Ο Λόγος στον Πλωτίνο και στον Μάξιμο τον Ομολογητή

8 Μαΐου 2023

1. Τον 3ο αι. μ.Χ., οπότε εμφανίζεται ο Νεοπλατωνισμός, η ελληνική φιλοσοφία, εντός της ρωμαϊκής οικουμένης ήδη, έχει διαφοροποιηθεί αισθητά από την κλασική παράδοση. Οι φιλόσοφοι έχουν παραδεχτεί ή αποδεχτεί το γεγονός ότι είναι ανέφικτη η δημιουργία μιας κοινωνίας με τους ίδιους στην εξουσία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να χάσουν το ενδιαφέρον τους για την πολιτική και να τη θέσουν εκτός του αντικειμένου τους. Ο σημαντικότερος Νεοπλατωνικός φιλόσοφος, ο Πλωτίνος (Λυκόπολις Αιγύπτου 205 μ.Χ. – Καμπανία Ιταλίας 270 μ.Χ.), περιόρισε την πολιτεία του Πλάτωνος σε μια κοινωνία αποκλειστικά για φιλοσόφους. Η πλωτίνεια πολιτεία θα λειτουργεί απομονωμένη, ασκητικά, πέρα από τον υπόλοιπο κόσμο. Επιπλέον, τα πορίσματα των φιλοσοφικών ερευνών θα κωδικοποιούνται με νέους όρους, ώστε να κατανοούνται αποκλειστικά από τους φιλοσόφους. (Παρεμπιπτόντως: Θεωρώ ότι η πλατωνική πόλη εξακοντίστηκε μέχρι τη σκέψη του Τόμας Μορ (1478-1535), οδηγώντας τον στη χαρτογράφηση της Ουτοπίας του. Εδώ η λεκτική κωδικοποίηση δεν στρέφεται, όπως στους Νεοπλατωνικούς, σε καινούργιους κρυφούς φιλοσοφικούς όρους, αλλά σε νέο ουτοπιανό αλφάβητο). Έχοντας αυτοαναφορική αντίληψη, οι Νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη λύση προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι πολίτες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο δεν αφορά το πεδίο της φιλοσοφικής τους έρευνας.

2. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι του Νεοπλατωνισμού είναι, χρονικά, ο Αμμώνιος Σακκάς, ο Πλωτίνος, ο Πορφύριος, ο Ιάμβλιχος, ο Πρόκλος και ο Δαμάσκιος. Σε σχέση με το θέμα μας, οι θέσεις τους θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ακολούθως: Ανώτερη υπερβατική αρχή αποτελεί το Εν ή Αγαθόν. Είναι αυτοτελές, αναλλοίωτο, ανεξάρτητο από τις μεταβολές του χώρου και του χρόνου και απρόσιτο στη σύλληψή του. Για τον Πλωτίνο το Εν αποτελεί την πρώτη υπόσταση, από την οποία, λόγω πλεονάσματος του είναι του, απορρέουν αυθόρμητα και αναγκαία, δίχως αγάπη ή βούληση, οι δύο άλλες: ο Νους (δεύτερη υπόσταση) και η Ψυχή (τρίτη υπόσταση). Ακόμη, στο Εν ενδημούν οι «σπερματικοί λόγοι», δηλαδή οι αιτιώδεις αρχές του κόσμου.

Οι τρεις υποστάσεις είναι αδιαίρετες, και σε αυτές οφείλεται η ύπαρξη της ύλης, δηλαδή η ύπαρξη του μη πραγματικού κόσμου, όπου δεν διακρίνεται απορροή του Αγαθού. Σύμφωνα με τον Πλωτίνο, ο μη πραγματικός κόσμος είναι μη πραγματικός καθόλου, θέση που κατόπιν ανασκευάστηκε, κυρίως από τον Πρόκλο και τον Δαμάσκιο, αφού γι’ αυτούς το Αγαθό, στο επίπεδο της ύλης, είναι παρόν ως έσχατη αντανάκλαση.

Μεταξύ μεταφυσικού και εμπειρικού κόσμου παρεμβάλλεται ένα θείο πλήθος, ώστε να αναδειχθεί η σχέση δημιουργού – δημιουργήματος. Οι θείες οντότητες απορρέουν από το Εν δίχως να το αποδυναμώνουν και πρόκειται για τον Νου και τις Ιδέες, στο επίπεδο της νόησης, και ακολούθως για την Ψυχή του κόσμου και τις Ατομικές ψυχές στο επίπεδο της ζωής. Η Ψυχή του κόσμου και οι Ατομικές ψυχές αναπτύσσουν με τον αισθητό κόσμο σχέσεις αιτιακές.

