Ο Άγιος Αμβρόσιος επίσκοπος Μεδιολάνων: λειτουργικές, αρχαιολογικές, καλλιτεχνικές και εικονογραφικές ειδήσεις

21 Μαΐου 2023

Ὁ παραπάνω λατῖνος ἐκκλησιαστικός συγγραφεύς (περί τά ἔτη 340-397), ἕνας ἐκ τῶν τεσσάρων μεγάλων πατέρων καί ἁγίων τῆς δυτι­κῆς Ἐκκλησίας (οἱ ἄλλοι εἶναι ὁ Αὐγουστῖνος ἀπό τήν Ταγάστη τῆς Νουμι­δίας στή βόρεια Ἀφρική καί ἐπίσκοπος Ιππώνας τῆς παραπάνω γεωγραφικῆς περιοχῆς (354-430), ὁ Ἱερώνυμος ἀπό τή Στριδώνα τῆς Δαλματίας, ἱερεύς καί μοναχός (περίπου 350-420) καί ὁ Γρηγόριος Α΄, ὁ Μέγας, ἀπόστολος τῶν Ἄγγλων, πάπας (540-604), ἐκτός τῆς ἄλλης ἐκκλησιαστικῆς καί θεολο­γικῆς δραστηριότητάς του (τά ἔργα του στούς τόμους XIV-XVII τῆς  Patrologia Latina [PL], ἔκδοση J.P. Migne),  μετά ἀπό ἐπί­δρα­ση τῆς  ἑλληνικῆς ἐκκλησιασικῆς μουσικῆς ἔγινε ὁ εἰσηγητής τῆς χριστιανικῆς λυρικῆς ποίησης, ἀλλά καί προστάτης τῶν λατρευ­τικῶν τιμῶν πρός τή Θεοτόκο  Μαρία.

Γνωστό εἶναι στή δυτική ἐκκλησιαστική μουσική τό λεγόμενο «ἀμβροσιανό μέλος» (cantus ambrosianus). Ὁμώνυμοι τοῦ ἁγίου αὐτοῦ εἶναι ἀξιόλογοι ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Ἀμβρόσιος Autpertus (Αὔθπερτος), στόν Η΄ αἰ. (+784) ἡγούμενος τῆς  μονῆς Ἁγίου Βικεντίου (San Vincenzo)  στήν πεδιάδα τοῦ Volturno (Piana di Volturno), στό Λάτιο (Lazio)  τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας, συντάκτης σχολίων στό καινοδιαθηκικό βιβλίο Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη, ὁμιλιῶν βίων ἁγίων καί πραγματείας, ὡς καί ὁ Ἀμβρόσιος Transversarius (Ἐγκάρσιος Πλάγιος) (1386-1439) ἀπό τήν ἰταλική Τοσκάνη (Toscana), ἐπικεφαλῆς τοῦ θρησκευτικοῦ τάγματος τῶν  Camaldolesi  (παραφυάδα τῶν  βενεδικτίνων μοναχῶν), ἀνθρωπιστής, συγγραφεύς θεολογικῶν πραγματειῶν καί μεταφραστής στή λατινική γλῶσσα πολλῶν Ἑλλήνων ἐκκλη­σια­­στικῶν συγγραφέων. Ἐπίσης μερικοί ἄλλοι ἀνθρωπιστές, θεολόγοι, ἀσκητές – μεταξύ αὐτῶν καί ἕνας ἄλλος Ἀμβρόσιος ἐκ Μιλάνου – συμπληρώνουν τόν κατάλογο μέ τήν ὀνομασία αὐτή.

            Τό ὄνομα Ἀμβρόσιος, ἐτυμολογικά, ὡς ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ ἐπιθέτου ἄμβροτος, ἀθάνατος στούς Ὁμηρικούς Ὕμνους (βλ. καί τό οὐσια­στικό ἡ ἀμβροσία, δηλαδή ἡ ἀθανασία, ἡ τροφή τῶν θεῶν τοῦ Ὀλύμπου καί ὡς ποτό τό νέκταρ) ἀντιστοιχεῖ νοηματικά στό ὄνομα Ἀθανάσιος (βλ. τόν ἅγιο Ἀθανάσιο Ἀλεξανδρείας [295-373] καί πλεῖστες ἄλλες ὁμώνυμες ἐκκλησαστικές προσωπικότητες στήν Ἀνατολή).

