Όσιος Αλύπιος Σπηλαιώτης, «Μα πως έγινε αυτό»;

30 Μαΐου 2023

Όσιος Αλύπιος Σπηλαιώτης, ο εικονογράφος (1065-114).

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

[…] Βλέποντας ο ηγούμενος τη φιλοπονία, την αρετή και την ακρίβεια της μοναχικής πολιτείας του οσίου [του οσίου Αλυπίου Σπηλαιώτη του εικονογράφου], έλαβε από το Θεό την πληροφορία να τον αναδείξει Ιερέα. Από τη μέρα της χειροτονίας του ο μακάριος Αλύπιος έλαμψε ακόμη περισσότερο με τις μοναχικές του αρετές και με τη συνέπεια στα ιερατικά του καθήκοντα.

Αξιώθηκε μάλιστα να γίνει πνευματικός και να συγχωρεί με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος τις αμαρτίες και τα παραπτώματα των ανθρώπων. Η επιτέλεση της διακονίας του αυτής συνδέεται και με αξιόλογα θαύματα, από τα οποία δεν θα παρασιωπήσουμε όσα γνωρίζουμε.

Κάποιος πλούσιος χριστιανός από το Κίεβο προσβλήθηκε από λέπρα. Απεγνωσμένα ζητούσε βοήθεια από τους γιατρούς. Αυτοί όμως δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Πάνω στην απελπισία του κατέφυγε στους ειδωλολάτρες μάγους, ελπίζοντας να γίνει καλά με τα δαιμονικά θεραπευτικά τους μέσα. Όχι όμως ωφέλεια δεν είδε, αλλά και χειροτέρεψε.

Τότε ένας από τους φίλους του τον συμβούλεψε να πάει στη μονή των Σπηλαίων και ξανακαλέσει τους πατέρες να τον βοηθήσουν.

Αλλά εκείνος ο δυστυχής, ενώ είχε πιστέψει πως θα τον έκαναν καλά οι δαιμονολάτρες μάγοι, δεν παραδεχόταν ότι μπορούσανε να τον βοηθήσουν οι φιλόχριστοι μοναχοί. Γι’ αυτό δεν αποφάσιζε να πάει στα Σπήλαια. Μετά όμως από τις φορτικές προτροπές του φίλου του, κάμφθηκε αντίδρασή του. Κίνησε για τη μονή με μισή καρδιά, συνοδευόμενος από τους δικούς του.

Ο ηγούμενος του έδωσε να πιει νερό από το πηγάδι του οσίου Θεοδοσίου. Του άλειψε επίσης τα μάτια και το κεφάλι με το ίδιο νερό και τον άφησε να φύγει. Όταν όμως ο ταλαίπωρος άνθρωπος βρέθηκε στο σπίτι του διαπίστωσε πως η αρρώστια είχε επιδεινωθεί. Οι πληγές του άνοιξαν κι έτρεχαν πύο, ενώ το σώμα του ανέδιδε μιαν αφόρητη δυσοσμία, που έδιωχνε τους ανθρώπους μακριά.

Αιτία του κακού ήταν, όπως αποδείχτηκε απ’ όσα ακολούθησαν, η απιστία και η αμετανοησία του. Ο λεπρός άρχισε να θρηνεί και να οδύρεται για το κακό που τον βρήκε. Πολλές ημέρες έμεινε κλεισμένος και απομονωμένος στο σπίτι του. Γεμάτος ντροπή κι απόγνωση για το θέαμα που εμφάνιζε και τη δυσοσμία που ανέδιδε, περίμενε το θάνατο, που δεν φαινόταν να είναι μακριά. Αλλά να!

Ο φιλάνθρωπος Θεός τον φώτισε και κατάλαβε την αιτία της αρρώστιάς του. Και σαν δεύτερος Δαβίδ, φώναζε από μακριά στους συγγενείς του:
– «Εκάλυψεν εντροπή το πρόσωπον μου! Απηλλοτριωμένος εγενήθην τοις αδελφοίς μου και ξένος τοις υιοίς της μητρός μου», επειδή χωρίς πίστη και με την καρδιά λερωμένη από αμαρτίες τόλμησα να πάω στη μονή και να ζητήσω θεραπεία!

