Άγιος Αμβρόσιος: ένας ταχύς στις αποφάσεις του και δραστήριος εκκλησιαστικός άνδρας
9 Ιουνίου 2023(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=373371)
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, ἐπίσκοπος τοῦ Μιλἀνου, ἀπό τό 374 εἶχε ἀναλἀβει τήν ἐκτέλεση κατασκευῆς μεγάλων βασιλικῶν στούς δρόμους προσέγγισης στήν παραπάνω πόλη, ἔχοντας ὡς πρότυπο τή Ρώμη μέ τίς πολλές βασιλικές κωνσταντίνειας ἐποχῆς καί ἄλλων πρωτοχριστιανικῶν περιόδων.
Ἡ «basilica apostolorum» (βασιλική ἀποστόλων) ἦταν ἀκριβῶς ἐπί τῆς ρωμαϊκῆς ὁδοῦ, ἡ «basilica virginum» (βασιλική παρθένων) (ἡ τελευταία τῆς σειρᾶς σήμερα τοῦ San Simpliciano – Ἁγίου Σιμπλικιανοῦ), στόν δρὀμο γιά τήν πόλη τοῦ Como (βόρεια τοῦ Μιλάνου), ἡ «basilica Salvatoris» (βασιλική Σωτῆρα Χριστοῦ) ἤ τοῦ San Dionigi ( Ἅγιος Διονύσιος) πλησίον τῆς ἀνατολικῆς πύλης (δέν ὑπάρχει σήμερα) καἰ ἡ «basilica martyrum» (βασιλική μαρτύρων) πλησίον τῆς Porta Vercellina (Πύλη τοῦ Vercelli – πόλη τοῦ γεωγραφικοῦ διαμερίσματος Piemonte-Πεδεμόντιο, στή βόρεια Ἰταλία). Κάθε μία ἀπό αὐτές τίς βασιλικές ἀνυψωνόταν σέ μία κοιμητηριακή (νεκρική) περιοχή, ὅπου ὑπῆρχαν τάφοι πολλῶν χριστιανικῶν γενεῶν. Σέ ἐλάχιστα βήματα ἀπό τήν ἀμβροσιανή βασιλική (basilica ambrosiana), ὑπῆρχε ὁ ναΐσκος τοῦ San Vittore (Ἅγιος Βίκτωρ), ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, μέ τά λείψανα τοῦ ὑπόψη ἁγίου, ὅταν ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος, τό 378, εἶχε ἐναποθέσει τό σῶμα τοῦ ἁγίου Σατύρου, ἀδελφοῦ του κατἀ σἀρκα, δικηγόρου καί ἐπάρχου. Πολύ κοντά ἦταν ἡ ἐκκλησία, ὅπου φυλάσσονταν τά τιμώμενα λείψανα τῶν ἁγίων Ναβώρ καί Φήλικα (Εὐτυχής) (santi Nabore e Felice), δύο στρατιωτῶν πού ἀποκεφαλίστηκαν, σύμφωνα μέ τή μαρτυρική πράξη τους (passio) στήν ἀρχή τοῦ διωγμοῦ τοῦ Διοκλητιανοῦ (284-305), στό τέλος τοῦ Γ΄ αἰ. Μέ ἀνασκαφή πού πραγματοποιήθηκε στόν τόπο αὐτό ἀπό τόν ἅγιο Ἀμβρόσιο ἦλθαν στό φῶς τά λείψανα τῶν ἁγἰων Γερβασίου καί Προτασίου. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος στίς 9 Μαΐου τοῦ 386 εἶχε καταθέσει κάτω ἀπό τήν κύρια ἁγία τράπεζα τῆς βασιλικῆς τῆς Ρωμαϊκῆς Πύλης (Porta Romana) τά λείψανα τριῶν ἀποστόλων, δηλαδή τοῦ Ἀνδρέα, τοῦ Ἰωάννη καί τοῦ Θωμᾶ. Σήμερα, ἡ βασιλική αὐτή εἶναι γνωστή ὡς τοῦ San Nazaro (Ἅγιος Νάζαρος) ἀπό τό ὄνομα τοῦ μάρτυρα, πού ἐνταφιάστηκε ἀπό τόν ἅγιο Ἀμβρόσιο ἐκεῖ, το 395.