Για τους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους η εμπειρία είναι περιττή. Η μεταφυσική τους την απορρίπτει θεωρώντας ότι η εξέταση των ζητημάτων περί θεϊκής αρχής ή του είναι, όπως και ο τρόπος εξέτασης, δεν εμπίπτει στη σφαίρα της ύλης. Με άλλα λόγια, η γνωσιολογική απόπειρα και εντέλει καθαρότητα επιτυγχάνεται ενορατικά.

Ειδικότερα, για την έννοια του Λόγου, ο Πλωτίνος τη συνδέει αφενός με τη σχέση Ενός και Νόησης, αφετέρου με τη δημιουργία της Ψυχής, ενώ τα δύο ή και περισσότερα επίπεδα της Ψυχής, (Ψυχή του κόσμου, Ατομικές Ψυχές), φανερώνουν δύο ή περισσότερα επίπεδα Λόγων. Ο Λόγος για τον Πλωτίνο δεν συγκροτεί μιαν ιδιαίτερη υπόσταση. Αποτελεί μονάχα τον εκφραστή της σχέσης μεταξύ της Υπόστασης και της πηγής της ή των δημιουργημάτων της και η έννοιά του διαφοροποιείται ανάλογα.

Όσον αφορά τη σχέση υπόστασης και δημιουργήματος, Λόγος σημαίνει «έλλογο σχέδιο», τη «διαμορφωτική αρχή», δια της οποίας εμφανίζεται και αναπτύσσεται η κατώτερη πραγματικότητα. Συνεπώς, η Ψυχή διακυβερνά δια του Λόγου τον αισθητό κόσμο. Δηλαδή: «Ὅπου ἐν τῷ αἰσθητῷ κόσμῳ ὑπάρχει ἀντικείμενόν τι μετέχον ζωῆς, οἵας δήποτε, ἐκεῖ τυγχάνει παροῦσα μία ψυχή, δι’ ἧς αὐτὸ ζωογονεῖται· καὶ ὅπου ὑπάρχει μία μορφή, οἵα δήποτε, ἐκεῖ εἰσιν ἐνεργοὶ οἱ τῆς ψυχῆς λόγοι, κατορθοῦντες τὴν μορφὴν ταύτην», (Βλ. Βιζυηνός, Γ. Μ., Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω, σχεδίασμα εισαγωγής Παύλος Καλλιγάς, εκδ. Αρμός, Αθήνα 21995, σελ. 112).

Έχοντας μυστικιστική διάθεση, τελικό ζητούμενο για τον Πλωτίνο είναι η επιστροφή της ψυχής του ανθρώπου στο Αγαθό. Με σκοπό να οδηγηθεί η Ψυχή στο Εν, επανέρχεται στον Νου μέσω της φιλοσοφίας. Δηλαδή, ο εξαγνισμός της ατομικής ψυχής από το σώμα, χάρη στη διάνοια και την ηθική βούληση, την οδηγεί στη θεϊκή αρχή της.

3. Η έννοια του Λόγου στην Παλαιά Διαθήκη, όπως αυτή ερμηνεύθηκε με την εμφάνιση της Καινής, ταυτίζεται με τη θεία οικονομία μέσ’ από την οποία ο Θεός αποκαλύπτεται. Ο Λόγος δεν διαχέεται σε κάθε ανθρώπινο ον, ει μη μόνο στους Προφήτες, δηλαδή στους πνευματικούς ανθρώπους τους οποίους έχει επιλέξει ο Θεός για να μεταφέρουν τον Λόγο του στους ανθρώπους. Ο άνθρωπος, με τη σειρά του, καλείται να εμπιστευτεί τον Λόγο του Θεού και να τον ασπαστεί στην πληρότητά του. Δια του Λόγου ο Θεός αφενός αποκαλύπτεται, αφετέρου ενεργεί. Ο αποκαλυπτικός Λόγος φανερώνεται μέσ’ από τον μωσαϊκό νόμο, καταδεικνύει την κρυφή σημασία των πραγμάτων και των γεγονότων και αναγγέλλει τους έσχατους καιρούς. Ταυτόχρονα, ο Θεός ενεργεί δια του Λόγου, κυβερνώντας την κτίση έως ότου ολοκληρωθεί το σχέδιο της σωτηρίας.

