Ο σκώληκας της αμαρτίας και ο άνθρωπος της μετανοίας

30 Μαΐου 2023

(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=373350)

Ἐγὼ δὲ εἰμι σκώληξ, καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων, καὶ ἐξουθένημα λαοῦ. Πάντες οἱ θεωρούντές με ἐξεμυκτήρισάν με, ἐλάλησαν ἐν χείλεσιν, ἐκίνησαν κεφαλήν.

Ο Δαυίδ είχε κάθε λόγο να αισθάνεται έτσι, δηλαδή σαν σκουλίκι και όχι άνθρωπος, σαν ντροπή των ανθρώπων και σαν εξευτελισμός των ανθρώπων, διότι έκανε διπλό και βαρύ αμάρτημα, φόνο και μοιχεία. Ο Χριστός όμως, που εννοείται εδώ, δεν είχε κανένα λόγο, όμως φόρεσε την φθαρτή  σάρκα του ανθρώπου και πήρε πάνω του τις αμαρτίες των ανθρώπων, είναι «ο αίρων την αμαρτίαν  (την προσωπική) και τας αμαρτίας του κόσμου». Ύστερα από αυτό τί μπορούμε να πούμε εμείς για τον εαυτό μας; Είμαστε πολλές φορές σκουλίκια, ντροπή και όνειδος των ανθρώπων, κι ας μην έχουμε κάνει κάτι το φοβερό. Έτσι πιστεύουν οι άγιοι, διότι αναλογίζονται τα φοβερά αμαρτήματα που κάνουν οι άνθρωποι. Αυτό τους  οδηγεί στην ταπείνωση και τους δίνει το εισιτήριο για την βασιλεία των ουρανών. Τους  «μυκτηρισμούς» και το κούνημα της κεφαλής πρώτος ο Χριστός τους υπέστη  από τους στρατιώτες της λεγεώνας στην αυλή του Πιλάτου: « Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν ᾽Ιησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ᾽ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν. 27.28 καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν χλαμύδα κοκκίνην περιέθηκαν αὐτῷ, 27.29 καὶ πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ καὶ κάλαμον ἐν τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἐνέπαιξαν αὐτῷ λέγοντες, Χαῖρε, βασιλεῦ τῶν ᾽Ιουδαίων, 27.30 καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ» (Ματθ.27-30.

Χειρότερους ονειδισμούς υπέστη ο Χριστός και κατά την Σταύρωση.

« Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν 27.40 καὶ λέγοντες, ῾Ο καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν, σῶσον σεαυτόν, εἰ υἱὸς εἶ τοῦ θεοῦ, [καὶ] κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. 27.41 ὁμοίως καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων ἔλεγον, 27.42 ῎Αλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· βασιλεὺς ᾽Ισραήλ ἐστιν, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾽ αὐτόν. 27.43 πέποιθεν ἐπὶ τὸν θεόν, ῥυσάσθω νῦν εἰ θέλει αὐτόν· εἶπεν γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός. 27.44 τὸ δ᾽ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες σὺν αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν» . (Ματθ.27, 39-44). Αυτό ακριβώς δίδαξε και στους ανθρώπους με το παράδειγμά του: «μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης…», αλλά μόνο λόγω δικαιοσύνης και αφοσίωσής μας προς τον Θεό και όχι για δικά μας σφάλματα.

Από όσα προηγήθηκαν είναι προφανές γιατί ο ψαλμός αυτός διαβάζεται στις Ώρες της Μ. Παρασκευής.

Ἤλπισεν ἐπὶ Κύριον, ῥυσάσθω αὐτόν, σωσάτω αὐτόν, ὅτι θέλει αὐτόν, ὅτι σὺ εἶ ὁ ἐκσπάσας μὲ ἐκ γαστρός, ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ μαστῶν τῆς μητρός μου, ἐπὶ σὲ ἐπερρίφην ἐκ μήτρας. Ἀπὸ γαστρὸς μητρός μου Θεός μου εἶ σύ, μὴ ἀποστὴς ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι θλίψις ἐγγύς, ὅτι οὐκ ἔστιν ὁ βοηθῶν μοί.

Είναι πολύ αποκαλυπτικοί αυτοί οι στίχοι, όπως και οι παραπάνω, ενώ φαίνεται ο ψαλμωδός να τα λέει για τον εαυτό του, στην πραγματικότητα τα λέει προφητικά για τον Χριστό, όταν   οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι   τον έφεραν στον Πιλάτο να τον δικάσουν δήθεν, ενώ οι ίδιοι είχαν πάρει την απόφαση να τον σταυρώσουν. Αυτά τα μαρτύρια ο Χριστός τα έζησε ως άνθρωπος, και ο Δαυίδ τα προλέγει προ πολλών αιώνων.

          Εδώ ο Δαυίδ  περιγράφει τους  εμπαιγμούς κατά του Χριστού ακόμη και πάνω στο Σταυρό. Οι σταυρωτές του έλεγαν κοροϊδευτικά: «Στήριξε τις ελπίδες του στο Θεό, ας τον σώσει τώρα. Ας τον σώσει, για να αποδείξει ότι ο Θεός τον θέλει και τον αγαπά». Στη συνέχεια δεν μπορεί κανείς να διακρίνει αν αυτά που λέγει ισχύουν για τον Χριστό ή και για τον εαυτό του.  Μάλλον πρόκειται για τις μύχιες σκέψεις του Χριστού πάνω στον Σταυρό, όπου η αχαριστία των ανθρώπων περίσσεψε. Του έρχεται λοιπόν στο μυαλό πώς γεννήθηκε «ασπόρως» από την μήτρα της μητέρας του, πώς θήλασε από τους μαστούς της και ποτέ από τότε δεν τον εγκατέλειψε ο Κύριος, ο Θεός Πατέρας του, και τώρα που ήρθε δίπλα του η θλίψη παρακαλεί τον Κύριο να μην φύγει από κοντά του, γιατί αυτόν έχει ως μόνο βοηθό. Όλα αυτά τα υπέστη ο Χριστός, τα δοκίμασε πιο μπροστά και ο Δαυίδ και τώρα καλούνται να τα υποστούν και οι μαθητές του Χριστού, ο οποίος το λέγει καθαρά: «πάντες οι θέλοντες ευσεβώς ζην, διωχθήσονται».  

          Οι περιγραφές που ακολουθούν είναι δραματικές  και δηλώνουν παραστατικά την κατάσταση απελπισίας που βρίσκεται ο ποιητής αλλά και την μανία που έδειξαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι για να εξοντώσουν τον Χριστό.

(Συνεχίζεται)