Γιάννης Πατσώνης, Ο Νεομάρτυς Αγαθάγγελος στο Άγιο Όρος

20 Απριλίου 2023

Ο Νεομάρτυρας άγιος Αγαθάγγελος ο Εσφιγμενίτης διά χειρός Φωτίου Κόντογλου.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Από το βιβλίο του Γιάννη Πατσώνη, «Σκεύος μετανοίας, Ο συναρπαστικός βίος του Νεομάρτυρα Αγαθάγγελου» των εκδόσεων Εν πλω μπορείτε να διαβάσετε πιο κάτω το κεφάλαιο «Στο Άγιο Όρος».

 

Ο νεομάρτυς Αγαθάγγελος Εσφιγμενίτης γεννήθηκε στην Αίνο της Θράκης το 1800. Ορφανός από πατέρα γίνεται ναυτόπουλο σ’ ένα τούρκικο καράβι, που ο καπετάνιός του θέλησε να τον κάνει ψυχοπαίδι του. Όταν αγκυροβόλησαν στη Σμύρνη τον εξανάγκασε να τουρκέψει και τον ονόμασαν Ισμαήλ. Όμως ο Αθανάσιος -όπως ήταν το βαπτιστικό του όνομα- προτίμησε να αφήσει την πολυτελή ζωή στο πλουσιόσπιτο του προύχοντα αυτού. Θεώρησε ως μεγαλύτερο πλούτο τον «ονειδισμό του Χριστού»…

 

Στο Άγιο Όρος
Και νάτο, μπροστά σ’ ένα ύψωμα, το μοναστηράκι του Άη-Γιώργη. Κι από κει την άλλη μέρα ξεκίνησε μ’ ένα μοναχό συνοδίτη για το Αγιονόρος, όπου τελικά κατέληξε στου Εσφιγμένου. Ο ηγούμενος Ευθύμιος τον δέχτηκε για δόκιμο και του όρισε το διακόνημα του τραπεζάρη. Ο πνευματικός Γερμανός του έδωσε τον κανόνα του με προσευχές και μελέτη. Μόλις αντηχούσε το σήμαντρο «το τάλαντο, το τάλαντο, το τά-, το τά-, το τάλαντο. Τον Αδάμ, τον Αδάμ, τον Αδάμα, δάμα, δαμ…», έτρεχε απ’ τους πρώτους στην εκκλησία.

Έτσι πέρασαν πέντε μήνες πολεμώντας σκληρά με λογισμούς, που με τις σαϊτιές τους τον παίδευαν. Ο ηγούμενος του όρισε να μην αφήνει στιγμή χωρίς την Ευχή του Χριστού, λέγοντας του: «Αυτό είναι μαστίγιο για τους δαίμονες». Όταν για λίγο κόπασαν οι πειρασμοί, άρχισε ο πολυμήχανος εχθρός να τον περιπαίζει με φαντασίες. Ένα βράδυ, του φάνηκε πως βρισκόταν στον καφενέ του Μεμέταλη. Θυμωμένος εκείνος, ούτε στράφηκε να τον δει, κι όταν οι άλλοι τον ρωτούσαν «γιατί δεν μιλάς στο ψυχοπαίδι σου», εκείνος έλεγε «ούτε να τον βλέπω, έτσι που πήγε και χώθηκε μες στους μαυροντυμένους, τους καραμπάσηδες»1. Κι ενώ τα έλεγε αυτά, οι άλλοι που φαίνονταν τώρα σαν πλούσιοι αγάδες, άρχισαν να φωνάζουν τόσο, που ο Θανασός ξύπνησε και θαύμαζε τι να σημαίνει αυτό το όνειρο. Βγαίνει έξω απ’ το κελί και, κοιτώντας έξω, βλέπει κάποιον ψηλό κι αδύνατο με ριχτό μανδύα να ρίχνει χαλίκια μες στη θάλασσα. Ο ήχος όμως που έφτανε ήταν σα να πέφταν κοτρώνια στα νερά, απ’ όπου πεταγόντανε λάμψεις.

