Ζωηφόρος Σταυρός και θανατηφόρα αμαρτία

6 Απριλίου 2024

«Χαίροις ο ζωηφόρος Σταυρός…η θύρα του Παραδείσου, ο των πιστών στηριγμός, της Εκκλησίας το περιτείχισμα», ψάλλει ο υμνωδός κατά την μεσονηστίσιμο Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως. Ζωηφόρο αποκαλεί τον Σταυρό και η Εκκλησία του Χριστού, διότι χάρη στον καρπό του Σταυρού, στην γεύση δηλαδή του «ξύλου της ζωής», του Χριστού, γευτήκαμε όλοι εμείς, οι απόγονοι των πρωτοπλάστων, όχι την πικρά γεύση του θανάτου αλλά την γλυκιά ηδονή της ζωής.

Ο Σταυρός, λοιπόν, με την άνοδο του Κυρίου πάνω Του, ανανοηματοδοτείται και από σύμβολο θανάτου γίνεται σύμβολο της ζωής, από σύμβολο εσχάτης ταπεινώσεως και εξευτελισμού γίνεται σύμβολο ανορθώσεως και τιμής, από φονικό όργανο για τους αμαρτωλούς γίνεται όργανο σωτηρίας για τους μετανοούντες, και εν τέλει σύμβολο λυτρώσεως και αναστάσεως!

Εμείς, όμως, οι άνθρωποι φαίνεται ότι δεν έχομε αντιληφθή τον σταυρό ως λυτρωτικό και σωτήριο σύμβολο, γι’ αυτό και αρνούμαστε πεισματικά να τον σηκώσωμε. Προτιμάμε, λοιπόν, να γονατίζωμε υπό το βάρος των αμαρτιών μας, παρά να αγωνιζώμαστε να τις αποβάλλωμε. Προτιμάμε να παραμένωμε υποδουλωμένοι στα πάθη μας, στην φιλαυτία, στην φιλοδοξία, στην φιληδονία και στα συμπαρομαρτούντα, παρά να κοπιάζωμε, για να τα αποτινάξωμε από πάνω μας. Προτιμάμε να αρρωσταίνωμε από τις αμαρτίες μας, ψυχικές και σωματικές, παρά να τις εξομολογούμαστε και να θεραπευώμαστε οριστικά από αυτές. Προτιμάμε, επίσης, για να λυτρωθούμε από τα δεινά μας, να εμπιστευώμαστε επίγειους «σωτήρες», που μας ζητάνε μάλιστα να θυσιάζωμε όλα τα αγαθά και τις ελευθερίες μας, παρά να εμπιστευτούμε τον ουράνιο Σωτήρα μας, που θυσιάστηκε ο Ίδιος για χάρη μας.

Και εάν ζητάη από εμάς να Τον ακολουθήσωμε, δεν εκβιάζει το θέλημά μας, διότι Εκείνος μας έπλασε αυτόβουλους και αυτεξούσιους. Ζητάει να τον ακολουθήσωμε, όχι για να αυξήση τους οπαδούς Του, διότι πολύ απλά η εξουσία Του δεν είναι «εκ του κόσμου τούτου», της φθοράς και της αμαρτίας. Ούτε επιθυμεί να τον ακολουθήσωμε, για να μας κατεξουσιάση, όπως οι επίγειοι άρχοντες, εφ’ όσον Εκείνος «ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι».

Αυτή είναι και η μεγάλη Του διαφορά απ’ όλους τους άλλους επίδοξους σωτήρες. Εκείνοι, υποσχόμενοι την σωτηρία μας από τα δεινά του κόσμου τούτου, για να μας δελεάσουν, στην αρχή μας σκορπίζουν απλόχερα πλούτη, δόξες και απολαύσεις, και μόλις μας δένουν στα δίκτυα των, μας τα αρπάζουν πάλι, αποσπώντας και την πολυπόθητη ελευθερία μας, ή, για να συνεχίσουν να μας τα παραχωρούν, απαιτούν όλο και μεγαλύτερες και περισσότερο δυσβάστακτες θυσίες. Και όταν πετύχουν πλήρως τον στόχο των και δεν μας έχουν πλέον ανάγκη, τότε μας πετούν και εμάς, κατά το λαικό: «ο διάβολος δεν αγαπάει ούτε τα παιδιά του».