Σηκώθηκε και ξαναπήγε αμέσως στο μοναστήρι.

Ζήτησε από τον ηγούμενο να εξομολογηθεί. Εκείνος τον έστειλε στον όσιο Αλύπιο. Με δάκρυα συντριβής ο λεπρός του εξομολογήθηκε όλα τ’ αμαρτήματά του και με ειλικρινή μετάνοια ζήτησε από το Θεό την άφεσή τους.

Ο όσιος του είπε:
– Παιδί μου, έργο μεγάλο και σωτήριο πραγματοποίησες με την εξομολόγηση των παραπτωμάτων σου. Θυμάσαι τι λέει ο βασιλιάς και προφήτης Δαβίδ; «Είπα· εξαγορεύσω κατ’ εμού την ανομίαν μου τω Κυρίω και συ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου». Αυτό ακριβώς έγινε και τώρα με σένα. Εξομολογήθηκες μετανοημένος ενώπιον τουΚυρίου, κι Εκείνος σε συγχωρεί, σαν αγαθός και φιλάνθρωπος που είναι.

Αφού ο θεοφώτιστος Αλύπιος είπε πολλά σωτήρια και ωφέλιμα λόγια στον ασθενή, πήρε λίγο από το χρώμα που χρησιμοποιούσε στην αγιογραφία και άλειψε τις πληγές του.

Ύστερα τον έφερε στην εκκλησία και τον κοινώνησε με τα Τίμια Δώρα. Τέλος, τον οδήγησε σε μία γωνία, όπου βρισκόταν μια λεκάνη με νερό. Μ’ αυτό πλένονταν οι ιερείς μετά τη θεία Ευχαριστία.

– Πλύσου μ’ αυτό το νερό!, είπε ο όσιος στον άρρωστο.

Εκείνος, ξέπλυνε τα χρώματα και αυτοστιγμεί – ω του θαύματος! – οι πληγές εξαφανίστηκαν και το πρόσωπό του καθάρισε!

Έπεσε αμέσως στα πόδια του οσίου και τα έβρεχε με τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης του,επειδή τον απάλλαξε τόσο από τη σωματική όσο και την ψυχική λέπρα. Έκπληκτοι έμειναν οι συγγενείς του λεπρού σαν είδαν το θαύμα.

Και ρωτούσαν:
– Μα πως έγινε αυτό; Γιατί την πρώτη φορά που ήρθε στο μοναστήρι η αρρώστια του επιδεινώθηκε, ενώ τώρα θεραπεύτηκε;
– Αδελφοί, τους έλεγε ο πνευματέμφορος Αλύπιος, ο Κύριος μας λέει :«Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν». Αυτός ο άνθρωπος δούλευε πριν με την αμαρτία στον εχθρό μας διάβολο. Και όταν αρρώστησε, πάλι σ’ εκείνον πήγε για να θεραπευτή: στους μάγους και τα μαγικά. Και δεν πίστευ ε στον Κύριο σαν μοναδικό Σωτήρα και ιατρό των ψυχών και των σωμάτων. Την πρώτη φορά ήρθε με την καρδιά γεμάτη απιστία και ακαθαρσία. Γι’ αυτό και η ασθένειά του επιδεινώθηκε.
Διότι ο Κύριος είπε:«πάντα όσα αν προσευχόμενοι αιτείσθε, πιστεύετε ότι λαμβάνετε, και έσται υμίν». Τώρα όμως που ήρθε με πίστη αλλά και με μετάνοια, ο Θεός τον θεράπευσε. Μετά την εξήγηση του οσίου Αλυπίου, οι άνθρωποι έβαλαν βαθιά μετάνοια κι έφυγαν «δοξάζοντες και αινούντες τον Θεόν επί πάσιν οις ήκουσαν και είδον…».

 

Απόσπασμα από το βιβλίο «Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου», έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου.