Πώς η φιλανθρωπία και η ελεημοσύνη έβγαλε τον βρώμικο τσιγκούνη από τον άδη και τον έκανε «στρατηγό και πρίγκιπα»;

25 Μαΐου 2023

Ιησούς Χριστός, (ψηφιδωτό), Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολη.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Γράφει ο π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος: Πριν μερικές δεκαετίες, και προ του 1940, σ’ ένα χωριουδάκι της Ηλείας, ζούσε μια χαριτωμένη απ’ το Θεό ψυχή, η κυρία Κατερίνα. Δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Όμως, ήταν ένας πολύ φωτισμένος άνθρωπος, με ακλόνητη και ζωντανή πίστι, σαν και εκείνη την οποία είχαν οι πρώτοι Χριστιανοί που έπεφταν και στην φωτιά για το Χριστό, προκειμένου να μην Τον αρνηθούν.

Και έτσι εκπληρώθηκαν τα λόγια του Κυρίου στη ζωή της ευλογημένης αυτής ψυχής: «Πάντα όσα εάν αιτήσατε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθ. Κα’ 22). Διότι όντως ήταν άνθρωπος της πολλής προσευχής.

Όταν μερικές φορές τον Ιούλιο μήνα σκοτείνιαζε ο ουρανός απ’ τα σύννεφα και προμηνυόταν βροχή επειδή οι θημωνιές με τα στάχυα παρέμεναν στ’ αλώνια κι αν έβρεχε οπωσδήποτε θα καταστρεφόταν η σοδειά, οι χωρικοί έτρεχαν στην κυρία Κατερίνα και της ζητούσαν να προσευχηθή να μη βρέξη!

Κι εκείνη, πήγαινε μπροστά στην εικόνα του Χριστού προσευχόταν, και τα σύννεφα έφευγαν!

(Αυτό μας θυμίζει τον Προφήτη Ηλία, ο όποιος, ήταν άνθρωπος «ομοιοπαθής ημίν» (Ιακ. ε’17), δηλαδή όμοιος με εμάς, που έχουμε αδυναμίες και πάθη και βέβαια, με πολλές αρετές και δυνατή πίστι στην προσευχή. Και όταν παρακάλεσε το Θεό για να πάρουν ένα μάθημα οι συμπατριώτες του Ιουδαίοι, δεν έβρεξε επί τριάμισι χρόνια Και όταν πάλι έκανε προσευχή, ο Θεός έστειλε «υετόν» (βροχή).)

Όταν αρρώσταινε κανείς, πάλι κατέφευγαν στην Κατερίνα να προσευχηθή, κι αν υπήρχε κάποιο τραύμα κάποιος δυνατός πόνος σε κάποιο σημείο του σώματος, βουτούσε τα δάκτυλά της στην κανδήλα και το άλειφε σταυροειδώς με λάδι. Και, ανάλογα με την πίστη είχαν και οι ασθενείς, ανταποκρινόταν και ο Θεός με θαύμα!

Ποτέ δε η αγιασμένη αυτή γυναίκα δεν δέχθηκε χρήματα η δώρο. Ό,τι έκανε, το έκανε ανιδιοτελώς, με μεγάλη απλότητα και φυσική ταπεινοφροσύνη. Η σκέψι της ήταν παρθενική· δεν την μόλυνε αυταρέσκεια ή υπερηφάνεια ή και εγωισμός.

Γι’ αυτό, το χάρισμα του Θεού δεν το έχασε μέχρι το τέλος της ωραίας ζωής της, που ελαμπρύνετο ακόμη περισσότερο απ’ την πολλή της ελεημοσύνη και μάλιστα «εν κρυπτώ».

