Η υποδοχή του μελοδράματος στην ελεύθερη Ελλάδα

1 Ιουνίου 2023

Η όπερα – μελόδραμα απετέλεσε για τα καλλιτεχνικά πράγματα της Δυτικής Ευρώπης μία καλλιτεχνική επανάσταση. Το μουσικό αυτό είδος, το οποίο συνδυάζει θέατρο, μουσική και χορευτική κίνηση κράτησε τα σκήπτρα των προτιμήσεων των Ευρωπαίων και συνεχίζει να τα κρατά μέχρι σήμερα με την εξέλιξή του ως μιουσικαλ, είτε σε θεατρική σκηνή, είτε στην οθόνη.

Από τα 1599, έτος κατά το οποίο καταγράφεται η πρώτη όπερα «Ορφέας και Ευρυδίκη» του Τζιάκομο Πέρι, το μελόδραμα έγινε η αιτία να δημιουργηθούν ειδικές αίθουσες παραστάσεων σε όλα τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης αλλά και πλήθος κορυφαίων δημιουργών, συνθετών, ποιητών, ακόμη και σκηνοθετών, να αφοσιωθούν στο είδος αυτό με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αληθινά αριστουργήματα.

Στα καθ΄ ημάς, η γέννηση και η ανάπτυξη της όπερας συνέπεσε με την κορύφωση της υποδούλωσης των Ελλήνων στους Οθωμανούς, με μόνη εξαίρεση τα Επτάνησα, όπου το πρώτο μελόδραμα παρουσιάστηκε το 1833 στο θέατρο Σαν Τζιάκομο της Κέρκυρας. Επρόκειτο για το έργο «Ιέρων, ο τύραννος των Συρακουσών», σε λιμπρέτο του Auerelio Aureli. Ουσιαστικά, το κερκυραϊκό αυτό θέατρο υπήρξε ο αποκλειστικός επίσημος χώρος υποδοχής παραστάσεων όπερας στην προεπαναστατική Ελλάδα μέχρι το 1813 οπότε οικοδομήθηκε το θέατρο Teatro dei Filopatrii στη Ζάκυνθο.

Αν και δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία, είναι βέβαιον πως παραστάσεις όπερας είχαν παρουσιαστεί και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όπου η μόρφωση αλλά και ο πλούτος δημιούργησαν συνθήκες ικανές να υποδεχτούν καλλιτεχνικές δραστηριότητες τέτοιου μεγέθους, αλλά και τέτοιου κόστους.

Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο έχει να κάνει με την υποδοχή που επεφύλαξαν θρησκευτικοί κύκλοι στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα στο νέο αυτό μουσικό είδος, με δεδομένο μάλιστα πως τα πρώτα θέματα είχαν να κάνουν με την αρχαία ελληνική μυθολογία αλλά και με το ότι το είδος αυτό γεννήθηκε στην καθολική Ιταλία. Έτσι, τα προτεσταντικά περιβάλλοντα στην Δυτική Ευρώπη, ιδιάιτερα οι γερμανικές περιοχές, αρνήθηκαν την παρουσίαση μελοδράματος. Όσο για τους Έλληνες, χαρακτηριστική είναι η στάση του Σταμάτη Πέτρου ο οποίος, παρακολουθώντας την πολιτεία του νεαρού Αδαμάντιου Κοραή στο Άμστερνταμ, αναφέρει με αποτροπιασμό στον πατέρα του ευκλεούς γόνου της Χίου ότι ο νεαρός βλαστός παίρνει μαθήματα τραγουδιού και κιθάρας και ότι συχνάζει στην όπερα και όχι στην εκκλησία. Παρόλα αυτά, η όπερα συνδέεται στενά με την άνοδο της αστικής τάξης στη Δυτική Ευρώπη, γεγονός πού παρασύρει και τους επιφανείς Έλληνες ομογενείς, καθιστώντας τους θερμούς θιασώτες του μελοδράματος.

Πάντως, προπομπός της όπερας στον ελληνικό χώρο πρέπει να θεωρηθούν τα κρητικά ιντερμέδια. Πρόκειται για μικρά μουσικό θεατρικά δρώμενα τα οποία παρεμβάλλονται σε αμιγώς θεατρικές παραστάσεις, άσχετα με την υπόθεση αλλά πολύ ελκυστικά ως προς την πρωτοτυπία τους.

Η αρχαιότερη γνωστή όπερα Έλληνα δημιουργού είναι το έργο «Οι μπερδεμένοι εραστές ή ο άσχημος τυχερός» που παρουσιάστηκε από τη σκηνή του San Giacomo το 1891. Συνθέτης ήταν ο γνωστός στην εποχή του συνθέτης Στέφανος Πογιάγος. Η μουσική των έργων του κερκυραίου συνθέτη δεν σώθηκε, σώθηκαν όμως τα χειρόγραφα της νεανικής μονόπρακτης όπερας «Don Grapuscolo»  και κάποιων άλλων μελοδραματικών μικρών έργων που γράφτηκαν από τον διαπρεπέστερο εκ των μαθητών του Πογιάγου,  τον ιππότη Νικόλαο Χαλκιόπουλο Μάντζαρο μεταξύ 1815 και 1827.

Καθώς, σταδιακά, το μελόδραμα θα άρχιζε να κερδίζει έδαφος στις προτιμήσεις των φιλόμουσων Ελλήνων, σημαδεύεται από έναν ριζικό αναπροσανατολισμό στην θεματολογία η οποία στρέφεται τώρα προς τα κατορθώματα των ηρώων της εθνεγερσίας, ενώ φέρνει στην επιφάνεια μία νέα γενιά σύνθετων, οι οποίοι θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά της λεγόμενης Επτανησιακής Μουσικής Σχολής, η οποία κυριάρχησε σε όλη τη διάρκεια του ελληνικού 19ου αιώνα.