μείνη και η χα­ρὰ υμών πληρωθή»[26].

Οι μαθητές του Χριστού λυπήθηκαν με την εξαγγελία του επικείμενου θανάτου του Διδασκάλου τους. Εκείνος όμως τους βεβαίωσε ότι θα επιστρέψει και θα παραμείνει διαπαντός μαζί τους χαροποιώντας τις καρδιές τους με αναφαίρετη χαρά[27]. Η  χαρά αυτή δεν εξαρτάται από ενδοκόσμιους παράγοντες, αλλά  έχει υπερκόσμια πηγή και παραμένει αδιατάρακτη στην ψυχή του χριστιανού. Και όταν η ψυχή μεθήσει από την χαρά αυτήν, τότε και το σώμα δεν αισθάνεται τις θλίψεις, γιατί συμμετέχει στην χαρά του πνεύματος[28].

Η ζωή του χριστιανού κατά τον παρόντα αιώνα έχει σταυ­­ροαναστάσιμο χαρακτήρα· συνυφαίνεται με τον πόνο και βι­ώνεται ως «χαρμολύπη».Ὅσο βαθύτερος είναι ο πό­νος του από την τήρηση της αγάπης του Θεού, τόσο ἐντο­νό­τερη είναι η χαρά του από αυτήν. Ο πόνος που κορυφώθηκε με  την τήρηση της εντολής της θειας αγάπης στον Σταυρό του Χριστού καρπο­φορεῖ και την αναφαίρετη χαρά που παρέχεται στους μιμητές του.

Αφότου  δημιούργησε ο Θεός τον άνθρωπο δεν κάνει τί­πο­­­­­­­­­­τε γι’αὐτὸν χωρίς την συνεργία του. Το έργο της σω­τηρίας και ανακαινίσεως του κόσμου, ως το κατεξοχήν έργο του Θεού για τον άνθρωπο, πραγματοποιείται με την συμμε­τοχή του σε αὐ­τό. Έτσι ο άνθρωπος γίνεται συνδημιουργός του Θεού στο ἔρ­­­γο της σωτηρίας του. Και αυτό δεν πραγμα­το­ποιεῖται μόνο ἀτο­μικά, αλλά και συλλογικά μέσα στους κόλπους της Ἐκκλη­σίας. Κάθε χριστιανός καλείται να βαδίσει ως ένα βαθμό την οδό που βάδισε ο Χριστός κατά την επί γης παρουσία του. Το ίδιο ισχύει και για ολόκληρο το σώμα της Εκκλησίας. Έτσι ο Απόστολος Παύλος που υπέστη τα πά­ντα για την διάδοση του Ευαγγελίου γράφει: «Χαίρω εν τοις πα­θήμασί μου υπέρ υμών, και ἀντα­να­πληρῶ τα υστερήματα των  θλίψεων του  Χριστού εν τη σαρκί μου υπέρ του σώματος αυτού, ο εστιν η Εκκλησία»[29].

Ο  άνθρωπος  δεν μπορεί να γνωρίσει πλήρως τον  Θεό.  Ο Θεός κατά παράδοξο τρόπο  γνωρίζεται και  ταυτόχρο­να πα­ρα­μένει άγνωστος στον άνθρωπο. Η θεογνωσία έχει δυνα­μικὸ χα­ρακτήρα· έρχεται ως καρπός της ἀπο­καλύψεως του Θε­οῦ προς τον άνθρωπο και παρουσιάζεται ἀνά­λογη προς την γνώ­ση του ανθρώπου από τον Θεό. Τηρώντας ο άνθρωπος τις θειες εντολές συγγενεύει με τον Θεό, αναγνωρίζεται από αυτόν, γί­­νε­ται οικείος του. Αυτό δη­λώ­­­νεται επιγραμματικά με την ἀντι­­στροφὴ του Ἀπο­στό­λου Παύ­λου: «Νυν δε γνόντες Θεόν, μᾶλ­­λον δε γνω­σθέντες υπό Θε­­οῦ»[30]. Αντιθέτως,  όσοι δεν τη­ροῦν τις εντολές, αποξενώνονται από τον Θεό και θα ακούσουν το «ουκ οίδα υμάς»[31].

