«Η θεολογία των Αγίων Εικόνων και η υπέρ αυτών ομολογία»

6 Μαρτίου 2023

Εορτάζουμε σήμερα Κυριακή Α΄ Νηστειών, την αναστήλωση των ιερών εικόνων. Εορτάζει η Εκκλησία μας. Εορτάζει η Ορθοδοξία. Εορτάζει το ανθρώπινο γένος, αφού εικόνα του Θεού είμαστε όλοι οι άνθρωποι. Με πολλούς και διάφορους τρόπους η Εκκλησία ομολογεί. Δίνει ομολογία πίστεως διά των έργων, των λόγων και των συμβόλων. Με την ψυχή και το σώμα, με το πνεύμα και την ύλη. Ομολογία πίστεως διά των ιερών εικόνων. Τιμούμε σήμερα όλους εκείνους τους Θεοφόρους Πατέρας που με το αίμα τους, τη γνώση και σοφία τους, τα συγγράμματά τους ομολόγησαν την ορθοδοξία και τη θεολογία των εικόνων.

Η διδασκαλία της Εκκλησίας περί των ιερών εικόνων αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά κεφάλαια της Πατερικής Θεολογίας.  Η εικόναείναι μια εκδήλωση της Παράδοσης της Εκκλησίας, ισότιμη με την γραπτή και προφορική παράδοση. Οι εικόνες που στολίζουν την εκκλησία δεν είναι απλά διακοσμητικά στοιχεία, δεν είναι μια θρησκευτική ζωγραφιά, αλλά είναι σημεία συνάντησης του ουρανού με τη γη, εκφράζουν κατά ορατό τρόπο την αίσθηση του ουρανού επί γης.

Ανατρέχοντας κανείς στην Παλαιά Διαθήκη θα διαπιστώσει ότι από το βιβλίο της Γενέσεως υπάρχει η πρώτη τεκμηρίωση της έννοιας της εικόνος στον Χριστιανισμό[1]. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος συνδέει τη δημιουργία του κόσμου με την ύπαρξη των εικόνων[2]. Στην Παλαιά Διαθήκη μπορεί κανείς να διαπιστώσει το κυριότερο επιχείρημα για τις εικόνες, το οποίο σχετίζεται με την εντολή του Θεού για την κατασκευή Χερουβίμ στη σκηνή του Μαρτυρίου[3]. Σύμφωνα με το πνεύμα της Παλαιάς Διαθήκης, η βασιλεία του Θεού, αποτελεί την παρουσία του Θεού και την αποκάλυψη του σχεδίου Του, έχοντας ιστορικό χαρακτήρα καθώς αυτή συντελείται εν τόπο και χρόνο στο λαό του Ισραήλ και με την πρώτη παρουσία του Θεού στον Αβραάμ.

Στην Καινή Διαθήκη, η σημασία της εικόνος τονίζεται από την σχέση του Πατέρα με τον Υιό, στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο: «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα[4]». Αυτό δηλώνει και την εσωτερική σχέση του Πατρός μετά του Υιού αλλά και την επιβεβαίωση της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Αρκετές εικόνες και οι συμβολισμοί που παρουσιάζονται στην Καινή Διαθήκη με τις παραβολές του Χριστού και τους διάφορους συμβολισμούς, αλλά και οι μαρτυρίες στα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Η σχέση της Χριστολογίας και της θεολογίας της εικόνας αποδεικνύεται στην Καινή Διαθήκη, όπου ο Χριστός καλείται «είκών τοΰ Θεού[5]» ιδιαίτερα δε στο γεγονός της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού.

Στην πατερική παράδοση, ο όρος «εἰκὼν» χρησιμοποιείται στην τριαδολογία, για να τονισθεί τόσο η φυσικὴ ταυτότητα όσο και η υποστατικὴ διάκριση μεταξὺ του aρχετύπου Πατρὸς και των αιτιατών του εικόνων, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος[6].