Κάποτε, ο καινούργιος παπάς του χωριού, εντυπωσιασμένος απ’ τα αποτελέσματα της προσευχής αυτής της πιστής γυναίκας και υποψιαζόμενος μήπως υπάρχουν μαγγανείες και άλλου είδους γητεύματα, τη φώναξε και ιδιαιτέρως τη ρώτησε:
– Για πες μου, παιδί μου Κατερίνα, τι προσευχή κάνεις μπροστά στην εικόνα του Χριστού;

Κι εκείνη του απάντησε με τη φυσική της απλότητα:
– Εγώ παππούλη μου, όπως γνωρίζεις, δεν ξέρω γράμματα. Λέω μόνο μια προσευχή την οποία μου έμαθε η γιαγιά μου.
– Ποια; τη ρώτησε ο ιερεύς.
– Λέω: «Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος»! Και κατόπιν ζητάω απ’ το Θεό αυτό που με παρακαλούν οι συγχωριανοί μου να ζητήσω με την προσευχή μου απ’ το Χριστό η την Παναγία η από κάποιον Άγιο.

Ο ιερεύς έμεινε κατάπληκτος όταν άκουσε τον πρώτο στίχο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου! Έτσι, λοιπόν, βεβαιώθηκε για το άδολο αυτής της ψυχής και την απλή και βαθειά πίστι, που είχε σαν αποτέλεσμα τόση δύναμι στην προσευχή της.

Τον ρώτησε η κυρά-Κατερίνα:
– Μήπως δεν είναι σωστό αυτό το όποιο κάνω; Να κάνω κάτι άλλο;
– Όχι, όχι! Προς Θεού, μην αλλάξης αυτή την προσευχή! Αυτή την οποία ξέρεις, αυτή την οποία έμαθες, αυτή και να κάνης!

Όταν ήλθε η φοβερή γερμανική Κατοχή, το 1941, που οι Έλληνες καταδικάσθηκαν σε λιμοκτονία και ο κόσμος πέθαινε απ’ την πείνα, το μεγαλείο της ψυχής της κυρά-Κατερίνας φάνηκε ακόμη πιο πολύ. Ο συγχωρεμένος ο άνδρας της είχε αφήσει αρκετή περιουσία, την οποία είχε απ’ τον πατέρα του, τον κυρ-Αλέξη.

Μεταξύ των άλλων, το κελάρι του σπιτιού είχε πάνω από χίλιες οκάδες σιτάρι και δύο μεγάλα πιθάρια λάδι. Έτσι η Κατερίνα άρχισε τη διανομή στους πεινασμένους. Είχε ένα πιάτο βαθύ, το γέμιζε και μοίραζε γενναιόδωρα. Όταν οι ελεηθέντες της έδιναν ευχές, εκείνη τους έλεγε:
– Όχι σε μένα ευχαριστίες. Το σιτάρι είναι απ’ την περιουσία του πεθερού μου, του μπαρμπα-Αλέξη. Να λέτε: «Θεός συγχωρέσ’ τον κυρ-Αλέξη».

Όταν είχε μοιράσει περισσότερο απ’ το μισό στάρι, τις επτακόσιες περίπου οκάδες, είδε στον ύπνο της ιόν πεθερό της, για τον όποιο έλεγαν ότι ήταν ο φοβερότερος τσιγκούνης του χωριού, παρόλο που ήταν αρκετά ευκατάστατος.

Τον είδε σαν κατάδικο, με τα μαλλιά του μεγαλωμένα μέχρι κάτω, σε κακά χάλια, με γένια και βρώμικο πολύ.

Η Κατερίνα πήρε τότε ένα ψαλίδι, του έκοψε τα μαλλιά, τα γένια, τον περιποιήθηκε, τον έλουσε και τον έντυσε με καινούργια άσπρα ρούχα.

Και το πρόσωπο του κεκοιμημένου φωτίσθηκε! Έλαμπε ολόκληρος!

Τότε γύρισε και της είπε με ανακούφισι:
– Να ’σαι ευλογημένη, Κατερίνα μου! Με τις ελεημοσύνες σου με έβγαλες απ’ τον άδη, παιδί μου! Και με έκανες στρατηγό και πρίγκηπα!

 

Απ το βιβλίο του Πρωτοπρεσβυτέρου Στέφανου Αναγνωστόπουλου, «Πνευματικές Διαδρομές στους Μακαρισμούς, Πειραιάς 2009, όπως δημοσιεύεται στο περιοδικό Ορθόδοξη Μαρτυρία, αρ. 123, χειμώνα 2021.