Η βασιλική του Αγίου Αμβροσίου στο Μιλάνο

2 Ιουνίου 2023

(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=373245)

Ἡ βασιλική τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου δεσπόζει στήν ἀρχοντική συνοικία τοῦ Μιλάνου, ὀνομαζόμενη Magenta, μαζί μἐ τό Cenacolo Vinciano (ἀνώγειο, ὅπου ὁ Μυστικός Δεῖπνος τοῦ Χριστοῦ μέ τούς μαθητές του, ἀποδιδόμενο στόν Leonardo da Vinci [1459-1519]). Αὐτός ἦταν ἐπιφανής ζωγράφος, καταγόμενος συγκεκριμένα ἀπό τήν πόλη Vinci, ὄχι μακριά ἀπό τή Φλωρεντία, ἀλλά καί γλύπτης, ἀρχιτἐκτονας, πολεοδόμος, σχεδιαστής, μουσικός, συγγραφέας καί ἐφευρέτης. Λόγω τῆς ἐκτέλεσης τῆς πασίγνωστης τοιχογραφἰας τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου (Ultima Cena) (ἀπό ὅπου καί ἡ ὀνομασία Cenacolo Vinciano) ἀπό τόν παραπάνω  καλλιτέχνη, κατά τά ἔτη 1485-1488 στήν τράπεζα (refectorium)  τῆς βασιλικῆς Santa Maria delle Grazie (Θεοτόκος τῶν  Χαρίτων, ἀναγεννησιακῆς τέχνης μέν, κατασκευῆς μέ γοτθικούς τύπους δέ), κατέστη ὄντως – μεταξύ καί ἄλλων σημαντικῶν ἔργων του – περίφημος ζωγράφος.

Να προστεθεῖ, ὅτι μερικά ἄλλα μνημεῖα κοσμοῦν τήν ἀριστοκρατική ἀστική περιοχἠ Μagenta, ὅπως ἡ βασιλική τοῦ San Vittore al Corpo (Άγιος Βἰκτωρ στό Σῶμα), παλαιοχριστιανικῆς προέλευσης, ἀνακατασκευασμένη κατά τά ἔτη 1560-1602, ἡ πρώην μονή τοῦ San Vittore ( Ἅγιος Βίκτωρ) (σημερινή ἕδρα τοῦ Μουσείου Ἐπιστἠμης καί Τεχνολογἰας), τοῦ ΙΑ΄αἰ., ἀνακατασκευασμένη στόν ΙΕ΄αἰ., τό Ἀρχαιολογικό Μουσεῖο μέ τίς Ἀστικές Ἀρχαιολογικἐς καί Νομισματικές Συλλογές πού ἀφοροῦν τήν ἑλληνική, τήν ἐτρουσκική, τή ρωμαϊκή καί τή βαρβαρική τέχνη, ἡ Ἀμβροσιανή Πινακοθήκη (Pinacoteca Ambrosiana), οἰκοδόμημα τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ. (προηγουμένως ἔγινε λόγος  γι’ αὐτή) καί ἄλλα ἱστορικά καί καλλιτεχνικἀ ἀξιοθέατα.