Ο εξεικονισμός του σαρκωθέντος Θεού Λόγου αφορά στην ανθρωπότητά Του και όχι στην θεότητά Του. «Ἐπτώχευσε καί ἐπείνασε καί ἐδίψησε σαρκί ὁ Λόγος, ταῦτα τῆς ἀνθρωπίνης οὐσίας ἰδιώματα, δι’ ὧν περιγράφεται· Οὗτος δέ [ὁ Θεός Λόγος] τῇ θεότητι, ἁπλοῦς ἐστι καί ἀπερίγραπτος[7]». «Τοῦ ἀοράτου καί ἀσωμάτου καί ἀπεριγράπτου καί ἀσχηματίστου Θεοῦ τίς δύναται ποιήσασθαι μίμημα; παραφροσύνης τοίνυν ἄκρας καί ἀσεβείας τό σχηματίζειν τό θεῖον[8]».

 Για την ύπαρξη των ιερών εικόνων αναφέρουν αρκετοί Πατέρεςόπως ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στον Δ΄ Λόγο Κατά Ιουλιανού Βασιλέως Στηλιτευτικός Α΄[9], ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης στον λόγο του περί θεότητος Υιού και Πνεύματος[10].Μάλιστα δε να αναφερθεί πως κύριο θέμα στα κείμενά του είναι το κατ΄ εικόνα, όπου εστιάζει στην ύπαρξη του ανθρώπου και στον τρόπο που εικονίζεται στην Αγία Τριάδα[11].

Στο βιβλίο του Μεγάλου Βασιλείου «Περὶ τοῦ ἁγίου πνεύματος» αναφέρεται για πρώτη φορά η φράση «ἡ τῆς εἰκόνος τιμὴ ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει», η οποία και αποτελεί βασική πηγή στη θεολογία, κάτι που η παράδοση της Εκκλησίας απέδωσε τον όρο εικών. Ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει την παράδοση της Εκκλησίας για τις ιερές εικόνες «αποστολική». Οι εικόνες υπάρχουν μέσα στους ναούς πριν από την εποχή τουΜεγάλου Κωνσταντίνου, από την εποχή των Αγίων Αποστόλων. Την παράδοση αυτή επικυρώνουν αρχαιολογικά ευρήματα των πρώτων μεταποστολικών χρόνων, τα οποία παρουσιάζουν απεικονίσεις του προσώπου του Ιησού Χριστού. Ήταν στοιχείο της εκκλησιαστικής ζωής, όπως φαίνεται στους παλιούς ναούς και στα συγγράμματα των Πατέρων. Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, το 692 μ.Χ. στήριξε αυτήν την παράδοση με τον 82ο κανόνα της και απαγόρευσε να αγιογραφείται πάνω στον σταυρό ο Χριστός ως αμνός, αλλά με την ανθρώπινη μορφή του[12].

Η ορθόδοξη εικόνα διδάσκει το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Η άρνηση της τιμητικής προσκυνήσεως της εικόνος του Χριστού σημαίνει άρνηση της ενανθρωπήσεώς Του. Ακόμη, οι άγιοι εικονίζονται και τιμώνται, διότι είναι μέλη του Σώματος του Χριστού και μέσα τους έχουν την Χάρη του Θεού. Οι δε εικόνες λειτουργούν ως φορείς της θείας Χάριτος, κατά τον τρόπο που η ανθρώπινη φύση του Χριστού ενεργούσε τα της θείας φύσεως του Λόγου. Γι’ αυτό και θαυματουργούν[13].

Τον 8ο αιώνα ξέσπασε θεολογική και πολιτική διαμάχη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναφορικά με τη λατρεία των χριστιανικών εικόνων, η οποία ονομάστηκε Εικονομαχία. Η Εικονομαχία διαίρεσε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας σε Εικονομάχους/Εικονοκλάστες και Εικονολάτρες/Εικονόφιλους.

Η Εικονομαχία ήταν αίρεση κατά του δόγματος της ενσαρκώσεως του Λόγου και συνεπώς κατά του μυστηρίου της θείας Οικονομίας. Αυτό είχε άμεσο αντίκτυπο στη ζωή και τη Θεολογία της Εκκλησίας.

Οι εικονομάχοι υποστήριζαν το «ανεικόνιστον» του Θεού υποτιμούσαν και αμφισβητούσαν την ιστορική ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού. «Ου την αόρατον εικονίζω θεότητα αλλά εικονίζω θεού την οραθείσα σάρκα» διακηρύσσει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός[14].  Η εικόνα θεολογεί, κηρύττει. Η ίδια αλήθεια, η οποία διατυπώθηκε δογματικώς υπό των ιερών Συνόδων και των Πατέρων, ιστορείται και εικονικώς υπό των ιερών αγιογράφων.Για τους εικονομάχους, οι εικόνες αποτελούσαν πραγματικά είδωλα, αφού έβλεπαν επάνω τους μονάχα το ξύλο και το χρώμα αδυνατώντας να ανυψωθούν σε πνευματική ενατένιση των ζωντανών υπάρξεων, που εικονίζουν οι εικόνες.

