Η θεωρία του σπερματικού λόγου στη θεολογία του Ιουστίνου

1 Ιουνίου 2023

Στα μέσα του δευτέρου αιώνα μ.Χ., μια ομάδα συγγραφέων με παιδεία και φιλοσοφική κατάρτιση ανέλαβε την υπεράσπιση της χριστιανικής πίστεως έναντι των ψευδών κατηγοριών που αποτελούσαν και τη βασική αιτία των διωγμών.

Ο σημαντικότερος απ΄ αυτούς είναι ο Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς (πιθ. 100 – περ. 165 μ.Χ.)[1], ο οποίος ανέλαβε το δύσκολο έργο της εναρμόνισης του Χριστιανισμού με την ελληνική φιλοσοφία.

Παρά τη μεταστροφή του στον Χριστιανισμό, ο Ιουστίνος αποδεχόταν τον χαρακτηρισμό φιλόσοφος, «φιλόσοφε χαίρε»[2], ενώ εξακολουθούσε να φέρει τον φιλοσοφικό τρίβωνα σε ένδειξη της παλαιάς του ιδιότητας.

Ο Ιουστίνος δε θεώρησε ποτέ τη θύραθεν φιλοσοφία και γνώση ως ψεύδος και πλάνη. Πιστεύει ότι οι αλήθειες των φιλοσόφων προέρχονται σε μεγάλο βαθμό από τον προφητικό λόγο, τον οποίο γνώριζαν και αξιοποίησαν ορισμένοι φιλόσοφοι.[3] Επίσης, υποστηρίζει ότι και οι προ Χριστού φιλόσοφοι στους στοχασμούς τους περιέχουν αλήθειες, οι οποίες έχουν φανερωθεί σ΄ αυτούς ως «σπέρματα ἀληθείας».[4]

Σχετικά με τη θεωρία του σπερματικού λόγου, η ορολογία δεν είναι χριστιανική. Προέρχεται από το λεξιλόγιο της Στωϊκής φιλοσοφίας και τη χρησιμοποίησε ο Ιουστίνος για απολογητικούς σκοπούς, μιας και ο Μάρκος Αυρήλιος στον οποίο απευθύνονταν ην Β’ Απολογία ήταν οπαδός της Στωϊκής φιλοσοφίας.[5]

Σύμφωνα με τη διδασκαλία των Στωϊκών, ο σπερματικός λόγος νοείται είτε ως ο παγκόσμιος και καθολικός θείος λόγος, είτε ως επί μέρους λόγος. Ως παγκόσμιος και καθολικός λόγος ενυπάρχει μέσα στην ύλη, συνιστώντας την ενδοκόσμια εκείνη δύναμη, τη θεία αρχή, που δημιουργεί, διαπερνά και εμψυχώνει όλα τα επί μέρους όντα. Εφόσον ο κόσμος είναι μια έλλογη ενότητα, είναι φυσικό και τα επί μέρους οργανικά μέλη του να έχουν τους δικούς τους σπερματικούς λόγους, οι οποίοι περιέχονται στον καθολικό θείο λόγο. Στον άνθρωπο ο σπερματικός λόγος είναι η ίδια του η ψυχή.

Έτσι ο άνθρωπος απεικονίζει ουσιαστικά ολόκληρο τον κόσμο, όντας ο ίδιος ένας μικρόκοσμος, εφόσον όλος ο κόσμος νοείται ως σώμα που εμψυχώνεται και συνέχεται από τον καθολικό και παγκόσμιο λόγο. Έργο των σπερματικών λόγων είναι να διασφαλίζουν την ταυτότητα των ανεικειμένων μέσα από την μεταβολή των όντων, όπως και το ανθρώπινο σπέρμα έχει την ιδιότητα να παράγει όντα όμοια μ’ εκείνο από το οποίο προήλθε το σπέρμα.

Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι στον Στωϊκισμό οι σπερματικοί λόγοι έχουν κυρίως φυσιοκρατικό χαρακτήρα και αποτελούν τις αρχές της γενέσεως, της συντηρήσεως και της λογικής ανελίξεως των όντων, ενώ παράλληλα έχουν πανθεϊστικό χαρακτήρα, κάτι που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη στωϊκή φιλοσοφία.[6]

Η περί σπερματικού λόγου διδασκαλία του Ιουστίνου παρουσιάζει διαφορές έναντι της αντίστοιχης διδασκαλίας των Στωϊκών. Πρέπει να αποκλείσουμε την ιδέα ότι κατά τον Ιουστίνο ο σπερματικός λόγος αποτελεί απορροή του καθολικού Λόγου, όπως συμβαίνει με τη Στοά. Επίσης, πρέπει να αποκλείσουμε και την εκδοχή ότι ο σπερματικός λόγος αποτελεί μέρος της ανθρώπινης ψυχής, το λογιστικό. Για τον Ιουστίνο ο σπερματικός λόγος σχετίζεται με τον Λόγο του Θεού, όπως γίνεται λόγος και στον πρόλογο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου.

Ο σπερματικός λόγος είναι εκείνη η επενέργεια του Λόγου του Θεού, με την οποία φωτίζοντας τη διάνοια των ανθρώπων, την ανυψώνει και την καθοδηγεί στην μερική ανεύρεση της αλήθειας.[7]

Ο Ιουστίνος θέτει στον εαυτό του το εξής ερώτημα˙ εφόσον ο Χριστιανισμός περικλείει όλη την αλήθεια και εμφανίστηκε στη γη πριν 150 έτη, όλοι όσοι έζησαν πριν τον Χριστό, δεν μετείχαν στην αλήθεια;

Και η απάντηση που δίνει είναι: «Τον Χριστόν πρωτότοκον του Θεού εδιδάχθημεν και προεμηνύσαμεν λόγον όντα, ου παν γένος ανθρώπων μετέσχε ˙ και οι μετά λόγου βιώσαντες Χριστιανοί εισι, καν άθεοι ενομίσθησαν, οίον εν Έλλησι μεν Σωκράτης και Ηράκλειτος και οι όμοιοι αυτοίς, εν βαρβάροις δε Αβραάμ και Ανανίας και Αζαρίας και Μισαήλ και Ηλίας και άλλοι πολλοί, ….ώστε και οι προγενέστεροι άνευ λόγου βιώσαντες, άχρηστοι και εχθροί τω Χριστώ ήσαν και φονείς των μετά λόγου βιωσάντων».[8]

Πάντοτε η ανθρωπότητα μετείχε της αποκαλυπτικής ενέργειας του Λόγου. Η ενέργεια αυτή δεν εμφανίστηκε για πρώτη φορά με τη σάρκωση του Υιού, αλλά και την έλευσή Του στον κόσμο, η ενέργεια φώτιζε τους ανθρώπους. Όσοι απ αυτούς, όχι μόνο τους άνδρες της Π.Δ. που δέχθηκαν την αποκάλυψη του άσαρκου Λόγου, αλλά και τους φιλόσοφους που καθοδηγούνταν από το σπερματικό θείο λόγο, έζησαν σύμφωνα με τις επιταγές της λογικής τους φύσης ήταν Χριστιανοί και κατ΄ επέκταση δεκτικοί της σωτηρίας.[9]

Κατά τον Ιουστίνο, σε ορισμένους φιλοσόφους υπήρξε μια ατελέστερη μορφή αποκάλυψης δια των σπερμάτων του Λόγου, «διά το έμφυτον παντί γένει ανθρώπων σπέρμα του Λόγου».[10] Η αποκάλυψη εδώ έχει καταχρηστική έννοια. Δηλαδή, δεν πρόκειται για αποκάλυψη με την κύρια έννοια του όρου, αλλά για ένα είδος φανέρωσης του Θεού στους φιλοσόφους και κυρίως σ΄ εκείνους που είχαν τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο. Η αλήθεια που διδάσκουν οι φιλόσοφοι είναι αποσπασματική, τμηματική και εκφράζει μόνο ένα μέρος της αλήθειας.

Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι τα σπέρματα του Λόγου που υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο είναι θεία δωρεά και φέρνουν τον άνθρωπο σε κοινωνία με τον Θεό. Ορισμένοι φιλόσοφοι αξιοποίησαν σε τέτοιο βαθμό τη δωρεά του Θεού και έφθασαν σε σημαντικά επιτεύγματα: «Ουχ ότι αλλότρια εστι τα Πλάτωνος διδάγματα του Χριστού, αλλ΄ ότι ουκ έστι πάντη όμοια, ώσπερ ουδέ τα των άλλων, Στωικών τε και ποιητών και συγγραφέων. Έκαστος γαρ τις από μέρους του σπερματικού θείου Λόγου το συγγενές ορών καλώς εφθέγξατο».[11]

Ο Ιουστίνος υποστηρίζει ότι από όλους τους φιλοσόφους ο Σωκράτης είναι «ο πάντων ευτονώτερος πρός τούτο γενόμενος». Η γνώση του Χριστού από τον Σωκράτη δε σήμαινε προσωπική γνωριμία του φιλοσόφου με τον Λόγο, ούτε αποκάλυψη κατά το πρότυπο των Προφητών, αλλά ήταν προϊόν της δύναμης του φυσικού ανθρώπινου λόγου. Έτσι λοιπόν, τις αλήθειές του ο Σωκράτης «συνήγε λόγω αληθεί και εξεταστικώς» [12], δηλαδή δια της λογικής έρευνας και της θεωρίας. Από τη διδασκαλία του Σωκράτη τελικά «ουδείς επείσθη», παρά το γεγονός ότι όσα είπε είναι προϊόντα του σπερματικού λόγου.[13]

Τόσο ο Ιουστίνος όσο και άλλοι Απολογητές αναγνωρίζουν στη φιλοσοφική σκέψη ψήγματα αλήθειας και δε διστάζουν να δανειστούν έννοιες και εκφράσεις της φιλοσοφίας στις οποίες έδωσαν χριστιανικό περιεχόμενο. Η περί σπερματικού λόγου θεωρία του Ιουστίνου, αλλά και η εν γένει θετική στάση που κράτησε έναντι της φιλοσοφίας έθεσαν τις βάσεις για την έναρξη ενός γόνιμου διαλόγου και ήταν ένα σημείο συνάντησης μεταξύ χριστιανισμού, ελληνισμού και ιουδαϊσμού. Μέσα από τη σκέψη των Απολογητών βλέπουμε και την πρώτη ουσιαστική συνάντηση μεταξύ χριστιανικής θεολογίας και ελληνικής σκέψης.

 

Παραπομπές:

1. Περί του Ιουστίνου βλ. σχετικά Χρήστου Π., «Ιουστίνος», ΘΗΕ 6(1965) στ. 972-973 ˙ Σκουτέρη Κων/νου, Ιστορία Δογμάτων, τ, Α, Αθήνα 1998, Θεοδώρου Ανδρέα, Ιστορία των Δογμάτων. Η ιστορία του Δόγματος από των Αποστολικών χρόνων μέχρι της Α΄ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου. Μέρος Δεύτερον. Η ιστορία του Δόγματος από της εποχής των Απολογητών μέχρι του 318 μ.Χ., τ. Α, εν Αθήναις 1978.
2. Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα Ιουδαίο, P.G. 6, 472A.
3. Ιουστίνου, Απολογία Α΄, P.G. 6, 396A , 416C-420B.
4. «Παρά πάσι σπέρματα αληθείας δοκεί είναι», Ιουστίνου, Απολογία Α΄, P.G. 6, 396Β ˙ Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, σ. 222.
5. Θεοδώρου Α., Ιστορία Δογμάτων, σ. 47.
6. Θεοδώρου Α., Ιστορία Δογμάτων, σ. 47-48 ˙ Μαρτζέλος Γ., «Η θεολογία του σπερματικού λόγου και η σημασία της για τους θεολογικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους», Διεθνές Διαθησκειακό Συμπόσιο “Ορθόδοξη προσέγγιση για μια θεολογία των Θρησκειών”, Θεσσαλονίκη 14-15 Μαρτιου 2013.
7. Θεοδώρου, Ιστορία Δογμάτων, σσ. 48-49.
8. Ιουστίνου, Απολογία Α’, P.G. 6,397C.
9. Θεοδώρου, Ιστορία Δογμάτων, σ. 50.
10. Ιουστίνου, Απολογία Β’, P.G. 6,457Α.
11. Ιουστίνου, Απολογία Β’, P.G. 6,465B-C ˙ Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, σ. 222-223.
12. Ιουστίνου, Απολογία Α’, P.G. 6, 336Β.
13. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων, σ. 223.