«Παναγιά μου», πρόφτασε να πει, και τότε μια σκιά βαριά μετακινήθηκε -πρόσωπο δεν ξεχώριζες- κι ακούστηκε περιγελαστικά μια παγερή και μοχθηρή φωνή: «Τι νόμισες, λοιπόν, πως θα σ’ αφήσω εδώ; Ποιος είσαι εσύ ο σημαδεμένος που θα μας ξεφύγεις; Έχω μέσα σου εγώ πατήματα πολλά, μουτζαλωμένε». Κι απότομα έριξε μια πέτρα πάνω του, που, καθώς πέρασε ξυστά απ’ το κεφάλι του, έγινε συντρίμμια στον τοίχο, αφήνοντας μυρωδιά από πίσσα και θειάφι.

Γυρνά αμέσως στο κελί του και πέφτει στα γόνατα μπροστά στις εικόνες, παρακαλώντας να λυτρωθεί απ’ τις παγίδες του πειρασμού, που ήθελε να τον διώξει απ’ το λιμάνι αυτό της σωτηρίας. Ο πνευματικός του είχε ορίσει να λέει στον κανόνα του, τον 50ο Ψαλμό: «Ελέησόν με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεος σου…».
«Να τον νιώσεις», του έλεγε, «αυτόν τον ψαλμό της μετάνοιας, γιατί απ’ τη φύτρα μας είμαστε αμαρτωλοί όλοι μας».

Ένας άλλος, ο γερο-Ισαάκ, του έλεγε:
«Όταν περιφρονήσεις τον πονηρό, αυτός, σαν υπερήφανος που είναι, φεύγει. Γιατί έτσι καυχιέται: “Προτιμώ να είμαι πρώτος στο σκοτάδι παρά δεύτερος στο φως”. Αν και είναι σε πλάνη, έχει φοβερό θράσος ο πανούργος. Γι’ αυτό, κι εσύ φεύγε και σώζου. Και μην ξεθαρρεύεις, γιατί πάντα γυρνά σαν το λιοντάρι που βρυχάται και ζητάει ποιον να βρει, να κατασπαράξει. Για να δεχτείς τη Χάρη, να ντυθείς την ταπείνωση, που είναι, καθώς λεν οι Πατέρες, το ένδυμα της θεότητας».

Ένα μεσημέρι, είχε κάψα φοβερή και καθώς φύσαγε κάτι ξύλα για να πάρουνε μπρος στο μαγειρείο, άρχισαν να τσούζουν τα μάτια του απ’ τον καπνό. Κοκκίνισαν και πονούσαν τόσο, που δεν πήγε στον εσπερινό. Όταν κλείστηκε στο κελί του, άρχισε να κλαίει και να μονολογεί:
«Αλίμονο μου, ο ταλαίπωρος. Εάν μόνο τόσο μικρό πόνο δεν μπορώ να υποφέρω, πώς θα υπομείνω το μαρτύριο;». Κι έπεσε σε προσευχή, κάνοντας γονυκλιτές μετάνοιες. Σε λίγο αποκοιμήθηκε και βλέπει σε όραμα μια μορφή που άστραφτε και με γλυκιά φωνή του έλεγε:
«Τι λυπάσαι, παιδί μου, και γιατί αδημονείς;».
«Πώς να μη λυπάμαι που αρνήθηκα τον Χριστό;».
«Έχε θάρρος», ακούστηκε πάλι αυτή η ουράνια φωνή, «και θ’ απολαύσεις το ποθούμενο μαρτύριο, αλλά να πας στη Σμύρνη και να βεβαιώσεις εκείνα που έγιναν στην Αδριανούπολη, γιατί πολλοί τ’ άκουσαν, μα λίγοι τα πιστεύουν».

(Πράγματι, όπως έμαθε ρωτώντας τον εκκλησιαστικό, πριν κανα χρόνο, είχε μαρτυρήσει εκεί ο Χριστοφόρος. Αυτόν τον είχαν τουρκέψει πολύ μικρόν, μα, όταν έγινε 19 χρονών, πήγε στο μοναστήρι του Διονυσίου κι έγινε μοναχός. Μετά 4 χρόνια, στα 23 του,
μαρτύρησε στην Αδριανούπολη. Καθώς βάδιζε προς το μαρτύριο, έψελνε το Χριστός Ανέστη, και, όταν τον αποκεφάλισαν, άστραψε το πρόσωπό του σαν τον ήλιο).

Κι η οπτασία εκείνη χάθηκε σκορπώντας μια εξαίσια ευωδία.