«Εικόνα λοιπόν είναι ομοίωμα κάποιου και δείγμα και αποτύπωμα, που δείχνει στον εαυτό του το εικονιζόμενο, οπωσδήποτε όμως δεν μοιάζει εξ ολοκλήρου η εικόνα με το πρωτότυπο..[15]», αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης. Και συνεχίζει επεξηγώντας την αιτία ύπαρξης των εικόνων «για να οδηγεί τον άνθρωπο στη γνώση και να του φανερώνει και να του ανακοινώνει εκείνα που είναι κρυμμένα..[16]».

Δύο από τους σηµαντικότερους υπερασπιστές των εικόνων ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο οποίος στο θέμα περί των εικόνων αφιέρωσε τρεις πραγματείες[17]και ένα κεφάλαιο του έργου του «Έκθεσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως[18]», και ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης. Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, ο Θεόδωρος Στουδίτης έγραψε µεγάλο αριθµό συγγραµµάτων υπέρ των εικόνων, κυρίως όµως οι τρεις Aντιρρητικοί Λόγοι έχουν τραβήξει το ενδιαφέρον των µελετητών.

Οι εικονόφιλοι προέβαλαν έναντι των εικονομάχων τα επιχειρήματα α) ότι δεν τιμάται η ίδια εικόνα και το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη, όπως συνέβαινε με τα είδωλα αλλά η τιμή ανάγεται στο πρωτότυπο, β) το εικονιζόμενο πρόσωπο δεν αποτελεί αποκύημα της ανθρώπινης φαντασίας, όπως τα είδωλα αλλά υπήρξε πρόσωπο πραγματικό που μπορεί να απεικονισθεί.

Το 726 μ.Χ. εξεδόθει το πρώτο διάταγμα, από τον αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄ για την καταστροφή όλων των εικόνων που απαγόρευε την προσκύνηση και τις δεήσεις προς τους αγίους. Μέχρι το 741 μ.Χ. που απεβίωσε ο Λέοντας, η πολιτική του υπήρξε μάλλον ήπια και οι διατάξεις του περί απαγορεύσεως και αφαιρέσεως των εικόνων φαίνεται ότι δεν εκτελούνταν με ακρίβεια. Ο υιός και διάδοχός του Λέοντα, Κωνσταντίνος Ε΄ ο Κοπρώνυμος, υπήρξε πολύ πιο σκληρός. Εξαπέλυσε διωγμό κατά των εικόνων και των μοναχών, και συγκάλεσε την σύνοδο της Ιέρειας το 754 μ.Χ., κατά την οποία καταδικάστηκαν οι θρησκευτικές απεικονίσεις. Μοναχοί και μοναχές υποχρεώθηκαν σε γάμο και πολλές μονές κρατικοποιήθηκαν.

Η μεγάλη αναταραχή που συγκλόνισε το πλήρωμα της εκκλησίας διάρκεσε περίπου 116 έτη με κάποιες διακοπές. Κατά την περίοδο αυτή ύψωσαν τη φωνή και το ανάστημά τους οι μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος, ο Θεόδωρος Στουδίτης, ο Ρώμης Αδριανός, χωρίς δισταγμούς, χωρίς φόβους, χωρίς να κάνουν δεύτερες σκέψεις για το τι θα πουν οι άλλοι. Δια της θεολογίας τους κατενοήθη η πλάνη των εικονομάχων και κατέστη δυνατή η σύγκληση της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου 787 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, υπό την προεδρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου. Η Σύνοδος αυτή ακύρωσε την εικονομαχική Σύνοδο που έγινε το 754 μ.Χ. επί Κωνσταντίνου Κοπρωνύμου, αναθεμάτισε τους αιρετικούς εικονομάχους και κατοχύρωσε την ορθόδοξη διδασκαλία για τις ιερές εικόνες. Σε πανηγυρική συνεδρία στις 23 Οκτωβρίου 787 μ.Χ.  στο ανάκτορο της Μαγναύρας επικυρώθηκαν οι αποφάσεις της συνόδου και υπογράφτηκαν από την Ειρήνη και τον γιο της Κωνσταντίνο Στ’. «Καὶ εἰρήνευσεν ἡ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία, εἰ καὶ ὁ ἐχθρὸς τὰ ἑαυτοῦ ζιζάνια ἐν τοῖς ἰδίοις ἐργάταις σπείρειν οὐ παύεται· ἀλλ’ ἡ τοῦ Θεοῦ ἐκκλησία πάντοτε πολεμουμένη νικᾷ[19]».