Ο Θεός, που παραμένει ἄγνω­στος κατά την ουσία του, γί­νε­ται  γνωστός με τις ενέργειές του, οι οποίες ἀποκα­λύπτουν το ἦ­­θος του και εξανθρωπίζουν τον ἀλ­­λοτριωμένο ἄνθρωπο.Τὸ γνω­στὸν ή το «ληπτόν» του Θεού, όπως λέει ο άγιος Γρη­­­­γόριος ο Θεολόγος, προσφέρεται στον άνθρωπο ως κίνητρο, για να προχωρήσει στην γνώση και την μίμηση του αρχετύπου του, δηλαδή προς την θέωση[32]. Η θεογνωσία προκαλεί τον θαυ­μα­σμὸ και τον πό­­­­θο για την εξομοίωση του ανθρώπου προς τον Θεό. Εξ άλλου η διαλεκτική που δημιουργείται με την ἐπί­γνω­ση της ταυτόχρονης γνώσεως και αγνωσίας του Θεού προσ­δίδει δυ­ναμικὸ χαρακτήρα στην πνευματική ζωή του πιστού. Ο χρι­στιανὸς τοποθετείται στην προοπτική μιας ατελεύτητης  προ­κο­πῆς που διεκδικεί ολόκληρη την ύπαρξή του και ὁλό­κλη­ρο τον χρόνο της ζωής του. Στην προοπτική αυτή δεν βρίσκει κα­μί­α θέση η ακηδία που παραλύει ιδιαίτερα τον ἄν­θρωπο της σύγ­χρονης κοι­νωνίας.

 Η  προοπτική αυτή συγκεντρώνει τον πιστό στον τελικό σκοπό της ζωής του, που βρίσκεται χαραγμένος στην ὑπο­στα­­τική του αρχή. Η θεογνωσία καθίσταται μέτρο αυτογνωσίας. Δεν παραμένει ως θεωρητική γνώση, αλλά προσφέρεται και ως κα­νόνας ζωής. Οδηγεί στην εμβάθυνση της αυτογνωσίας, της ταπεινώσεως και της πραότη­τας. Γίνεται πρόγραμμα μιμή­σεως του Χριστού και αποστροφής του διαβόλου: «Επίγνωσις θε­ο­σε­­βείας, επίγνωσις ταπεινώσεως και πρα­ό­τη­­­­τος. Ταπεί­νω­σις, Χρι­στοῦ μίμησις· έπαρσις δε και παρ­ρη­σία και αναίδεια, του διαβό­λου μίμημα»[33].

Ο «κατ’ εἰκό­να και καθ’ὁμοίωσιν» Θεού πλασμένος ἄν­θρω­πος αποκτά με την θεογνωσία το τε­λειότερο μέτρο για την αποτίμηση και ἐπί­γνωση του εαυτού του. Η αδιάφθορη φυσική κατάσταση του ἀν­­θρώπου είναι να εικονίζει τον Θεό στην ὕ­παρξή του. Η ἁμαρ­τί­α όμως του ἀν­θρώπου θολώνει αυτόν τον εξεικονισμό. Ο κα­θαρὸς ἐξεικο­νισμὸς του Θεού φανερώ­θη­κε στο αναμάρτητο πρόσωπο του Χριστού. Για να επανέλθει ο ἄν­θρωπος στην φυσική του κατά­σταση πρέπει να μετανοήσει. Και για να προχωρήσει στην μετάνοια, οφείλει προηγουμένως να γνωρίσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Αυτό γίνε­ται με τον αὐτο­έλεγχό του με μέτρο τον αναμάρτητο Χριστό.