Άγιος Αγαθάγγελος ο Εσφιγμενίτης. Τοιχογραφία στο Ιερό Κελλίο του Γενεσίου της Θεοτόκου “Μαρουδά”, Καρυές Άγιον Όρος.

Πετάχτηκε δακρυσμένος απ’ την πολλή χαρά και καταφιλούσε τον τόπο, όπου είδε την Μητέρα του Θεού. Ο πνευματικός του του θύμιζε πως ακόμα και ο διάβολος μετασχηματίζεται σε άγγελο φωτός, και να προσέχει μην πέσει σε πλάνη και περηφάνεια, τη ρίζα όλων των αμαρτιών. Γι’ αυτό και οι περήφανοι εμπαίζονται από τους δαίμονες. Και για να τον στερεώσει στην πίστη, ξεκίνησαν για τη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, που βρίσκεται κοντά στην Μονή των Ιβήρων.

Εκεί ζούσε ο Γρηγόριος, που είχε προετοιμάσει για το μαρτύριο τον Ευθύμιο, τον Ιγνάτιο, τον Ακάκιο και τον Ονούφριο. Προσκυνώντας ο Αθανάσιος τα λείψανα των τεσσάρων αυτών μαρτύρων, θερμάνθηκε η ψυχή του. Ενώ όμως η συνοδεία στη σκήτη εκείνη του γερο-Νικηφόρου τους δέχτηκε με χαρά, βρέθηκε ένας γείτονας ιδιόρρυθμος και σκληροτράχηλος, που άρχισε να διαδίδει από φθόνο συκοφαντίες για τον νέο δόκιμο.

«Ένας τουρκανάκατος είναι», έλεγε, «ένας λύκος με προβιά προβάτου. Διώξτε τον, μη μολύνει κι άλλους με την πλάνη της αποστασίας».

Δεν έλειπαν όμως κι άλλοι, αμόναχοι μοναχοί, που τον πολεμούσαν. Εκείνοι οι υψηλοκάρδιοι, που γι’ αυτούς ο γυρισμός ενός χαμένου προβάτου στη μάντρα της Εκκλησίας είναι σκάνδαλο. Ένας άλλος του έλεγε πως δεν χρειάζεται να μαρτυρήσει απερίσκεπτα, πηγαίνοντας στη Σμύρνη, γιατί εκεί, στη μεγάλη αυτή πολιτεία, είναι φόβος να πέσει πάλι, όπως γουρούνι, που, αφού λούστηκε και καθαρίστηκε, χώθηκε μέσα σε κύλισμα βορβόρου ή όπως σκύλος που γύρισε πάλι στο ξέρασμά του.

«Να, δε βλέπεις τον γερο-Ευδόκιμο, που είχε κι αυτός τουρκέψει παρασυρμένος στα νιάτα του; Για να ξεχρεώσει τις αμαρτίες του, κάνει τις πιο βαριές δουλειές: σταυλίτης, βουρδουνάρης στα μουλάρια και χατλάρης στα ζώα, μπαξεβάνος μες στις κοπριές, νοσοκόμος στους γερο-κατάκοιτους. Και, για να μην πέσει σε περηφάνεια, κάνει τον βουβό, κρατώντας ένα χαλίκι κάτω απ’ τη γλώσσα. Το μόνο που λέει, σαν τον ρωτάς “τι κάνεις;”, “αμαρτίες, που’ ναι και το πιο εύκολο”, απαντάει και πάλι σφραγίζει το στόμα του. Μ’ αυτό τον τρόπο δεν πας πιο σίγουρα στον Παράδεισο;».

Ένας άλλος ζηλωτής πάλι, που διάβαζε «αρχαίες προφητείες», του ψιθύριζε: «Περίμενε, σε λίγο θ’ αναστηθεί ο μαρμαρωμένος βασιλιάς απ’ την Χρυσόπορτα και θα τους διώξει τους Αγαρηνούς στην Κόκκινη Μηλιά, και τότες θα πλέψει το μοσκάρι μες στο αίμα… Βάστα λίγο ακόμα, γιατί δεν έχουμε τίποτα στα χέρια μας. Και ποιος είσαι εσύ, μικρό πουλάκι, που θα τα βάλεις με τα γεράκια που φέρνουν βόλτες στον ουρανό;».