Το τέλος της Εικονομαχίας επήλθε το 842 μ.Χ. μετά το θάνατο Βυζαντινού Αυτοκράτορα Θεοφίλου, με ενέργειες της συζύγου του Θεοδώρας, που ασκούσε την εξουσία επ’ ονόματι του ανήλικου υιού της  Μιχαήλ Γ’. Το κύρος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαίας ανορθώθηκε, οι εικόνες αναστηλώθηκαν, τα καταργηθέντα μοναστήρια ανασυστάθηκαν και τα εκκλησιαστικά και μοναστηριακά κτήματα αποδόθηκαν στις εκκλησίες και στις μονές.Όλη η θεολογία  υπέρ των εικόνων συνοψίζεται μέσα στον όρο της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου[20].

Η βάση της λατρείας των εικόνων είναι, σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη το Δαμασκηνό, το χριστολογικό δόγμα. Η σωτηρία συνδέεται με την Ενσάρκωση του Θείου Λόγου, κατά συνέπεια με την ύλη, αφού η σωτηρία πραγματοποιείται με την ένωση στον Χριστό της θείας φύσης με την ανθρώπινη σάρκα: «Πάλαι μὲν ὁ θεὸς ὁ ἀσώματός τε καὶ ἀσχημάτιστος οὐδαμῶς εἰκονίζετο͵ νῦν δὲ σαρκὶ ὀφθέντος θεοῦ καὶ τοῖς ἀνθρώποις συναναστραφέντος εἰκονίζω θεοῦ τὸ ὁρώμενον. Οὐ προσκυνῶ τῇ ὕλῃ͵ προσκυνῶ δὲ τὸν τῆς ὕλης δημιουργόν͵ τὸν ὕλην δι΄ ἐμὲ γενόμενον καὶ ἐν ὕλῃ κατοικῆσαι καταδεξάμενον καὶ δι΄ ὕλης τὴν σωτηρίαν μου ἐργασάμενον͵ καὶ σέβων οὐ παύσομαι τὴν ὕλην͵ δι΄ ἧς ἡ σωτηρία μου εἴργασται[21]». Έτσι, διατρανώνει και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός «δυνάμεθα ποιεΐν εικόνας πάντων τών σχημάτων, ων εΐδομεν[22]».

Kλείνοντας την ομιλία αυτή, παραθέτουμε το κοντάκιο της σημερινής εορτής, στο οποίο ευρίσκεται η θεολογία του Μυστηρίου της Ενανθρωπήσεως, διά της Θεοτόκου, αλλά και η θεολογία της εικόνας. «Ο απερίγραπτος Λόγος του Πατρός, εκ σου Θεοτόκε περιεγράφη σαρκούμενος, και την ρυπωθείσαν εικόνα εις το αρχαίον αναμορφώσας τω θείω κάλει συγκατέμειξεν. Αλλ’ ομολογούντες την σωτηρίαν, έργω και λόγω ταύτην ανιστορούμεν[23]».

Παραπομπές:

[1] Γενέσεως 1, 26-27: «καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν» και «καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν…».

[2]Aγ. Γρηγορίου Nύσσης, Κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν,PG 44, 1328AC.

[3] Εξόδου 25, 18 – 22 και 26,1

[4] Ιωάννου 14, 9.

[5]Β΄ Κορινθίους 4,4.

[6]Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, ΕἰςτὸνἸωάννην, 2, 8 PG 73, 360CD,

[7]Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτη, Τροπάριο ζ΄ωδής κανόνος υπέρ της Ορθοδοξίας.

[8] Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Περί εικόνων, κεφάλαιο ιστ΄, P.G., 94, 1169 C.

[9]Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου,ΕΠΕ, τόμος 5, σελ. 138-139.

[10]Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, ΕΠΕ, τόμος 10, σελ. 58-61).

