Προσβάσιμη σελίδα

H λειτουργική σιγή του Μ. Σαββάτου και η προέκτασή της σέ όλο τὸν ενθαδικό μας χρόνο

Ὑπάρχουν κείμενα, παλαιὰ καὶ σύγχρονα, βιβλικά-πατερικὰ καὶ μή, ποὺ μιλοῦν γιὰ τὴ σιγή, ποὺ ἀπὸ τὴ μιὰ συνοδεύει τὴ φανέρωση-ἀποκάλυψη  τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο κι ἀπὸ τὴν ἄλλη παρουσιάζουν τὴν κτίση ὅλη ἐν σιγῇ νὰ δέχεται αὐτὴ τὴ φανέρωση-ἀποκάλυψη. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλα ποὺ ὑποδεικνύουν, σὲ κάποιες περιπτώσεις, καθαρὰ τὴ σιγὴ ὡς τρόπο καὶ στάση ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀπάντηση στὴ ἐν σιγῇ ἀποκάλυψη-φανέρωση τοῦ Θεοῦ.

Τὸ φαινόμενο αὐτό, ποὺ ἀπὸ μόνο του συνιστᾶ μιὰ φοβερὴ ἀντινομία, νὰ δοῦμε στὴ συνέχεια.

                       α. Ἡ σιγὴ στὴ φανέρωση τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο.

Σταχυολογοῦμε κατ’ ἀρχὴν κάποια ἀπὸ τὰ κείμενα ποὺ ἀνήκουν στὴν πρώτη κατηγορία, Μιλοῦν δηλαδὴ γιὰ τὴν ἐν σιγῇ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀνταπόκριση τῆς κτίσης σ’ αὐτὴν τὴ σιγή:

i  Ἑνα ὄντως ἐμπνευσμένο κείμενο, κι ἂς μὴ προέρχεται ἀπὸ τὴ Βίβλο ἀλλὰ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸ πνεῦμα τῶν τραγικῶν, τίς «Βάγχες» τοῦ Εὐρυππίδη (στ.1084) μιλάει γιὰ τὴ σιγὴ ποὺ ἐπέβαλλε ὁ Θεὸς Διόνυσος. Ἡ σιγὴ αὐτὴ ἐπεβλήθη λίγο πρὶν οἱ Μαινάδες διαμελίσουν τὸν Πενθέα, τὸν βασιλιά τῶν Θηβών ποὺ ἀρνιόταν τὴ λατρεία τοῦ Διόνυσου στὴ Θῆβα, στὸν Κιθαιρώνα, πιστεύοντας ὅτι εἶναι λιοντάρι. Νεκρικὴ σιγὴ ἔπεσε στὸ  δάσος καὶ στὸν αἰθέρα. Πουθενὰ δὲν ἄκουγες φωνὴ ἀπὸ τα ἀγρίμια τοῦ δάσους.

Ἡ σιγὴ αὐτή, ὡς στοιχεῖο λύπης καὶ πένθους μνημονεύεται ἐδῶ γιατὶ μᾶλλον ἐκφράζει τὴν ἀγωνία τῆς κτίσης ἐνώπιον τοῦ ἐπικείμενου γεγονότος τοῦ διαμελισμοῦ  τοῦ Πενθέα,

  1. ii. Δυό ἄλλα κείμενα, τὸ ἕνα ἀπὸ τὸν Συριακὸ Βαροὺχ (3,7) καὶ τὸ ἄλλο ἀπὸ τὸν Δ΄ Ἔσδρα (6,39), βιβλὶα ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ Παλαιοδιαθηκικὰ ἔσχατα, κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἐσχατολογικὴ σιγή. Ἡ ἐν λόγῳ ἐσχατολογικὴ σιγὴ ἀποτελεῖ ἀναγωγὴ καὶ ἐπανάληψη τῆς πρὶν τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου σιγὴς καὶ ἀκινησίας.