Βρίσκονταν όμως κι οι σπλαγχνικοί, που έλεγαν: «Μια νύχτα έπεσε, πόσες όμως νύχτες δεν έκλαψε… Τα δάκρυα έχουν αμέτρητες λέξεις, που ανεβαίνουν σαν θυμίαμα στον θρόνο του Θεού».

«Εσύ δε θα ακούς των άλλων τις ορμήνιες», τον συμβούλευε ο πνευματικός, «θα κάνεις προσευχή υπέρ των μισούντων και αγαπώντων… Δεν υπάρχει αμαρτία που νικάει την ευσπλαχνία του Θεού. Αυτός θα σε λυτρώσει από τις παγίδες όσων σε κυνηγάν και από λόγια που σου φέρνουν ταραχή. Αυτός θα σε σκεπάσει μες στην αγκαλιά του και κάτω απ’ τη σκιά των πτερύγων του θα ζεις μ’ ελπίδα».

Στο μοναστήρι δούλευε κι ένας λαϊκός, ο γερο-Πολυκαρπος, που είχε έρθει μετά τον θάνατο της γυναίκας του, για να βρει σ’ αυτόν τον τόπο της προσευχής και της ησυχίας χριστιανά τα τέλη. Χρόνια τσομπάνης στα βουνά, έτρεχε να παρασταθεί στον βουρδουνάρη με τα ζώα, στο βαϊναρειό για τα κρασιά, στον αμπελικό, στον περιβολάρη, στον κουρτζή στα δάση. «Ο βοσκός, παιδιά μου», έλεγε, «το πρωί σα βραχεί, το βράδυ θα στεγνώσουν τα ρούχα πάνω του». Αν και αγράμματος, ήξερε απ’ έξω πολλά απ’ το Ευαγγέλιο, που το έλεγε το βήμα του Χριστού. Όποτε συναντούσε τον δόκιμο Αθανάσιο, του έλεγε κάθε φορά κάτι που ταίριαζε στην κατάστασή του, αρχίζοντας πάντα με το «όπως είναι γραμμένο».

Μια μέρα, που τον είχε πικράνει ένας αδιάκριτος μοναχός, ψιθυρίζοντας «εάν ο δίκαιος μόλις σώζεται, ο ασεβής και ο αμαρτωλός πού φανείται;» ο γερο-Πολύκαρπος του λέει:
«Εσένα, παιδί μου, κόσμος σου θα είναι ο αναμάρτητος Χριστός μας, η Παναγία και οι άγιοι… άλλοι λιανισμένοι, άλλοι σφαγμένοι, άλλοι πετροβολημένοι. Να, κι ο άγιος Πολύκαρπος, που φέρω το όνομά του, στη Σμύρνη μαρτύρησε. Εγώ γράμματα δεν ξέρω, μα, έλα να μου διαβάσεις το Συναξάρι του – δε χορταίνω να τ’ ακούω».

Σε λίγο, γύρισε μ’ ένα βιβλίο καλούμενον Νέον Άνθος Χαρίτων, κι ο Αθανάσιος διάβασε: «Ο Πολύκαρπος ήταν επίσκοπος Σμύρνης, και, όταν ξέσπασε διωγμός εναντίον των χριστιανών, τον έριξαν μες στη φωτιά, μα γύρω του σχηματίστηκε μια κόχη, σκεπάζοντάς τον σαν το πανί του πλοίου που φουσκώνει ο άνεμος. Ευωδία σαν να καιγόταν λίβανος κι αρώματα πολύτιμα σκορπούσε γύρω του, μέχρι που ένας δήμιος τον μαχαίρωσε και το αίμα του έτρεξε τόσο πολύ, που έσβησε τις φλόγες. Παρέδωσε το πνεύμα του 96 χρονών, στις 23 Φεβρουάριου του 156 μ.Χ. στο στάδιο του Πάγου». Κάτω απ’ την εικόνα του έγραφε: «Βάσταζε τους πάντας, όπως ο Κύριος βαστάζει εσένα».

Έργο του Μάρκου Καμπάνη.

