«Είδες μαθητήν; Είδες μαθητάς;»

13 Απριλίου 2023

Σε μια υπέροχη ομιλία του «Εις την προδοσίαν του Ιούδα, και εις το Πάσχα, και εις την παράδοσιν των μυστηρίων, …» (PG 49, 374- 378), ο Χρυσόστομος αναφέρεται στα γεγονότα που εορτάζει η Εκκλησία μας την Μεγάλη Πέμπτη.

Στην αρχή μάλιστα της ομιλίας του αυτής αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σήμερον, αγαπητοί, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός παρεδόθη (…) κλαύσον δε πικρώς, αλλά μη υπέρ του παραδοθέντος Ιησού αλλ’ υπέρ του προδότου Ιούδα», διότι «ο μεν παραδοθείς την οικουμένην έσωσεν, ο δε προδούς την εαυτού ψυχήν απώλεσε».

Έτσι ο ιερός Πατήρ στρέφει το μεγαλύτερο μέρος του λόγου του στο πρόσωπο του Ιούδα και στις συνθήκες της προδοσίας. Όσον αφορά τον χρόνο επισημαίνει: «Τότε πορευθείς εις των δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, προς τους αρχιερείς είπε· Τι θέλετέ μοι δούναι, και εγώ υμίν παραδώσω αυτόν;» (Ματθ. κστ’ 14-15). Τι προηγείται του «τότε;» Η μύρωση του Ιησού υπό της πόρνης γυναικός! «Και ότε η πόρνη μετενόησεν, τότε ο μαθητής τον διδάσκαλον προέδωκεν», λέει ο Χρυσόστομος.

Και δεν μπορούσε Εκείνος, λέει ο Χρυσόστομος, που είλκυσε την πόρνη από την αμαρτία να αποτρέψη και τον μαθητή από την προδοσία; Ασφαλώς, με την διαφορά ότι ο μαθητής από μόνος του πορεύθηκε προς τους ανόμους κριτές του Ιησού, «αυτός αφ’ εαυτού έτεκε τον δόλον, ουκ αναγκασθείς ουδέ βιασθείς», ερμηνεύει και πάλι ο θεόπνευστος Πατήρ. Αντιθέτως η πόρνη επεζήτησε και κέρδισε την σωτηρία της.

Εξ άλλου ο Ιούδας δεν ήταν ένας απλός μαθητής, αλλ’ «εις των δώδεκα». Ανήκε στην «δοκιμωτάτη τάξη» των μαθητών, καθ’ ότι οι δώδεκα απολάμβαναν μεγαλύτερη τιμή από τους εβδομήκοντα που είχαν «τα δευτερεία», υπογραμμίζει και πάλι ο Ιωάννης.

«Οράς από ποίου χορού εξέπεσεν (ο Ιούδας); οράς ποίας διδασκαλίας κατεφρόνησεν; οράς όσον κακόν έστιν η ραθυμία και η ολιγωρία;» αναρωτιέται με νόημα ο Χρυσόστομος. Δεν αρκεί μόνον να είσαι «εκλεκτός», αλλά χρειάζεται να μεριμνάς παράλληλα και να αγωνίζεσαι να διατηρηθής στο ύψος της αποστολής σου, κάτι που ασφαλώς δεν έπραξε ο Ιούδας.

Αντιθέτως, αντί να συμπορεύεται με τους υπολοίπους στην μέριμνα για την προετοιμασία του Πάσχα [«που θέλεις ετοιμάσωμέν σοι φαγείν το πάσχα» (Ματθ. κστ’ 17)], αυτός έσπευδε να κάνη δόλιες συμφωνίες, με αντικείμενο συναλλαγής τον ίδιο του τον Διδάσκαλο: «τι θέλετέ μοι δούναι, καγώ υμίν παραδώσω Αυτόν;»

«Ω της μιαράς φωνής! (…) Ταύτά σε επαίδευσεν ο Χριστός, ειπέ μοι!» αναφωνεί ο Χρυσορρήμων και συνεχίζει: «αντί τίνος παραδίδως τον διδάσκαλον; ότι σοι παρέδωκεν την εξουσίαν των δαιμόνων; ότι νοσήματα λύειν εποίησεν; ότι λέπρας καθαίρειν; ότι νεκρούς ανιστάν; αντί τούτων των ευεργεσιών ταύτας δίδως τας αμοιβάς;»

«Ω της απονοίας (της απογνώσεως)! μάλλον δε, ω της φιλαργυρίας! Όρα πόσα εξέβαλεν εκ της ψυχής του Ιούδα: τα θαύματα, την διδασκαλίαν, την νουθεσίαν, την κοινωνίαν την εν τη τραπέζη, πάντα εις λήθην ενέβαλεν η φιλαργυρία».

Βεβαίως, κατά τον Χρυσόστομο, δεν είναι μόνον η φιλαργυρία, το «παλαιόν» πάθος του Ιούδα, η αιτία για την επαίσχυντη πράξη της προδοσίας του Χριστού, αλλά προ πάντων η προαίρεση: «αύτη πάντων αιτία και των αγαθών και των κακών».

Ο Ιούδας, όπως είδαμε, δεν πιέστηκε να απεμπολήση τον διδάσκαλό Του. Ο Σατανάς «εισήλθε εις εκείνον», διότι βρήκε πρόσφορο έδαφος μέσα στην μιαρή του ψυχή, και ενήργησε σταδιακά μέχρι την τελική προδοσία και την αυτοχειρία του. Εξ άλλου ο ίδιος ο Κύριος προέβλεψε τις τραγικές συνέπειες της αυτονομήσεως του Ιούδα: «ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου ο Υιός του ανθρώπου παραδίδοται» (Ματθ. κστ’ 24).