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἦταν ἕνας ταχὐς στίς ἀποφάσεις του καί δραστἠριος ἐκκλησιαστικός ἄνδρας, ἱδρὐοντας βασιλικές, χωρίς νά ὑπολογίζει στά δημόσια ταμεῖα. Τά κτίρια αὐτά εἶχαν ἁπλῆ καί ὄχι δαπανηρή κατασκευή. Τά θεμέλιά τους εἶναι ἀπό χαλίκια ποταμῶν καί μέ ἁπλές ἀμμοκονίες. Γενικά ἡ τεχνική κατασκευῆς θεωρεῖται χαμηλῆς ποιότητας πού καθορίζεται ἀπό μία οἰκονομική βοήθεια, μᾶλλον πτωχή καί μία μεγαλύτερη σπουδή στήν ἀνίδρυση τῶν μνημείων αὐτῶν ἀπό τόν φιλοπρόοδο αὐτό ἐπίσκοπο.
Ἡ εἰκονογραφἰα τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου ἔχει ὡς ἀρχαιότερο παράδειγμα σχετικό ψηφιδωτό στόν ναΐσκο San Vittore in Ciel d’ Oro (Ἅγιος Βίκτωρ στόν Χρυσό Οὐρανό), στή βασιλική τοῦ Ἁγἰου Ἀμβροσίου τοῦ Μιλάνου περί τό 470. Ἀκόμη ἐπαναλαμβάνουμε (εἴχαμε ἀναφέρει προηγουμένως), λεπτομερέστατα τώρα, τήν περιγραφή τῆς ψηφιδωτῆς αὐτῆς παράστασης. Ὁ ἅγιος ὄρθιος σέ μετωπική στἀση μέ μικρή κλίση τοῦ κεφαλιοῦ του προς τά ἀριστερά, μέ μακρύ χιτῶνα, λιτό ἱμάτιο, φέρει τόν δεξιό πήχυ έμπρός στό στῆθος καί ἔχει στό ἐμπρόσθιο μέρος τῆς ἐνδυμασίας του τόν σταυρό μέ μακρά τήν κάθετη δοκό, μᾶλλον κρεμάμενο σταυρό. Φέρει τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα μακροῦ, ὄχι συμμετρικοῦ προσώπου μέ μικρή μετακίνηση τοῦ ἀριστεροῦ ὀφθαλμοῦ, κοντό κομμένο μαλλί, ὀγκώδη χείλη, μόλις ὁρατό πηγούνι, καί στενό-πενιχρό μουστάκι. Δέν γνωρίζουμε ἄλλα, μεταγενέστερα ἔργα, στά ὁποῖα νά ἐπαναλαμβάνονται τά παραπάνω προσωπογραφικά χαρακτηριστικά τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἰταλὀς ἱστορικός τῆς παλαιοχριστιανικῆς τἐχνης G. Bovini, στό ἔργο του, Antichità cristiane di Milano, Bologna 1970, σ. 153, τό πρόσωπο τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου εἶναι πλῆρες ἀτομικότητας. Μεταγενέστερα ἔργα ἀπεικόνισης τοῦ ὑπόψη ἁγίου, ὅπως ζωγραφικό σπάραγμα (τοιχογραφία) τῆς βασιλικῆς Santa Maria Antiqua (Θεοτόκος ἡ Ἀρχαία), στό Forum Romanum (Ρωμαϊκή Ἀγορά), στή Ρώμη, τοῦ Η΄αἰ. γλυπτή παράσταση ἀπό τόν ἄμβωνα τῆς βασιλικῆς τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου στό Μιλᾶνο, τοῦ Θ΄ αἰ., λεπτομέρεια ἀπό τό paliotto τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου, τοῦ Θ΄ αἰ., ἀνάγλυφο ἀπό τό τύμπανο τοῦ κιβωρίου τῆς βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου, τοῦ ΙΒ΄ αἰ., γλυπτό ἔργο ὑπεράνω τῆς κύριας πύλης τῆς ἐκκλησίας τοῦ San Petronio (Ἅγιος Πετρόνιος) στήν Bologna, ἔργο τοῦ Jacopo della Quercia (τῆς Βελανιδιᾶς), ἰταλοῦ γλύπτη ἀπό τή Σιένα (περίπου 1374-1438), τοῦ ΙΕ΄ αἰ., ζωγραφικός πίνακας στήν ἐκκλησία τῆς Santa Maria del Popolo (Θεοτόκος τοῦ Λαοῦ), στή