Ένα απόγευμα, μετά τον εσπερινό, που τον πολεμούσαν λογισμοί πολλοί, του λέει ο γερο- Πολύκαρπος:
«Ο αναμάρτητος Χριστός μας είναι δύναμη καλοσύνης – το μίσος είναι πείραξη δαιμόνων. Όπως χρειάζονται αχτίνες του ήλιου, για να λιώσουν οι πάγοι, έτσι, για να λιώσει η αμαρτία, χρειάζεται η μετάνοια. Είναι γραμμένο πως μεγάλο πανηγύρι γίνεται με τους αγγέλους στον ουρανό για κάθε αμαρτωλό που μετανοεί».

Τον καιρό εκείνο, έμενε στο κελί του Προφήτη Ηλία ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, προτού επιστρέψει για τρίτη και τελευταία φορά στην Πόλη, που τον κρέμασαν. Όταν πήγε και τον βρήκε ο Αθανάσιος και του διηγήθηκε την οπτασία του και τον πόθο του για μαρτύριο, εκείνος του είπε:
«Αν είναι θεία βουλή, το φανέν αναφανήσεται, ει δε μη διαλυθήσεται. Κάνε υπομονή μέχρι τη Σαρακοστή».

Όταν επέστρεψε στην μονή, ο πνευματικός άρχισε να του διαβάζει τις ιλαστήριες ευχές για οκτώ μέρες. Μετά τον έχρισε με Άγιο Μύρο, για να δεχτεί και πάλι την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Συνάμα του απαριθμούσε την αγριότητα των τυράννων με τα βασανιστήρια και, για να τον δοκιμάσει ακόμα περισσότερο, του είπε πως δεν θα τον συνοδεύσει στον τόπο του μαρτυρίου. Κι αυτά τα εμπόδια του τα έφερνε για να του κόβει τα φτερά της κούφιας δόξας, για να θυμάται πως: «Δεν αναμένουμε την βοήθεια των ανθρώπων, αλλά το δικό Σου, Θεέ μου, περιμένουμε το έλεος».

Κάθισε τότε στην ησυχία του κελιού του, κι έγραψε αυτό το γράμμα στον πνευματικό του:
«Πατέρα μου,
Εγώ θα φύγω στην Αίνο να πάρω την ευχή της μάνας μου και μετά θα τρέξω για να ομολογήσω τον Χριστό εκεί, όπου τον πρόδωσα. Εάν εσύ φοβάσαι να έλθεις μαζί μου, μην έρχεσαι. Και όπως νομίζεις, δοκίμασέ με. Με αλυσίδες κάτω απ’ το τειχόκαστρο κρέμασέ με, στο κοιμητήριο να κουβαλάω πέτρες στείλε με, στις βάρκες να τραβώ κουπί τα βράδια».

Δυο εβδομάδες μετά, κλείστηκε σ’ έναν πύργο της μονής, με νερό και λιγοστό ψωμί. Έκανε ολονύχτιες προσευχές και χιλιάδες μετάνοιες. Άλλοτε άκουγε φωνές με ποδοβολητά, που εξαφανίζονταν με την ευχή του Χριστού. Άλλοτε τον κυρίευαν βλάσφημοι λογισμοί, μα ο πνευματικός του έλεγε:
«Δεν είναι δικοί σου, μην τους δίνεις σημασία. Και μην ανοίγεις διάλογο μαζί τους. Είναι μεθοδείες του πολεμήτορος εχθρού».

Όταν έπεφτε σε ακηδία2, μαρτύριο ήταν να τον πολεμάνε ερωτήματα, όπως: «Και τι θα καταφέρεις εδώ μέσα, τρώγοντας αγιοζούμι3 και παπάρες με ξερό ψωμί;» ή «γιατί δεν βγαίνεις έξω στην παλαίστρα του κόσμου, να βοηθάς και τους αναγκεμένους; Γιατί κλείστηκες σαν το χταπόδι σε θαλάμι, σα να περίσσεψες απ’ τους άλλους;»

Την τέταρτη Κυριακή των Νηστειών, του έδωκαν το σχήμα του σταυροφόρου και ονομάστηκε Αγαθάγγελος. Εκείνη τη μέρα, στην τράπεζα, άκουγαν από τον διαβαστή τον πέμπτο λόγο Περί μετάνοιας του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος – τη μέρα αυτή ήταν και η μνήμη του: «Μετάνοια σημαίνει ανανέωση του βαπτίσματος, καθαρισμός της συνειδήσεως. Αυτός που μετανιώνει είναι κατάδικος, απαλλαγμένος από αισχύνη». Ω! Τα λόγια αυτά ήταν γι’ αυτόν παρηγοριά και απ’ τη Χάρη του Θεού πληροφορία!