            Ὅ ἅγιος Ἀμβρόσιος τιμᾶται στή Δύση καί στήν Ἀνατολή τήν ἴδια ἡμέρα, δηλαδή στίς 7 Δεκεμβρίου, θεωρούμενη ἐπέτειο τῆς ἁγιοποίησής του, ἐνῶ ἡ ἡμέρα τῆς κοίμησής του εἶναι γιά τό βιβλίο τῆς κοινῆς προσευχῆς (προσευχητάριο) ἡ 4η Ἀπριλίου. Ἐνῶ στή βυζαντινή Ἀνατολή τό ὄνομα φέρουν μερικοί κληρικοί διαφόρων βαθμῶν στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία καί στίς τάξεις τοῦ μοναχισμοῦ, εἶναι μᾶλλον ἀνύπαρκτες οἱ ἐκκλησίες ἤ ἄλλα ἱερά καθιδρύματα μέ τήν ὀνομασία τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου.

            Ἀντίθετα στή Δύση, ἡ λατρευτική φήμη τοῦ ἁγίου αὐτοῦ εἶναι συνδεδεμένη ἰδιαίτερα μέ τήν ἰταλική μεγαλούπολη τοῦ Μιλάνου, πρω­τεύ­ουσα τῆς  Λομβαρδίας  (Lombardia), στη βόρεια χώρα, στήν ὁποία  ἀνα­δείχθηκε ἐπισκοπός της. Ἐκεῖ, στίς 7 Δεκεμβρίου, ἀρχίζουν διάφορες θρησκευτικές, λαογραφικές καί ἐμπορικές ἐκδηλώσεις, σέ μιά περιοχή τοῦ Μιλάνου, πού ἐπεκτείνεται πέραν τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ (Duomo), λίαν γνωστοῦ ἐμπορικοῦ κέντρου, παγκόσμιας φήμης γιά τόν συρμό (moda) καί τήν ἰταλική οἰκονομία. Εἶναι τέτοια ἡ ἐπίδραση τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ὥστε στήν πόλη τοῦ Μιλάνου, ἔχουν λάβει τήν ὀνομασία τους ἀπό τόν ἅγιο αὐτὀ, ἡ Ἀμβροσιανή Βιβλιοθήκη (Biblioteca Ambrosiama), ἱδρυμἐνη ἀπό τόν Federico Borromeo, ἀρχιεπίσκοπο  Μιλάνου (1594-1631), τό 1607, λίαν σημαντικό βιβλιογραφικό κέντρο καί μέ μεγάλη συλλογή ἀρχαίων εἰκονογραφημένων χειρογράφων καί μέ προσάρτηση διαφόρων μουσείων, καθώς καί ἡ ἀμβροσιανή λειτουργία. Αὐτή περιλαμβάνει ἀρχαῖο ρωμαϊκό τυπικό μέ τίς μεταρρυθμίσεις πού ἀφοροῦν τήν ἀγρυπνία-παραμονή (vigilia),  τίς ἀγρυπνίες κυριακῶν, τίς ἀγρυπνίες τῆς γενέθλιας ἡμέρας (dies natalis) τῶν μαρτύρων, τίς ἀγρυπνίες τῆς σύναξης (statio) (vigiliae stationales), τίς καθημερινές ἀγρυπνίες, πιθανῶς ἀλεξανδρινῆς προέλευσης, οἱ ὁποῖες καί σηματοδοτοῦν τήν ἔναρξη τῆς τέλεσης τῆς ἀκολουθίας τοῦ ἑσπερινοῦ (lucernalis) καί τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου (nocturna), τά ἀντίφωνα (antifone) καί τόν ὕμνο (canto ambrosiano). Ἡ ὡς ἄνω λειτουργία σχετίζεται με τά λειτουργικά βιβλία  τοῦ Μιλάνου, ὅπως τό λειτουργικό (messale), ἡ ἀκολουθία ὡρῶν (breviario), τό  ποντιφικό (ἐπισκοπικό) (pontificale), οἱ μεγάλοι λειτουργικοί κύκλοι τῶν  Χριστουγἐννων, τοῦ Πάσχα, τῆς Πεντηκοστῆς καί τό λεγόμενο Santorale, δηλαδή μέρος τῶν βιβλίων τοῦ Λειτουργικοῦ καί τῆς Ἀκολουθίας  τῶν Ὡρῶν, ὀνομαζόμενο καί Proprium de Sanctis (Ἀτομικό [ἴδιο] περί τῶν Ἁγίων). Ἐπίσης σχετίζεται καί μέ τήν ἰδιαιτερότητα τῶν  χρωμάτων  καί τόν συμβολισμό τους στά ἱερά ἄμφια τοῦ κλἠρου στἰς διάφορες ἑορτές τοῦ λειτουργικοῦ ἔτους.