Στην Καινή Διαθήκη Λόγος είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο Λόγος του Θεού παίρνει υπόσταση, αποκαλύπτεται μέσω των θαυμάτων και ενεργεί για τη σωτηρία του ανθρώπου. Πριν τον Χριστό, ο Λόγος του Θεού δεν φανερωνόταν ανοικτά, ο Θεός προετοίμαζε τους ανθρώπους ότι θα φανερωθεί για να τους διδάξει τον δρόμο της σωτηρίας τους. Έτσι, με τη Δευτέρα Παρουσία του Λόγου, ο αισθητός κόσμος, τα ανθρώπινα όντα που πίστεψαν στον Λόγο, θα νικήσουν τις δυνάμεις του κακού.

Στην ταύτιση του Χριστού με τον Λόγο του Θεού προέβη ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Χρησιμοποίησε τον όρο Λόγος για να διακρίνει την προάναρχη υπόσταση του Χριστού. Ο Λόγος φανερώνει την προαιώνια ύπαρξή Του, δείχνει ότι δια του Χριστού δημιουργήθηκε ο κόσμος, και ότι η επίγνωση του Θεού επιτυγχάνεται μέσω αυτού, καθότι ο Χριστός αποτελεί την ανακεφαλαίωση των πάντων.

Μετά τον ευαγγελιστή Ιωάννη, ο Ιουστίνος (περ. 100 μ.Χ. – περ. 165 μ.Χ.), βασισμένος στα λόγια του Ευαγγελίου, αλλά και στις θέσεις του Φίλωνα του Ιουδαίου, διετύπωσε τη θέση ότι σημαντικές προχριστιανικές προσωπικότητες, όπως ο Αβραάμ και ο Σωκράτης, καθοδηγήθηκαν, κατά κάποιον τρόπο, από τον Λόγο τοῦ Θεού, οπότε ο λόγος τους περιέχει ψήγματα Λόγου. Ωστόσο, όπως θεωρεί ο Ιουστίνος, ο εντοπισμός του λανθάνοντος Λόγου της Αρχαιότητας έγινε κατορθωτός μόνο με τη ενσάρκωση του Λόγου του Θεού.

Ο Μάξιμος ο Ομολογητής (Κωνσταντινούπολη 580 μ.Χ. – Αλανία Καυκάσου 662 μ.Χ.), ο κυριότερος πολέμιος του Μονοθελητισμού, προχώρησε σε μιαν ιδιαίτερη θεώρηση του Λόγου, βασισμένος στην ορθόδοξη παράδοση και επηρεασμένος από τη Νεοπλατωνική φιλοσοφία. Ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν, και, σύμφωνα με τον Μάξιμο, οι λόγοι των όντων υπήρχαν στον Θεό ανέκαθεν, πριν τη δημιουργία του κόσμου. Γι’ αυτό δεν είναι αυθύπαρκτοι. Οι λόγοι των όντων έχουν ως αρχή τους τη σοφία και τη θέληση του Θεού, όπως και η δημιουργία του κόσμου είναι προϊόν της αγάπης και της θέλησης του Θεού. Αν οι λόγοι των όντων ήταν αυθύπαρκτοι, η δημιουργία θα ήταν αναγκαία. Μαζί με τη δημιουργία του κόσμου, άρχισε ο χρόνος, ο οποίος είναι μετρήσιμος. Μετά τον χρόνο, θα αρχίσει η αιωνιότητα, δηλαδή ο ακίνητος χρόνος. Ο Θεός, επειδή είναι δίμετρος, μετέχει και στον χρόνο και στον αιώνα, ενώ ο κόσμος όχι, επειδή δεν είναι της ίδιας φύσης με τον Θεό.