[11] Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ κατασκευῆς ἀνθρώπου PG 3154. PG 44, 124D-256C. Εἰς τὰ τῆς γραφῆς ῥήματα. Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾽ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ ὁμοίωσιν, Λόγος Α΄ CPG 3215. PG 44, 257A-277D.

[12]Κανόνας 82ος: «Ἔντισιτῶνσεπτῶνεἰκόνωνγραφαῖς, ἀμνὸςδακτύλῳτοῦ Προδρόμου δεικνύμενοςἐγχαράττεται, ὃςεἰς τύπον παρελήφθη τῆς χάριτος, τὸνἀληθινὸνἡμῖνδιὰ νόμου προϋποφαίνωνἀμνὸνΧριστὸντὸνΘεὸνἡμῶν. Τοὺςοὖνπαλαιοὺς τύπους, καὶτὰς σκιάς, ὡςτῆςἀληθείας σύμβολά τε καὶπροχαράγματα, τῇἐκκλησίᾳ παραδεδομένους κατασπαζόμενοι, τὴν χάριν προτιμῶμεν, καὶτὴνἀλήθειαν, ὡς πλήρωμα νόμου ταύτην ὑποδεξάμενοι. Ὡςἂνοὖντὸ τέλειον κἀνταῖςχρωματουργίαις, ἐνταῖςἁπάντωνὄψεσινὑπογράφηται, τὸντοῦαἴροντος, τὴνἁμαρτίαντοῦ κόσμου ἀμνοῦ, ΧριστοῦτοῦΘεοῦἡμῶν, κατὰτὸνἀνθρώπινονχαρακτῆρακαὶἐνταῖςεἰκόσινἀπὸτοῦνῦν, ἀντὶτοῦπαλαιοῦἀμνοῦ, ἀναστηλοῦσθαιὁρίζομεν· δι’ αὐτοῦτὸτῆς ταπεινώσεως ὕψοςτοῦΘεοῦ Λόγου κατανοοῦντες, καὶπρὸς μνήμην τῆςἐνσαρκὶ πολιτείας, τοῦ τε πάθους αὐτοῦκαὶτοῦ σωτηρίου θανάτου, χειραγωγούμενοι, καὶτῆςἐντεῦθεν γενομένης τῷκόσμῳἀπολυτρώσεως».

[13]Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου, Άρθρο Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος.

[14]Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, ομιλία Α΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ.«Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 3, σελίδες 42-55.

[15]Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, ΕΠΕ, τόμος 3, σελ. 227.

[16]Ο.π.

[17]Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί εικόνων, PG 94, 1232-1420. Οι τρεις αυτές πραγματείες «Περί εἰκόνων» απετέλεσαν την σημαντικότερη πηγή των εικονόφιλων για την υπεράσπιση των ιερών εικόνων. Γράφτηκαν σταδιακά στην πρώτη φάση της Εικονομαχίας και, συγκεκριμένα, από το 726 μ.Χ. ως το 731 μ.Χ. Εξετάζουν το πρόβλημα, δίνοντας το ορθό νόημα στη χρήση των εικόνων.

[18]Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, PG 94, 1168-1176. Το έργο αυτό διαιρείται σε εκατό κεφάλαια και αποτελεί σύστημα δογματικής θεολογίας της Ορθοδοξίας. Γράφοντας το έργο αυτό ο Άγιος Ιωάννης, κατοχύρωσε τους υπερασπιστές της τιμής των εικόνων με ένα ισχυρό όπλο στον αγώνα με τους αντιπάλους τους, κάτι που δεν υπήρχε κατά την έναρξη της Εικονομαχίας.

[19]Θεοφάνη Ομολογητή, Χρονογραφία σελ. 717.

[20]Τα πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και άλλα κείμενα της εικονομαχικής περιόδου βρίσκονται στους τόμους 12 και 13 του Sacrorumconciliorumnovaetamplissimacollecto (MANSI 12, 959A-981B. 986D-1154E. 13, 1A-486A. 491A-496B).

[21]Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Πρώτος περί εικόνων λόγος, παρ. 6, P.G.94,1245.

[22] Παναγιώτη Παπαευαγγέλου, Ε.Π.Ε., Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, Έργα, τομ. 3, σελ. 225-239, εκδόσεις Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1990.

[23]Κοντάκιο Κυριακής της Ορθοδοξίας.