Μέσα στον πύργο βρήκε μια αλυσίδα βαριά και δέθηκε μ’ αυτή κατάσαρκα. Φόρεσε έναν χοντρό τρίχινο σάκο αντίς για πουκάμισο. Έφτασε να κάνει έως τρεις χιλιάδες μετάνοιες, γονυκλιτές ημέρα και νύχτα κι αναρίθμητα προσκυνήματα με το κομποσχοίνι, και δε γινόταν να συγκρατήσει τα δάκρυα του, που κυλούσαν με συντριβή. Ο πνευματικός, για να δαμάσει και το παραμικρό ίχνος της ακέφαλης υπερηφάνειας4, του έλεγε πως μερικοί βλέπουν το μαρτύριο σαν λύση, που θα σημάνει και το τέλος των αγώνων τους. Και ο ηγούμενος παρακάλεσε όλους τους μοναχούς να κάνουν προσευχή, για να φανεί ένα σημείο…

«Και ω! Των θαυμάσιων ο Θεός και των ανέλπιστων η ελπίς!».
Ξημερώνοντας Μεγάλη Παρασκευή, μια λεύκα, ένα χιώτικο σκαρί, που από Θάσο πήγαινε Σμύρνη, χωρίς ενάντιο άνεμο και ρεύματα, άλλαξε ρότα και το απόγευμα της ίδιας μέρας βρέθηκε στον αρσανά της μονής. Όταν το πληροφορήθηκαν αυτό, όλοι οι πατέρες κατάλαβαν, ότι το πλοίο εκείνο φάνηκε κατά θεία βούληση. Κι αφού γιόρτασαν την Ανάσταση, την άλλη μέρα, Δευτέρα του Πάσχα, έδωσαν στον Αγαθάγγελο το αγγελικό σχήμα, κάνοντάς τον μεγαλόσχημο. Και μετά τα μεσάνυχτα, ανέβηκε στο πλοίο μαζί με τον Γερμανό και, με τις ευχές όλων, ξεκίνησαν.

Την ψυχή του τώρα ζέσταινε μια άυλη φωτιά, ο ζήλος του μαρτυρίου. Όμως, την επόμενη μέρα άρχισαν να τον κυριεύουν λογισμοί δειλίας και φόβου και ρωτούσε τον πνευματικό, όταν χωριστεί η ψυχή του από το σώμα, πώς θα λυτρωθεί από τα εναέρια τελώνια, που θα τον εξετάζουν. Εκείνος τον βεβαίωνε ότι οι στοχασμοί του είναι σφαλεροί, γιατί τα δαιμόνια δεν τολμάνε να πλησιάσουν την ψυχή εκείνη, που αναχωρεί μετά από μαρτυρικό θάνατο.

Έτσι, γαληνεμένος πήρε θάρρος. Κι όπως γράφει στους Ψαλμούς, «μια νυκτερινή βάρδια του φαινόταν χιλιάδες χρόνια», και ανυπομονούσε πότε θα έφταναν στον τόπο εκείνο, όπου αρνήθηκε τον Χριστό, για να δώσει την μαρτυρία του.

1. Με μαύρους σκούφους. Οι μοναχοί.
2. Παράλυση ψυχή, ατονία, οκνηρία.
3. Νερόβραστη σούπα με κρεμμύδια και βότανα.
4. Γιατί, η υπερηφάνεια, είναι η γεννήτρια όλων των παθών δεν έχει γέννηση από άλλο πάθος.

 

Γιάννης Πατσώνης

Ο Γιάννης Πατσώνης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από γονείς πρόσφυγες.

Έχει εκδώσει τα πεζά έργα «Κυλιόμενες σκάλες, «Τα μάτια των περαστικών», «Σκεύος μετανοίας» και «Ανεμοδείκτες στην Επτόλοφο», καθώς και ένα παραμύθι στον συλλογικό τόμο «17 ιστορίες που ξεχωρίζουν».

Εργάστηκε ως ιατρός και δημοσίευσε άρθρα σε λογοτεχνικά και ιατρικά περιοδικά.