 Ἀρχὴ καὶ τέλος, λοιπόν, τοῦ κόσμου συνάπτονται, στὸν ἀρχαῖο Ἰουδαϊσμό, μὲ τὴν ἴδια σιγὴ καὶ  ἀκινησία.

 iii Ἂν θέλαμε νὰ βροῦμε ἀντίστοιχα κείμενα στὴν  Παλαιοδιαθηκικὴ Γραμματεία θὰ ἔπρεπε νὰ σταματήσουμε στὸ γνωστὸ περιστατικὸ μὲ τὸν προφήτη Ἠλία. Τὸ νόημά τοῦ περιστατικοῦ αὐτοῦ εἶναι  ὅτι  ὁ Θεὸς δὲν εἰσβάλλει βίαια στὴ γῆ μας «σὰν δυνατὸς ἄνεμος. Οὔτε ὡς σεισμός.  Οὔτε ὡς φωτιά.  ἀλλὰ στὴ μορφὴ λεπτῆς αὔρας» (3 Βασ 19, 11.12).  

 Θὰ μπορούσαμε νὰ ὑποδεικνύαμε καὶ ἄλλα Παλαιοδιαθηκικὰ κείμενα, ποὺ μιλοῦν γιὰ σιγὴ ὡς τὸν τρόπο  ἀποκάλυψης καὶ φανέρωσης στὸν κόσμο, ποὺ ἁρμόζει κυρίως στὸν Θεό. Θὰ μπορούσαμε λ.χ. νὰ μνημονεύσουμε τὴ σιγὴ, ἡ ὁποία προηγεῖται στὶς γνωστὲς θεοφάνιες, γιὰ τὶς ὁποῖες γίνεται λόγος στὴ Σοφ. Σολ. 18,14, στὸν Ζαχ 2,17,  στὸν Ἀβ 2,17, στὸν Ψαλμ 75, 9-10  κ. ἄ.

Ὑποδεικνύουμε στὰ παραπάνω κείμενα ἁπλὰ τὴν ἀντινομία μεταξύ τῆς φανέρωσης τοὺ Θεοῦ, ποὺ συνεπάγεται ἡ Θεοφάνια καὶ τῆς κρυφιότητας, ποὺ προϋποθέτει ἡ σιγή.

«ΙΣ. ΧΡ. Αναπεσών», Τοιχογραφία των ετών 1358-1364 στην Ιερά Μονή Ιωάννου Προδρόμου στις Σέρρες,

  1. iv. Ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς Κ. Διαθήκης καὶ μάλιστα τῆς Ἀποκάλυψης, ἀξίζει νὰ μνημονεύσουμε τὴν πληροφορία, ποὺ ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης παρέχει πρὶν ἀρχίσει ὁ κύκλος τῶν σαλπίγγων. Ἐκεῖ συμβαίνει στὸν ουρανὸ, ποὺ βρίσκεται ὁ Ἀποκαλυπτικὸς «σιγή ὠς ἡμιώριον»  (Ἀποκ 8,1) καὶ μὲ τὸ πέρας της ὁ συγγραφέας τῆς Ἀποκάλυψης προχωράει ἕνα ἀκόμη βῆμα τὸ ἐσχατολογικὸ δράμα : Περιγράφει τὸν κύκλο τῶν ἑπτὰ σαλπίγγων, ποὺ ἐγγίζει στὰ ἔσχατα, δηλαδὴ στὴν ὁλοσχερὴ ἐξάλειψη τοῦ κακοῦ, τὴν φανέρωση τῆς ἔνδοξης πόλης τῶν ἐσχάτων καὶ τὴν πλήρη θεανθρώπινη κοινωνία.
  2. v. Νὰ μιλήσουμε γιὰ μιὰ ἀκομη χαρακτηριστικὴ περίπτωση συμπαντικῆς σιγῆς καὶ ἀκινησίας. Στὸ 18 κεφ. τοῦ Πρωτευαγγελίου, πολὺ σημαντικοῦ καὶ ἀρχαίου ἀποκρύφου, την ώρα ποὺ γεννιόταν ὁ Χριστὸς παρουσιάζεται καὶ πάλι κάτι τὸ καταπληκτικό : Ὁ Ιωσήφ, ἀφοῦ μὲ τὴν ἑτοιμόγενη Θεοτόκο καὶ τὰ παιδιά του ἔφτασε στὴ Βηθλεὲμ, ἄφησε γιὰ λίγο τὴν Θεοτόκο στὸ σπηλαιο νὰ τῆς κάνουν συντροφιὰ τὰ παιδιά του. Ἑκεῖνος βγῆκε σὲ ἀναζήτηση μαμῆς, στὴ γύρω περιοχή. Κάποια στιγμή, πάνω στὴν ἀναζήτηση, ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, παρουσιάζει τὴν ἀναστολὴ τῆς λειτουργίας τοῦ χρόνου καὶ τὸ σταμάτημα τῆς κίνησης τῆς κτίσης, λίγο πρὶν γεννηθεῖ ὁ Χριστός, μὲ μία σκηνή. Τὸ σύμπαν ἔκθαμβο σταμάτησε τὴ ροὴ καὶ τὴν κίνησή του. Οἱ φωνὲς ἐσίγησαν, οἱ κινήσεις τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ζώων διακόπηκαν, τὰ πουλιὰ ἀκινητοποιήθηκαν στὸν ἀέρα, τὰ μέλη κάθε ζωντανοῦ σώματος ἔμειναν μετέωρα, στὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν τὴν ὥρα ἐκείνη.