Παρά το γεγονός, βεβαίως, ότι ο Χριστός ως Θεός γνώριζε ποιόν «έτρεφε» στον κύκλο Του, εν τούτοις του έδειξε αγάπη και έλεος και του έδωσε ευκαιρίες να αποφύγη την βδελυρή προδοσία, έστω και την ύστατη στιγμή.

Πρώτον, κατά τον Μυστικό Δείπνο, «εσθιόντων αυτών είπεν: αμήν λέγω υμίν ότι εις εξ υμών παραδώσει με» (ο.π. 22). Αυτό δεν το είπε, ασφαλώς, για τους άλλους μαθητές αλλά για τον «προδότη» Ιούδα («υμείς καθαροί εστέ, αλλ’ ουχί πάντες», Ιωάν. ιγ’ 11), που, σημειωτέον, ουδέποτε αναφέρεται στους Ευαγγελιστές μ’ αυτήν την προσωνυμία (μόνον στην υμνολογία), χάρη στο ύψος της αγαθότητος του Κυρίου!

Η στάση αυτή του Χριστού είναι άκρως παιδαγωγική αλλά και βαθιά αγαπητική. Ο Κύριος λέγοντας «εις εξ υμών παραδώσει με» (ο.π.), «εταράχθη» και πόνεσε. Γιατί εταράχθη; «ιδών την υπερβάλλουσαν αγνωμοσύνην και την μανίαν του μαθητού και επελεών αυτόν»! Και μάλιστα, συνεχίζει ο Χρυσόστομος, ο Κύριος «και μέχρι της αυτού προδοσίας ουκ επαύετο της του μαθητού διορθώσεως προνοούμενος». Εκείνος, όμως, ο δύσμοιρος «ουκ ησθάνετο εις οίον κρημνόν εαυτόν ωθών».

Και αυτό είναι το μεγάλο δράμα του Ιούδα. Είχε τόσο πολύ καταληφθή από το πάθος του, που τόλμησε να ρωτήση υποκριτικά: «μήτι εγώ ειμί, ραββί;» Έτσι έχασε την ευκαιρία για διόρθωση. Γι’ αυτό, αμέσως μετά από τον Μυστικό Δείπνο, και πάλι «εισήλθεν εις αυτόν ο Σατανάς», για να τον οδηγήση στην επιτέλεση του τελευταίου μέρους του σχεδίου του.

Πολλές «θεωρίες» έχουν διατυπωθή για το ποιόν του Ιούδα, μεταξύ των οποίων ότι ήταν σκληρόκαρδος, καθ’ ότι Ιουδαίος -ο μοναδικός Ιουδαίος μαθητής του Κυρίου-, ότι απογοητεύτηκε, επειδή δεν βρήκε επίγειο Μεσσία, όπως περίμενε, ότι γι’ αυτό φθόνησε στην συνέχεια τον Κύριο. Όλες αυτές έχουν την βασιμότητά των, καμμία ωστόσο δεν είναι τόσο επαρκής, όσο η θεωρία του Χρυσοστόμου περί προαιρέσεως.

Η διαφορά του από τους υπολοίπους οφείλεται, κατά τον Χρυσόστομο, στην «επιλογή». Οι υπόλοιποι, οι ένδεκα, επιλέγουν να μείνουν με τον Κύριο κατά τις δύσκολες αυτές ώρες, να τον συντροφεύσουν, να του συμπαρασταθούν, ως αληθινοί «φίλοι», όπως τους θεωρεί ο Χριστός. Ο Ιούδας, «ο εις των δώδεκα» επιλέγει να φύγη «μέσα στην νύχτα» και να δράση μέσα στο σκοτάδι.

Γι’ αυτό λοιπόν ο Χρυσόστομος αναρωτάται: «Είδες μαθητήν; Είδες μαθητάς;» Και συνεχίζει: «Των αυτών απέλαυσαν κακείνος και ούτοι θαυμάτων, των αυτών διδαγμάτων, της αυτής εξουσίας».

Εκείνοι, «οι ένδοξοι μαθηταί», «εν τω νιπτήρι του δείπνου εφωτίζοντο», την ίδια στιγμή που αυτός, «ο δυσσεβής», «εσκοτίζετο» από το πάθος της φιλαργυρίας. Και οι έντεκα και ο ένας με το ίδιο πρόσωπο κοινωνούσαν, με τον Χριστό. Όμως οι έντεκα γίνονται δεκτικοί του φωτός, του Χριστού, ενώ ο ένας δεν αφήνει το φως να τον καταυγάση αλλά προτιμάει να πνιγή μέσα στο σκοτάδι. Και παραμένει μέχρι τέλους δούλος του σκότους, δόλιος και αμετανόητος.

Επομένως, για να μην βυθιστούμε και εμείς στα σύγχρονα πηκτά σκοτάδια γύρω μας, δεν έχομε παρά να καθαρίζωμε διαρκώς το έσοπτρο της ψυχής μας, ώστε να δέχεται τις ακτίνες του φωτός-Χριστού. Αντλώντας συνεχώς και πάντοτε από την πηγή του φωτός και παραμένοντας ενωμένοι μαζί Του και μεταξύ μας, ως δέσμες φωτός, όχι μόνον θα λάμπωμε και θα ακτινοβολούμε φως από το φως Του, αλλά θα παραμένωμε και άνω στημένοι, όπως το φως!

Έτσι και μόνον έτσι δεν θα χάσωμε ούτε εφέτος την ευκαιρία να απολαύσωμε την πλούσια πνευματική τράπεζα που προσφέρει ο Κύριος σε όλους τους πιστούς και ειλικρινώς μετανοούντες φίλους Του, νυν και αεί και εις τον άπαντα αιώνα. Αμήν. Γένοιτο!