            Γνωστή εἶναι ἐπίσης ἡ Ἀμβροσιανή Πινακοθήκη (Pinacoteca Ambrosiana) ἀπό τόν ΙΖ΄ αἰ., πού βομβαρδίστηκε στόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945), ἀνοικοδομήθηκε πλήρως καί λειτούργησε ἐκ νέου τό 1966. Κατέχει σημαντικά σημαντικά ζωγραφικά ἔργα τῶν  καλλιτεχνῶν Domenico Ghirlandaio (1449-1494), Sandro Botticelli (περίπου 1445-1550), Raffaello Sanzio (1483-1520), Caravaggio (1573-1610), Tiziano (περίπου 1487-1576), Veronese (περίπου 1528-1588) καί ἄλλων. Ἀκόμη προστίθεται καί τό λεγόμενο ἀμβροσιανό ἄσμα ἤ μέλος (canto ambrosiano), χρησιμοποιούμενο στήν ἀμβροσιανή λειτουργία (liturgia ambrosiana), τό ὁποῖο στούς παλαιότερους χρόνους ἦταν διαδεδομένο μέχρι τήν πόλη τοῦ Benevento στήν Καμπανία (Campania)  τῆς νὀτιας Ἰταλίας καί τή μονή τῶν  βενεδικτίνων τοῦ Montecassino, πλησίον τῆς πόλης τοῦ Cassino τοῦ Λατίου (Lazio) τῆς κεντρικῆς Ἰταλἰας. Προσέτι ἀναφέρεται τό ρωμαιοκαθολικό μοναχικό τάγμα τῶν Ἀμβροσιανῶν, ἀπό τόν ΙΔ΄ αἰ. μέχρι καί τά μέσα τοῦ ΙΖ΄ αἰ., ὅταν διαλύθηκε, τό ὁποῖο καί χρησιμοποιοῦσε τή λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου. Παράλληλες μοναχικές ἀδελφότητες προέκυψαν ἀπό τό παραπάνω θρησκευτικό τάγμα.

            Ἀπό τό κύριο ὄνομα Ambrosius (στή λατινική γλῶσσα) προέρχοντσι τα ἰταλικά ἐπώνυμα Amrbosiani, Ambrosini, Ambrosoli  καί ἄλλα, ἐνῶ ἀπό τό ὄνομα Ambrogio (στήν ἰταλική γλῶσσα) ἔχουν καθιερωθεῖ τά ἐπώνυμα Ambrogi, Ambrogini καί ἄλλα. Ἀντίθετα ἀπό τό ἑλληνικό ὄνομα Ἀμβρόσιος ὑφίστανται τά ἐπώνυμα Ἀμβροσιἀδης, Ἀμβροσίου καί ἕτερα. Ἡ ὀνομασία Ambrosiaster (Ἀμβροσιαστής) εἶναι φανταστικῆς προέλευσης ἐπινοημένη ἀπό τόν ἐπιφανῆ ὁλλανδό ἀνθρωπιστή Ἔρασμο (Desiderius Erasmus Roterodamus) (Ρότερνταμ 27.10.1469 – Βασιλεία Ἑλβετίας 12.7.1536) γιά νά καθορίσει ἕνα ἀνώνυμο ἀρχαῖο χριστιανό συγγραφέα, στόν ὁποῖο ὀφείλεται πλῆρες ὑπόμνημα στίς ἐπιστολἐς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού ἀποδίδεται ὅμως ἄστοχα στόν ἅγιο Ἄμβρόσιο.

(Συνεχίζεται)