Ἐπειδὴ ἡ περίπτωση τῆς παρούσης σιγῆς εἶναι χαρακτηριστικὴ νὰ δοῦμε πῶς ἀκριβῶς παρουσιάζεται ἡ σκηνὴ αὐτὴ τῆς συμπαντικῆς ἀκινησίας:

«Ἐκεῖ (στὴ  Βηθλεέμ)  βρῆκε (ὁ  Ἰωσήφ) ένα σπήλαιο, τὴν ἔβαλε μέσα (τὴ Μαρία) καὶ ἄφησε τοὺς γιούς του νὰ τὴ  φροντίζουν. Κατόπιν βγῆκε νὰ ἀναζητήσει μαμὴ στὰ μέρη τῆς Βηθλεέμ. Ἐγὼ ὁ Ἰωσὴφ περπατοῦσα – λέει τὸ κείμενο σὲ πρῶτο πρόσωπο – καὶ ὅμως δὲν προχωροῦσα, ἔστρεψα τὸ βλέμμα μου καὶ εἶδα τὸν ἀέρα πλημμυρισμένο μὲ φῶς, σήκωσα τὰ μάτια μου στὸν οὐρανὸ καὶ τὸν εἶδα σταματημένο καὶ τὰ οὐράνια πουλιὰ ἀκίνητα. Καὶ κοίταξα πρὸς τὴ γῆ καὶ εἶδα χάμω μιὰ σκάφη καὶ ἐργάτες ἀνασηκωμένους μὲ τὰ χέρια μέσα στὴ σκάφη. Ὅσοι ἔτρωγαν δὲν έτρωγαν καὶ ὅσοι σήκωναν τὸ κεφάλι δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κατεβάσουν. Ὅσοι πάλι ἄνοιγαν τὸ στόμα τους δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κλείσουν, ἀλλὰ ὁλονῶν τὰ πρόσωπα ἦταν στραμμένα πρὸς τὸν οὐρανό. Εἶδα καὶ πρόβατα νὰ περνοῦν καὶ τὰ πρόβατα στάθηκαν ἀκίνητα καὶ, ὅταν σήκωσε τὸ χέρι του ὁ βοσκὸς γιὰ νὰ τὰ χτυπήσει , ἔμεινε ψιλά. Καὶ ἔριξα τὰ μάτια μου στὸν χείμαρρο καὶ διέκρινα τὰ στόματα τῶν μικρῶν προβάτων ἀνοιχτά, χωρὶς νὰ πίνουν. Καὶ ξαφνικὰ ὅλα ἐξακολούθησαν τὴν πορεία τους».