Κατά τον Μάξιμο, υπάρχουν πέντε διαδοχικές διακρίσεις του σύμπαντος: 1. Άκτιστη – κτιστή φύση, 2. Νοητά – αισθητά (στην κτιστή φύση) 3. Ουρανός – Γη (στα αισθητά), 4. Παράδεισος – οικουμένη (στη Γη), και 5. Άρρεν – θήλυ (στους ανθρώπους). Προορισμός του ανθρώπου είναι να ενώσει τα δύο φύλλα σε ένα. Εν γένει, οι λόγοι των όντων τείνουν σε ολοένα μεγαλύτερες ενώσεις μέχρι την τελική ένωση με τον Χριστό, ο οποίος ενώνει τα πάντα μέσω της αγάπης. Η υπακοή του ανθρώπου στο θείο θέλημα επιτυγχάνει τη σχέση της αγαπητικής αμοιβαιότητας, εντούτοις ο άνθρωπος απέτυχε –όπως είχε προϋπολογισθεί– να προσεγγίσει τη θέωση, γι’ αυτό και ενσαρκώθηκε ο Λόγος – αν και ο πραγματικός Θεάνθρωπος εμφανίστηκε μόνο σε λίγους μαθητές κατά τη Μεταμόρφωσή Του.

Ο Μάξιμος, διατυπώνοντας τη φιλοσοφία της κίνησης, θεώρησε ότι τα όντα είναι ακίνητα ως προς τον λόγο της υπόστασής τους, και ότι κινούνται ως προς τον λόγο της κατάστασής τους. Η κίνηση των όντων αποσκοπεί στην επιστροφή στον Θεό. Με την κίνηση η φύση των όντων αποκτά υπαρξιακή πληρότητα και παράλληλα «ορέγεται» τη γενεσιουργό αιτία τους. Η υπαρξιακή πληρότητα επιτυγχάνεται μόνο όταν το ον θελήσει να κινηθεί προς τον ακίνητο Θεό, ο οποίος τα ελκύει με τον λόγο που ενυπάρχει στη φύση τους. Έτσι, ο άνθρωπος αποφασίζει για το αν θα κινηθεί ή όχι. Η κίνηση του ανθρώπου μεταμορφώνεται σε προσωπική έκσταση, όταν θελήσει να κινηθεί για να επιτύχει τη θέωση.

Η σύνδεση από τον Μάξιμο του γεγονότος της σάρκωσης με τις ευχαριστιακές σαρκώσεις του Λόγου, τον οδήγησε να ταυτίσει αφενός τους λόγους των νοητών με το αίμα της ευχαριστιακής σάρκωσης, αφετέρου τους λόγους των αισθητών με τη σάρκα της ευχαριστιακής σάρκωσης.

4. Οι θεολογικές όψεις του νεοπλατωνικού Πλωτίνου, και ιδίως το σχήμα των τριών υποστάσεων, επίδρασαν αξιόλογα στο υπό διαμόρφωση δόγμα της Αγίας Τριάδος, επηρεάζοντας, ταυτόχρονα, τη χριστιανική μυστική θεολογία. Ο Νεοπλατωνισμός αφομοιώθηκε από τον μεσαιωνικό Χριστιανισμό επειδή ο Νεοπλατωνισμός ιεράρχησε ένα μεταφυσικό σύμπαν μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Άλλωστε, και ο Νεοπλατωνισμός είχε, από την πλευρά του, απαντήσει με επάρκεια στο αίτημα για τη λύτρωση του ανθρώπου.

Για τους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, οι οποίοι θεωρούσαν αφηρημένο και ασύλληπτο το Εν, ήταν αδιανόητος ο χριστιανικός Θεός, δηλαδή η προσωπική θεότητα με βούληση, νόηση και αγάπη για τα δημιουργήματά του, ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο από το μηδέν – αν και πιθανώς ο Αμμώνιος θεωρούσε ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από προϋπάρχουσα ύλη, αλλά από το μηδέν, σύμφωνα με το θέλημα του προνοιακού Θεού. Ενώ για τους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους η δημιουργία θεμελιώνεται στη διαδικασία της απορροής, ακούσια από το Εν, ο χριστιανικός Θεός δημιουργεί βάσει σχεδίου.

Ο κόσμος κτίστηκε από τον χριστιανικό Θεό ως δώρο ελευθερίας, χάριτος, κάτι για το οποίο ο άνθρωπος είναι ευγνώμων. Με αφορμή την αναφορά στην ευχαριστιακή οντολογία, προσθέτουμε το: «Ὁ συναΐδιος Λόγος τοῦ προανάρχου Πατρὸς» και το: «Ὁ ἐκ Πατρὸς ἀϊδίως καὶ ἐκ Μητρὸς χρονικῶς φανερωθεὶς τῷ κόσμῳ ὑπερούσιος Λόγος». Επειδή από τη φύση του ο θνητός υπόκειται σε αφανισμό, επιβάλλεται η υπέρβαση του θανάτου. Η αθανασία εξασφαλίζεται μόνο με την αγάπη, δηλαδή με την αδιαιρέτως ένωση με τον Θεό.

Η νεοπλατωνική ένωση του ανθρώπου με το Εν, στο πλαίσιο της επιστροφής των υποστάσεων και των δημιουργημάτων, μέσω της άσκησης και της έκστασης, επηρέασε τους μυστικούς θεολόγους ως προς την κάθαρση, ως προϊόν άσκησης, και ως προς την έκσταση και τη θέωση. Σύμφωνα με τον Μάξιμο, όταν τα όντα υποτάσσονται στην αίσθηση, πάσχουν, εντούτοις ο άνθρωπος με το θέλημά του επιλέγει για το αν θα χειριστεί τα πάθη για την απόκτηση αρετών (αδιάβλητα πάθη) ή για το αν θα προτιμήσει τα αξιοκατάκριτα πάθη (διαβεβλημένα). Ο Μάξιμος προσπάθησε να παρουσιάσει την επιστροφή στον Θεό δια του καθαγιασμού, θεωρώντας ότι η δημιουργία δεν υφίσταται έξω από τον Θεό, αλλά ότι η ύπαρξή της είναι συμμέτοχός Του.

Όσο για το ζήτημα του χρόνου, ο Πλωτίνος θεωρεί ότι ο Νους βρίσκεται σε αιώνια γαλήνη, ενώ η ψυχή μεταβαίνει από την αιώνια ζωή στο επίπεδο της ύπαρξης, επιθυμώντας την επαλληλία των πραγμάτων και όχι την ταυτόχρονη ύπαρξή τους. Αὐτή ακριβώς η διαδικασία της επαλληλίας αποτελεί για τον Πλωτίνο τον χρόνο, ενώ για τον Μάξιμο ο χρόνος αρχίζει με τη δημιουργία του κόσμου και θα σταματήσει με τη Δευτέρα Παρουσία του Λόγου.

5. Συνοψίζοντας τα όσα εκτέθηκαν, παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με τον Πλωτίνο, το Εν, ως πρώτη υπόσταση, στο οποίο ενυπάρχουν οι σπερματικοί λόγοι, δημιούργησε τον κόσμο από προϋπάρχουσα ύλη, δίχως αγάπη, νόηση ή βούληση. Το σύμπαν του Πλωτίνου, Νους και Ψυχή, δημιουργήθηκε δια της απορροής από το πλεόνασμα του είναι του Αγαθού, αυθόρμητα και αναγκαία. Ο Λόγος αποτελεί την εξωτερική εκδήλωση της μιας υπόστασης προς την άλλη και δεν συγκροτεί ιδιαίτερη υπόσταση, ενώ ο μη πραγματικός κόσμος υπάρχει με την πλήρη απουσία του Αγαθού. Προορισμός της ψυχής είναι η επιστροφή προς το Εν και αυτή επιτυγχάνεται, δια της νόησης, με την κάθαρσή της από το σώμα.

Στην Παλαιά Διαθήκη ο Λόγος του Θεού, ο οποίος αποκαλυπτόταν και ενεργούσε, διοχετευόταν αποκλειστικά στους Προφήτες. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από το μηδέν με την αγάπη και τη θέληση του Θεού και ο άνθρωπος είναι ευγνώμων γι’ αυτό. Ο Λόγος στη χριστιανική θεολογία, κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη και τον Ιουστίνο, ταυτίζεται με τον Χριστό. Ο Λόγος του Θεού πήρε υπόσταση με τη Δημιουργία, ενώ οι λόγοι των όντων προϋπήρχαν της Δημιουργίας, δηλαδή δεν είναι αυθύπαρκτοι. Σύμφωνα με τη θεωρία του Μάξιμου του Ομολογητή περί κίνησης, τα όντα είναι ακίνητα ως προς τον λόγο της κατάστασής τους και κινούμενα ως προς τον λόγο της υπόστασής τους. Ο άνθρωπος είναι αυτός που εντέλει επιλέγει για το αν θα κινηθεί, μέσα από μια καθαγιασμένη πορεία, προς τον Θεό με σκοπό την ένωση μαζί Του.