Εκείνος, όμως, ο Χριστός μας, θυσιαζόμενος ο Ίδιος πρώτα για μας, μας δείχνει τον δρόμο και τον τρόπο, για να κερδίσωμε και εμείς την σωτηρία μας, με την δική Του χάρη! Τρία είναι τα βήματα της σωτηρίας, με βάση το Ευαγγέλιο της ημέρας (Μαρκ, η’ 34 – θ’ 1): η άρνηση του εαυτού, η άρση του σταυρού, και η συμπόρευση μαζί Του. Όποιος απαρνείται τον κακό του εαυτό, αυτός αυτομάτως σηκώνει τον σταυρό του, καλείται δηλαδή να αποβάλλη το οικείο θέλημα και να ντυθή με τα όπλα των αρετών, όπως έκαναν και οι άγιοί μας, ώστε να γίνη συνοδοιπόρος του Χριστού. Έτσι ερμηνεύουν άλλωστε και οι θεοφόροι Πατέρες μας το παραπάνω χωρίο (Μαρκ., η’ 34).

Ο Χριστός μας, βεβαίως, γνωρίζει ότι ειδικά το πρώτο βήμα, η απάρνηση του κακού εαυτού μας, είναι το δυσκολώτερο, λόγω της φυσικής ροπής μας προς την θανατηφόρα αμαρτία. Γι’ αυτό ακριβώς προσφέρεται να μας τείνη χείρα βοηθείας, να γίνη ο Κυρηναίος μας, να μας βοηθήση να άρωμε τον σταυρό μας, αρκεί εμείς να συγκατατεθούμε στην βοήθειά Του. Αλλά για να το κάνωμε αυτό, χρειάζεται να πιστέψωμε ότι Αυτός είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιωάν., ιδ’ 6).

Εάν πιστέψωμε ότι ο Χριστός είναι η αλήθεια, τότε καλούμαστε να ακολουθήσωμε και την προτροπή Του, να αγωνιστούμε δηλαδή να εισέλθωμε «διά της στενής πύλης», και ακόμη να είμαστε υποψιασμένοι ότι είναι «πλατεία η πύλη και ευρύχωρος η οδός η απάγουσα εις την απώλειαν», γι’ αυτό και «πολλοί οι εισερχόμενοι δι’ αυτής». Αντιθέτως, να είμαστε έτοιμοι και αποφασισμένοι ότι «στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν», γι’ αυτό «και ολίγοι εισίν οι ευρίσκοντες αυτήν» (Ματθ., ζ’ 13-14, Λουκ., ιγ’ 23-24).

Ο Χριστός, λοιπόν, όχι μόνον δεν μας είπε ψέματα για τον δρόμο του Σταυρού και της σωτηρίας, ότι είναι δύσβατος και ανηφορικός, αλλά μας προσέφερε και τα κριτήρια, για να ξεχωρίζωμε τους γνησίους σωτήρες από τους ψευδοπροφήτες της σωτηρίας. Μας προειδοποίησε, μάλιστα, ότι οι δεύτεροι αναγνωρίζονται «από των (σαπρών) καρπών αυτών» (Ματθ., ζ’ 20).

Ας έχωμε λοιπόν τα μάτια μας ανοικτά, ώστε να μην εξαπατώμεθα από τις κάθε λογής επαγγελίες του πονηρού και των πονηρών. Ας μην αυταπατώμεθα! Ο δρόμος του Σταυρού είναι ο μόνος λυτρωτικός και σωτήριος, γι’ αυτό η Εκκλησία μας ψάλλει: «Χαίροις ο ζωηφόρος Σταυρός, δι’ ου κατεπόθη του θανάτου η δύναμις, και υψώθημεν από γης προς ουράνια».

Εάν θέλωμε, επομένως, και εμείς να υψωθούμε προς τον ουρανό, για τον οποίον πλαστήκαμε, ας παρακαλούμε τον Εσταυρωμένο Κύριό μας και Θεό μας, που η Εκκλησία προβάλλει μπροστά μας στο μέσο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, να ενδυναμώνη όλους μας να σταυρώνωμε τα προσωπικά μας πάθη και να αποδιώχνωμε την ιοβόλο αμαρτία, ώστε να αξιωθούμε να αντικρύσωμε και εφέτος το σωτήριο φως της Αναστάσεώς Του. Κύριε, ευδόκησον και «Σταυρέ του Χριστού σώσον ημάς τη δυνάμει Σου!»