  1. vi. Θὰ τελειώσουμε τὴν ἐπιλεκτικὴ παράθεση κειμένων ποὺ μιλοῦν γιὰ τὴ σιγὴ τοῦ Θεοῦ στὴ διαδικασία φανέρωσής του στὸν κόσμο, εἴτε στὸ παρελθόν εἴτε στὰ ἔσχατα, μὲ ἕνα κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου. Ὁ Ἰγνάτιος στὴν ἐπιστολὴ του στοὺς Μαγνησιεῖς ( Μαγν 8,2) γράφει  σὲ σχέση μὲ τὴ σιγὴ, γιὰ τὴν ὁποία μιλᾶμε, ὅτι ὁ ἕνας Θεὸς ἀποκάλυψε τὸν ἑαυτό του διὰ τοὺ Υἱοῦ του, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ὅς ἔστιν αὐτοῦ λόγος ἀπὂ σιγῆς προελθών».

 Ἀξιοπρόσεκτη στὸ κείμενο τοῦ Ἰγνατίου εῖναι ἡ φράση «ἀπὸ σιγῆς προελθών», ἡ ὁποία μᾶλλον ἀναφέρεται στὸν ἄδηλο, κατὰ τὰ ἀνθρώπινα, τρόπο ὕπαρξης τοῦ Λόγου καὶ περαιτέρω στὸ χάσμα, ποὺ χωρίζει τὴν ἄκτιστη πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν πεπερασμένη, ἀλλιώτικη πραγματικότητα τοῦ κόσμου. Μπροστὰ σ’ αὐτὴν τὴν ἀπόσταση, ἀπροσπέλαστη πραγματικότητα, ἡ ἐπιβαλλόμενη στάση εἶναι ἡ σιγή τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐν γένει τῶν κτιστῶν.  Ἡ γέννηση, ἡ ὁποία πάλι «ἐν ἡσυχίᾳ θεοῦ ἐπράχθη» ( Ἐφ 19,1) κατὰ τὸν ἴδιο πατέρα, τελεσιουργήθηκε μέσα στὴν ἴδια σιγή, παρ’ ὅλη τὴ γεφύρωση Θεοῦ καὶ κτίσης  ποὺ ἔφερε.

Ὡραῖες αναφορὲς στήν «ἑν ἀδύτοις πολυύμνητον τῆς θεότητος» σιγὴ κάνει ὁ Ἅγιος Μάξιμος στὴ Μυσταγωγία του, καὶ ἄλλοι πατέρες, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ ἐπεκταθοῦμε. Ἄλλη φορὰ θὰ ποῦμε περισσότερα.

                 β. Ἡ σιγὴ τοῦ ἀνθρώπου  ὡς ἀπάντηση

                                  στὴ φανέρωση   τοῦ Θεοῦ

Παραθέσαμε λίγα κείμενα, μάλιστα ἕνα κι ἀπὸ τὸ χῶρο τὸν ἐθνικό, ποὺ  παρουσίασαν τὸν Θεὸ νὰ δρᾶ ἐν σιγῇ,  σὲ πολλὲς φανερώσεις του στὸν κόσμο.  Σχετίζουν, μὲ ἄλλα ἁπλὰ λόγια, τὰ κείμενα αὐτὰ τὸν Θεὸ μὲ τὴ σιγὴ πολὺ στενά.

Σὲ μετοχὴ σ’αὐτὴν τὴ θεϊκὴ σιγή καλεῖ τοὺς πιστοὺς ἑνα ἀπὸ τὰ λειτουργικὰ κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας τὶς ἡμέρες αὐτές. Εἶναι τὸ  χερουβικὸ τῆς πρωϊνῆς θείας λειτουργίας τοῦ Μ. Σαββάτου, ποὺ δυστυχῶς παραμένει, ἐν πολλοῖς ἄγνωστο στοὺς πιστούς. Οἱ πιστοί, στεροῦνται, γιὰ χάρη τοῦ Μεγαλοσαββατιάτικου θορύβου καὶ τῆς πολυπραγμοσύνης τῆς ἑτοιμασίας τοῦ Πάσχα (!), αὐτὸ τὸ ἀνεπανάληπτο κείμενο καὶ τὸ ρίγος, ποὺ αὐτὸ δημιουργεῖ. Ἐμεῖς ὅμως ὰς τὸ δοῦμε σὲ συντομία.

 Στην πρωϊνή, λοιπόν, Λειτουργία τοῦ Μ. Σαββάτου, μέσα σὲ κλίμα σιγῆς καὶ προσδοκίας τοῦ ἐπικείμενου ἐκρηκτικοῦ γεγονότος της Ἀναστάσεως, μέσα στὶς δάφνες καὶ τὶς μυρτιὲς καὶ μέσα στὴν εὐωδία τους, ἡ ἐκκλησία μας ψάλλει, ἀντὶ χερουβικοῦ, σὲ ἧχο πλάγιο τοῦ πρώτου, τὸν ἑξῆς ὑπέροχο ὕμνο:

                 «Σιγησάτω πᾶσα σαρξ βροτεία,

                   Καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου.

                   Καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτὴ λογιζέσθω.

                   Ὁ γὰρ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων

                   καὶ κύριος τῶν κυριευόντων

                   προσέρχεται σφαγιασθῆναι

                   καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς.

                   Προηγοῦνται δὲ τούτου οἱ χοροὶ τῶν ἀγγέλων

                   μετὰ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας,

                   τὰ πολυόματα Χερουβὶμ

                   καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ,

                   Τὰς ὄψεις καλύπτοντα

                  καὶ βοῶντα τὸν ὕμνον.

                  Ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα, ἀλληλούϊα».

Ὁ ἀρχαῖος αὐτὸς ὕμνος, εἰσηγεῖται, ὅπως εἴπαμε, στὸν κάθε ἄνθρωπο τὴ λειτουργικὴ σιγή, τὸν καλεῖ στὴ σιωπηλὴ  προσμονή τοῦ Βασιλέα καὶ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.   Λέει ὁ ὕμνος μας αὐτός,σὲ πιὸ ἁπλούστερη γλώσσα:

«Ἂς σιγήσει, κάθε θνητὸς ἄνθρωπος

Κι ἂς σταθεῖ μὲ φόβο καὶ δέος.

Σὲ τίποτε ἀπὸ τὰ  γήϊνα νὰ μὴ στρέφει τὸ λογισμό του,

γιατὶ ὁ Βασιλιὰς τῶν  βασιλιάδων  

κι ὁ Κύριος αὐτῶν ποὺ κυριαρχοῦν

προσέρχεται νὰ σφαχτεῖ.

Καὶ νὰ προσφερθεῖ στοὺς πιστοὺς γιὰ τροφή.

              Προπορεύονται δὲ αὺτοῦ οἱ ἀγγελικοὶ χοροὶ 

μὲ ὅλες τὶς πνευματικὲς ἀρχές καὶ ἐξουσίες,

 δηλαδὴ τὰ Χερουβίμ, μὲ τοὺς πολλοὺς ὀφθαλμοὺς

καὶ τὰ Σεραφείμ  μὲ τὶς ἕξι φτεροῦγες.

Αὐτὰ καλύπτουν τὰ πρόσωπά τους

καὶ ψάλλουν δυνατὰ τὸν ὕμνο:

Ἀλληλούϊα, ἀλληλόύϊα, ἀλληλούϊα».

Ὁ Μεγαλοσαββατιάτικος αὐτὸς ὕμνος εἰσηγεῖται, λοιπὸν, στὸν ἀνθρώπο, ἐντὸς τοῦ λειτουργικοῦ χρόνου, προκειμένου νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν Κύριο, νὰ σταματήσει, γιὰ λίγο, κάθε κίνηση, κάθε λογισμό, κάθε πράξη, κάθε λόγο, κάθε ἄτακτη βοή. Καὶ μέσα σ’ αὐτὴ τὴν νηνεμία νὰ βρεῖ τὸν Θεό του, τὸν προσφερόμενο Κύριο, τὸν ἑαυτό του, τοὺς συν-ἀδελφούς του, τὴν κτίση ὁλόκληρη. Νὰ βρίσκεται σὲ ἑτοιμότητα γιὰ νὰ ἀκούσει τὸν ἀναστάσιμο χαιρετισμό, ποὺ θὰ ἡχήσει τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββατισμοῦ τοῦ Κυρίου, ὅσον οὔπω,  καὶ θὰ πληρώσει τὰ σύμπαντα.

Καὶ κάτι σὰν παρένθεση: Ἡ λειτουργικὴ στιγμὴ ποὺ χρειάζεται νὰ σιγήσει ὁ ἄνθρωπος ἐσωτερικὰ  καὶ εὐλαβικὰ εἶναι, κατὰ τὸ κείμενό μας, ἡ ὥρα τοῦ χερουβικοῦ. Ὅταν τὰ δῶρα τοῦ ἀνθρώπου προσάγονται ἀπὸ τὴν πρό-θεση στὴν ἁγία Τράπεζα νὰ μεταβληθοῦν, μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σὲ σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Κυρίου.

Ὅμως τὴν ὑπόλοιπη ὥρα τῆς λειτουργίας μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔγκαταλείψει τὴν σιγὴ;  Όχι βέβαια. Ὑπάρχουν ὅμως κατ’ ἀρχὴν ὧρες, ποὺ ἡ ἀνάγκη  τοῦ ἀνθρώπου γιὰ σιγὴ καὶ περισυλλογὴ στὴ λειτουργία αὐξάνει. Ὁ εὐλαβὴς π. Γερβάσιος Παρασκεύοπουλος, γιὰ νὰ περιοριστοῦμε σὲ ἕνα μονάχα λειτουργό- στὸ βιβλίο του «Ἑρμηνευτικὴ ἐπιστασία ἐπὶ τῆς θείας λειτουργίας» ὑποδεικνύει πέντε σημεῖα τὴς θείας λειτουργίας, ποὺ ἐπιβάλλεται λίγης στιγμῆς σιγή, δηλαδὴ σιγὴ λίγων δευτερολέπτων, ποὺ δὲν θὰ δεσπόζουν «ἄσματα  φθεγγόμενα» διὰ τοῦ  ἔκφωνου λόγου: α) πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκφώνηση «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία» β) πρὶν τὴν εὺχὴ τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς γ) πρὶν τὴ στιγμὴ τοῦ καθαγιασμοῦ  δ) κατὰ τὴ μνημόνευση τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων στὴν ἀναφορά καὶ ε) μετὰ τὴν ἀπὸλυση. Ἔτσι οἱ μετέχοντες καὶ μετασχόντες στὴ θεία εὐχαριστία, κατὰ τὸ βιβλικό, γίνονται αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι «θαυμάσαντες ἐσίγησαν (Λκ  7. 26). Αὐτοὶ ποὺ μεταβαίνουν ἀπὸ τὴν ἔκπληξη στὴν «ἀνεκλάλητη προσευχὴ», ἀπὸ τὸ θαῦμα στὴ σιγὴ.

Νὰ γυρίσουμε ὅμως στὸν ὕμνο μας. Καὶ νὰ ποῦμε ὅτι ὅλη ἡ μεγάλη ἑβδομάδα εἶναι μέρες ποὺ καλούμαστε σὲ μιὰ ἐν σιγῇ συμπόρευση μὲ τὸν Χριστό. Τὰ εὐαγγέλια ἄλλωστε στὸ ἑκούσιο πάθος του συγκεντρώνουν ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον τους. Αὐτὸ θέλουν νὰ φωτίσουν περισσότερο. Καὶ σ’ αὐτὸ καλοῦν τοὺς πιστοὺς. Σὲ μιὰ νέκρωση «δι’ αὐτόν». Τοὺς καλοῦν νὰ ἀφουγκραστοῦν τὴ σιωπὴ τοῦ Χριστοῦ στὴ σύλληψή του καὶ νὰ διδαχθοῦν, τὴ σιωπὴ του ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου, τὴ σιωπὴ του καθ’ ὅλη τὴν πορεία του πρὸς τὸν Γολγοθά. Τὴ σιγή του στὸν ἐνταφιασμὸ του στὸν κῆπο, γιὰ τὸν ὁποῖο μιλάει τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη. Τὸν κῆπο ποὺ ξανάνοιξε τὸν κεκλεισμένο κῆπο τῆς Ἐδέμ. Καὶ μᾶς ξανάδωσε ζωὴ «καὶ  περισσόν».