Ρώμη, τοῦ καλλιτέχνη Bernardino di Betto, γνωστοῦ ὡς Pinturicchio (ἀπό τή λέξη il pittore – ὁ ζωγράφος, δηλαδή ὁ ψευτοζωγράφος) (περίπου 1454-1513), τοῦ ΙΕ΄ αἰ. καί γλυπτό ἔργο τοῦ καλλιτέχνη A. Sturm (1690-1757) στή Wieskirche (εκκλησία τῶν Λειμώνων), πλησίον τῆς γερμανικῆς, στή Βαυαρία, κωμόπολης Steingaden, ἐμφανίζουν τόν ἅγιο Ἀμβρόσιο ὡς διδάσκαλο καί ἐκκλησιαστικό πατέρα μέ τά γνωρίσματα τοῦ βιβλίου, τῆς γραφίδας, τοῦ περιστεριοῦ, ὡς θείας ἔμπνευσης, καί ἄλλων σχετικῶν ἐμβλημάτων. Ἀκόμη ὡς διδάσκαλος, ἐπίσκοπος καί ἐκκλησιαστικός πατήρ εἰκονίζεται, ὅπως π.χ. ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος καί ὁ ἅγιος Ἱερὠνυμος καθήμενος στόν θάλαμο γραφῆς χειρογράφων. Ὡς παραδείγματα προσάγονται τοιχογραφίες στό βαπτιστήριο τῆς βορειοϊταλικῆς πόλης Castiglione d’ Olona, στή Λομβαρδία, ἔργο τοῦ ζωγράφου Masolino da Panicale (μεσαιωνικό χωριό τῆς Umbria [Ὀμβριακή χώρα], στήν κεντρική Ἰταλία) (περίπου 1383 – περίπου 1432), τοῦ ΙΕ΄ αἰ., καί στήν ἐκκλησία τῶν Ἐρημιτῶν (chiesa degli Eremiti), στήν Padova τοῦ γεωγραφικοῦ διαμερίσματος Veneto (χώρα τῶν Βενετῶν), στή βόρεια Ἰταλία, ἔργο τοῦ ζωγράφου Niccolo Pizzolo, τοῦ ΙΕ΄ αἰ.
Ἰδιαίτερο εἰκονογραφικό ἐνδιαφέρον προξενεῖ ἡ συναπεικόνιση τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου μέ ἄλλους ἁγίους ἤ ἐνταγμένου σέ γεγονότα, δηλαδή σέ ὁμαδικές σκηνές. Πρόκειται γιά ζωγραφικά ἔργα τοῦ βενετοῦ ζωγράφου Alvise Vivarini (†1503-1505) καί τοῦ ζωγράφου Marco Basaiti, ἴσως ἑλληνικῆς καταγωγῆς (Μᾶρκος Βασαΐτης) (ἤκμασε κατά τά ἔτη 1496-1530), στήν ἐκκλησία Santa Maria dei Frari (Θεοτόκος τῶν Frari – Φραγκισκανῶν μοναχῶν), τῆς Βενετίας, μέσα στόν ΙΕ΄ αἰ. μέ ἁγίους ἤ στήν ἱερή συζήτηση-συνομιλία. Ἐπίσης σέ ἔργα ζωγραφικῆς τοῦ βενετοῦ ζωγράφου Lorenzo Lotto (περίπου 1480-1556), στήν ἐκκλησία τοῦ San Spirito (Ἅγιο Πνεῦμα), στό Bergamo τῆς Λομβαρδίας, τοῦ 1521, παρίσταται μεταξύ τῶν ἁγίων Ἀντωνίου τοῦ Ἐρημίτη καί Σεβαστιανοῦ. Σέ ἐπεισόδια ἀπό τόν βίο τοῦ Χριστοῦ εἰκονίζεται μαζί μέ τόν ἅγιο Βερνάρδο, στή σκηνή τῆς φάτνης, σἐ ζωγραφικό πίνακα τῆς Ἀκαδημίας τῶν Καλῶν Τεχνῶν (Accademia delle Belle Arti) τῆς Σιένας, ἔργο τοῦ Francesco di Giorgio Martini (1439-1501/1502), ζωγράφου, γλύπτη, ἀρχιτέκτονα καί μηχανικοῦ ἀπό τή Σιένα, τοῦ ΙΕ΄ αἰ. Ἐπίσης εἶναι σημαντική ἡ παράσταση τοῦ ὑπόψη ἁγίου μέ τόν ἅγιο Ἀθανάσιο Ἀλεξανδρείας, ἐκκλησιαστικό πατέρα τῆς Ἀνατολῆς, στήν καθέδρα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου (cathedra apostoli Petri) στή βασιλική τοῦ Ἁγίου Πέτρου (San Pietro) Ρώμης, ἔργο τοῦ γλύπτη καί ἀρχιτέκτονα Gian Lorenzo Bernini (1598- 1680), τῶν ἐτῶν 1656-1665.
(Συνεχίζεται)