Αλλά και γενικότερα οι άλλοι συντελούν στον αὐτο­έ­λεγ­χο και την αυτογνωσία του καθενός. Επισημαίνοντας ο Μέγας Βα­σίλειος τους κινδύνους της μοναστικής ζωής γράφει ότι  η ἀ­που­σία των άλλων φαλκιδεύει την γνησιότητα των διαθέσεων και τον έλεγχο του ναρκισσισμού. Πως μπορεί να φανεί η τα­πει­νο­φρο­σύ­νη χωρίς την παρουσία των άλλων; Πως να καλ­λι­εργηθεῖ η εὐ­σπλαγχνία χωρίς την κοινωνία με τους άλλους; Πως να ἀσκη­θεῖ η ανεκτικότητα, όταν δεν υπάρχει κανένας που να αντιστέκεται στο ατομικό θέλημα[34];

Ο αυτοέλεγχος αυτός κλονίζει το αυτοείδωλο του ἀν­θρώ­που. Διαλύει την αυταπάτη και τον ναρκισσισμό του. Ἀπο­κα­λύπτει την αθλιότητά του και τον ταπεινώνει. Και η τα­πεί­νωση αποτελεί πρό­σφορο ἔ­δαφος για το κτίσιμο του καινού εν Χρι­στῷ ἀν­θρώπου. Όταν ο άνθρωπος το­ποθετήσει στα βάθη της ψυχής του ως θε­μέλιο τον Χριστό, την περιτειχίσει με τις χρι­στι­α­νικὲς αρετές και την επιστεγάσει με την θεογνωσία, κατα­σκευάζει τον κα­τάλληλο οίκο για την υποδοχή και την κοι­νωνία του Πνεύ­ματος. Έτσι η θεο­γνω­σία γίνεται θεμέλιο και μέ­τρο της πραγ­μα­τικῆς αὐτο­γνω­σίας και η αυτογνωσία συνυ­φαίνεται με την θεο­γνωσία. Αυτό όμως κατορθώνεται μόνο με ταπεινό φρόνημα.

Ο Χριστός είπε ότι, όποιος θέλει να είναι «πάντων  πρῶ­τος», οφείλει να είναι «πάντων έσχατος και πάντων διάκο­νος»[35]. Με τον αυτοέλεγχο, την αυτομεμψία, την μετάνοια και το ταπεινό φρόνημα ο πιστός καλλιεργεί βαθμηδόν στην καρ­διά του τις χριστοειδείς αρετές[36], μέχρις ότου φτάσει «εις μέτρον ἡ­λικίας του πληρώμα­τος του Χριστού»[37], δηλαδή στην τελει­ό­τη­τα, που ταυτίζεται με την αγιότητα. Αυτή συνοψίζει όλες τις ἀ­ρε­τὲς του Θεού και αποτελεί το ἀπο­­κλει­στι­κὸ γνώ­ρισμα που τον διακρίνει από τον κόσμο. Και οι χρι­στι­ανοὶ καλούνται να γί­νουν ἅγι­οι κατά το πρότυπο του Τρι­α­δικοῦ Θεού: «Κατά τον κα­λέσαντα υμάς άγιον και αυτοί άγιοι εν πά­σῃ αναστροφή γε­νή­θητε»[38].

 Η αγιότητα, γράφει ο πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, «μας κάνει να διακατε­χό­μα­στε από μια συστολή, άλλης τάξης από κάθε κοσμική συστολή, από ένα ρίγος πρωτόγνωρο σε σχέση με τις πραγματικότητες του κό­σμου, αναμεμιγμένο με το φόβο, τον τρόμο, την ντροπή για κά­θε τι που είναι ρυπαρό μέσα μας. Μπροστά σ’ αυτή την προσω­πι­κὴ αγιότητα λες και αἰσθανό­μα­στε ακάλυπτοι σε όλη την αχρειότητα και τη γυμνότητά μας. Ταυ­τόχρονα όμως η ἁγι­ό­τητα αυτή μας ελκύει»[39].