Ὅμως ἡ σιγὴ, ὡς περιστολὴ τοῦ περισσοῦ λόγου καὶ τῆς περισσῆς πολυπραγμοσύνης, πρέπει περαιτέρω νὰ ἐπεκταθεῖ ὡς στάση καὶ  ὡς τρόπος γενικότερα στὴ ζωή μας. «Σχολάσατε καὶ γνῶτε» εἶναι ἡ ἀνοιχτὴ προτροπὴ ποὺ  μᾶς ἀπευθύνεται. Αὐτή ἡ σχόλη μᾶς κρατάει μακριά ἀπὸ τὸν τάραχο καὶ τὴν πολυπράγμονη πραγματικότητα, ποὺ μᾶς περιβάλλει. Ὄχι ὁπωσδήποτε ἀπὸ τὴ ζωή. Ἐν σιγῇ νὰ διεκδικοῦμε τὰ πρέποντα. Ἐν σιγῇ νὰ ἀναφερόμαστε στὸ Θεό. Μιμούμενοι τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» προσεύχεται ὑπὲρ ἡμῶν. Νὰ συνομιλοῦμε  μὲ τὸν Τριαδικό Θεό, σὰν τὸν Μωϋσῆ, ὁ ὁποῖος ἐνῶ, κάποια στιγμή, δὲν ἐφθέγγετο τίποτε, ἡ μυστικὰ προσευχόμενη καρδιά του τὰ ἔλεγε ὅλα στὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἄκουσε, περιέργως γιὰ τὰ κοσμικά, ἀπὸ τὸν Θεὸ τό «τὶ βοᾶς πρός με(Ἔξ 14,15), τὴ στιγμὴ ποὺ δὲν εἶχε λαλήσει τίποτα.  Αὐτὴ εἶναι ἡ «πολύφθογγος σιγή», γιὰ τὴν ὁποία μιλάει ὁ Ἄγιος Μάξιμος.

Εἶναι προφανὲς ὅτι ὑπὸ τὴ σιγὴ, τὴν ὁποία ἐκθειάζουμε, ἐνοοῦμε καὶ  πολλά πιὸ πέρα ἀπὸ τὴ κυριολεξία τῆς σιγῆς : Στὴ σιγὴ συγκαταλέγουμε τὴν ἄρνηση τοῦ ἄσκοπου λόγου, τὴν ἐγκατάλειψη τῆς μανιακῆς μέριμνας, τὴν μείωση τῆς πολυδραστηριότητας, τοῦ θελήματος, καὶ ἕνα σωρὸ ἄλλα πράγματα, ποὺ μᾶς ἀποξενώνουν ἀπὸ τὸ Θεό καὶ τὸ συν-αδελφό.

Οἱ μέριμνες καὶ οἱ θηλιὲς ποὺ μᾶς βάζει ὁ κοσμικὸς χρόνος καὶ μᾶς πνίγουν εἶναι πολλές. Ἂς σταματήσουμε κατ’ ἀρχὴν λιγάκι τὴ ροὴ τῆς παρούσας ἱστορίας καὶ ἂς σκεφτοῦμε τὸ αἰώνιο, πρὸς τὸ ὁποῖο μᾶς εἰσάγει ἡ ἀνάσταση. Ἂς ζήσουμε λιγάκι αὐτὸ ποὺ ὑπονοεῖ ὁ ὕμνος μας. Ἐλεύθεροι ὰπὸ ἄγχη καὶ φόβους. Ἀνοιγμένοι στὴν αἰωνιότητα. Μὲ πόθο συνάντησης μὲ αὐτὸν ποὺ ἔρχεται. Καὶ ὅλα αὐτὰ σὲ ἕνα κλῖμα σιγῆς, ποὺ ξεκινάει  ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία.

Πρόσφατες
δημοσιεύσεις
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Μαρκέλλου Πιράρ «Έτσι ψάλανε οι παππούδες»
Λόγος και Μέλος: Άρθρο Θωμά Αποστολόπουλου «Δέκα λεπτομέρειες για τη βυζαντινή μουσική»
Μνήμη Μανόλη Κ. Χατζηγιακουμή: σκαπανέας, διασώστης, κιβωτός
«Το ευ ζην μου εδίδαξε ο Λυκούργος Αγγελόπουλος»
«Θα ανοίξω το στόμα της ψυχής μου και θα γεμίσει από Άγιο Πνεύμα»