Το φοβερό και ελκυστικό μεγαλείο της θειας ἁγιό­τη­τας εμπνέει στον φιλότιμο χριστιανό απεριόριστο θαυμασμό, τα­πει­­νο­φρο­σύνη και αυτομεμψία. Τον κάνει να αντιλαμβάνεται την μη­δα­­μινότητά του, να συν­τρίβει το απατηλό αὐτο­εί­δωλό του, να μέμφεται τον εαυτό του για την ἀγνω­μο­σύνη και την ἀχα­ρι­στία του απέναντι στον δημιουργό και ευεργέτη του και να ἀπο­στρέφεται τον εμφωλεύοντα στην ψυ­χή του ναρκισ­σισμό. Έτσι βοηθείται να εμβαθύνει στην αληθινή αὐτο­γνω­σία και να στραφεί προς τον Θεό με προσευχή μετα­νοίας και αὐ­το­μεμψίας. Και όταν τα λόγια της προσευχής του αδυνατούν να ἐκ­φράσουν το βάθος των αἰσθη­μά­των του, συμπληρώνονται με δάκρυα. Ο όλος άνθρωπος ἀνα­φέρεται στον Θεό και γίνεται χω­­ρητικὸ σκεύος της επισκέψεως του Πνεύματός του.

Παραπομπές:

[1]. Βλ.Κλήμεντος Αλεξανδρέως, Παιδαγωγός 3,1,1, PG 8,556A.

[2]. Βλ.Ἰσαὰκ Σύρου, Λόγος 16, έκδ. Ι. Σπετσιέρη, Του οσίου πατρός  ημών Ισαάκ του Σύρου τα ευρεθέντα ασκητικά, Αθήναι 1895, σ. 58

[3]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο  Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 102003, σ. 429-431.

[4]. Ματθ. 5,8.

[5]. Ὅ.π., σ. 429.

[6]. Ίω. 20,29.

[7]. Βλ. Ο άγιος Σιλουανός ο  Αθωνίτης, σ. 446.

[8]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο  Αθωνίτης, σ. 431.

[9]. Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θειων ονομάτων 7,4, PG 3,872D.

[10]. Μ. Βασιλείου, Ομιλία 13, 1, Προτρεπτική εις  το άγιον Βάπτισμα, PG 31,424D.

[11]. Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον, PG 90,301C.

[12]. Ψαλμ. 45,11.

[13]. Βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Περί αποριών, PG 91,1081CD .

[14]. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικά  15, 153 -155, έκδ. J. Darrouzès, Traités Théolo­g­i­ques  et  Éthiques, τόμ. 2, “Sources Chrétiennes” 129, σ. 454.

[15]. Βλ. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 19, έκδ. Ι. Σπετσιέρη, Του οσίου πατρός  ημών Ισαάκ του Σύρου  τα εὑρε­θέντα ασκητικά, Αθήναι 1895, σ. 73.

[16]. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικά  11, 46-48, έκδ. J. Darrouzès, Traités Théologiques  et  Éthiques, τόμ. 2, “Sources Chrétiennes” 129, σ. 332.

[17]. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 38, ὅ.π., σ. 166.

[18].  Ιω. 16,22-3.

[19]. Ματθ. 5,3.

[20]. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 81, ὅ.π., σ. 306.

[21]. Βλ. Γαλ. 4,9.

[22].Ισαάκ Σύρου, Λόγος 19, ὅ.π., σ. 73.

[23]. Β’Κορ. 15,31.

[24].Ισαάκ Σύρου, Λόγος 36, ὅ.π., σ. 159.

[25].Ισαάκ Σύρου, Λόγος 36, ὅ.π., σ. 158-9.

[26]. Ίω. 15,11.

[27]. Βλ. Ίω. 16,22. Πρβλ. Ματθ. 28,20.

[28]. Ισαάκ Σύρου, Λόγος 73, ὅ.π., σ. 291.

[29]. Κολ. 1,24.

[30]. Γαλ. 4,9.

[31]. Βλ. Ματθ. 25,12. Λουκ. 13,25·27.

[32]. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 38, εις τα Θεοφάνια 7, PG 36, 317.

[33]. Μ. Βασιλείου, Λόγος ασκητικός Α’, PG 31, 648B.

[34]. Μ. Βασιλείου, Όροι κατά πλάτος Ζ, 3-4, PG 31, 932D-33A.

[35]. Βλ. Μάρκ. 9,35.

[36]. Βλ. Γαλ. 4,19.

[37]. Βλ. Εφεσ. 4,13.

[38]. Α΄Πέτ. 1,15. Πρβλ. Λευїτ. 11,44.

[39].  Δημητρίου Στανιλοάε, Η περί Θεού Ορθόδοξη Χριστιανική διδασκαλία, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα  2011, σ. 229-30.