            Τό σημαντικότατο μνημεῖο τῆς βασιλικῆς τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου, μήκους πενήντα τριῶν μέτρων καί πλάτους εἴκοσι ἕξι μέτρων ἀνεγέρθηκε ὡς «basilica martyrum» (βασιλική μαρτύρων) τό 379 στόν τάφο τῶν ἁγίων Γερβασίου καί Προτασίου (Santi Gervasio e Protasio) (ἄγνωστης χρονολόγησης πρωτομάρτυρες τοῦ Μιλάνου), ὅπου τό 397, ἐνταφιάστηκε ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος ἀπό τόν διάδοχό του Σιμπλικιανό (Simpliciano). Ἐπίσης ὑπάρχουν στό μνημεῖο αὐτό καί οἱ τάφοι τῆς ἀδελφῆς τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου, ὀνόματι Marcellina (Μαρκελλίνα) (σήμερα ἀναπαύεται σέ μία ψυχρή νεοκλασική λάρνακα, στό τρίτο παρεκκλήσιο τοῦ δεξιοῦ κλίτους), στήν ὁποία ὁ ἅγιος ἔχει ἀπευθύνει τά ἔργα του περί τῆς παρθενίας  (De virginilus- περἰ παρθένων, De virginitate- περί παρθενίας καί De institutione virginis- περί διατάξεως [φύσεως] τῆς παρθένου), ὡς καί τοῦ ἀδελφοῦ του Σατύρου (Satiro) στό παρεκκλήσιο πού προηγεῖται ἐκείνου τῆς  Μαρκελλίνας, μεταξύ δύο μεγάλων ζωγράφικῶν ἔργων τοῦ βενετοῦ ζωγράφου καί χαράκτη Giovanni Battista (Ἰωάννης Βαπτιστής) Tiepolo (1692-1770). Κατά τόν Θ΄-Ι’ αἰ. μετατράπηκαν τό κιβώριο, τό πρεσβυτέριο καί οἱ ἁψίδες, ἐνῶ ἀνακατασκευάσθηκαν μεταξύ τοῦ 1080 καί τοῦ ΙΒ΄ αἰ. τά κλίτη καί τό αἴθριο. Ἀπό τότε συνέβησαν πολλές ἐπεμβάσεις   συμπληρώσεων, ἀναστηλώσεων καί ἀνακατασκευῶν. Τό μεγαλοπρεπές αἴθριο  σχήματος τετραγώνου με στοές, τῶν  ἐτῶν 1088-1089, εἶναι ἐφοδιασμένο μέ κίονες πού φέρουν κιονόκρανα μέ ἀπεικονίσεις. Στό βάθος εἶναι ἡ μεγάλη πρόσοψη μορφῆς καλύβας, ὁ νάρθηκας καί ἡ ἀνώτερη στοά μέ πέντε ἁψιδώματα μειούμενα βαθμηδόν. Τά ὑπάρχοντα κωδωνοστάσια χρονολογοῦνται στόν Θ΄αἰ. (τό δεξιό) καί στά ἔτη 1128-1144 (τό ἀριστερό, πού φἐρει παραστάδες καί μικρἐς ἁψίδες). Στήν ἀριστερή θύρα διακρίνεται προρωμανικό ἀνάγλυφο πού ἀπεικονίζει τόν ἅγιο Ἀμβρόσιο, ἐνῶ στόν κύριο πυλῶνα ὑπάρχει διακόσμηση λεπτῶν ψαθωτῶν κοσμημάτων ἀπό κλάδους λυγαριᾶς καί τερατώδεις μορφές, τοῦ Η΄- Ι΄αἰ.

            Ὁ ἐσωτερικός χῶρος τῆς βασιλικῆς χωρίζεται μέ τρία ἁψιδωτά κλίτη μέ πεσσούς, πού καλύπτονται μέ εὐρέα σταυροθόλια, μέ γυναικωνίτες στά πλευρικά κλίτη, οὐρανίσκο καί βαθιά κεντρική ἁψίδα. Στό τρίτο ἄνοιγμα τοῦ κυρίου  κλίτους, ἀριστερά, ὑπεράνω τῆς λεγὀμενης σαρκοφἀγου τοῦ Στιλἰχωνα, τοῦ Δ΄ αἰ., εἶναι ὁ ἄμβων, ἀποτελούμενος ἀπό τεμάχια τοῦ ΙΑ΄ αἰ. Στό κέντρο τοῦ πρεσβυτερίου, ἐπί τεσσάρων κιόνων ἀπό πορφυρίτη λίθο ρωμαϊκῆς ἐποχῆς εἶναι τό κιβώριο, διακοσμημένο στόν θολίσκο μέ πολύχρωμα, λομβαρδικά-βυζαντινά γυψώματα, τοῦ Ι΄ αἰ.  Τό  λεγόμενο paliotto (λειτουργικό ἄμφιο πού καλύπτει τήν ἐμπρόσθια πλευρά τῆς ἁγίας τράπεζας) ἤ ἡ χρυσῆ ἁγία τράπεζα, ἔργο χρυσοχοΐας καρολίνειας περιόδου (Η΄- Θ΄αἰ.) μέ ἐλάσματα χρυσοῦ καί ἀργύρου κατεργασμένα μέ σμίλη καί ἀπεικονίσεις χριστολογικῶν  σκηνῶν  καί ἐπεισοδίων ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου μέ διακοσμήσεις σμάλτου και πολυτίμων λίθων εἶναι ἔργο τοῦ Vuolvinio (Volvinio), ὀνομαστοῦ χρυσοχὀου τοῦ πρῶτου μισοῦ τοῦ Θ΄αἰ., συγκεκριμένα τοῦ 835. Αὐτό τό καλλιτεχνικό ἀριστούργημα τῆς καρολίνειας χρυσοχοΐας συνιστᾶ προσφορά τοῦ ἀρχιεπισκόπου στό Μιλᾶνο Angilbertus II (824-859) στή βασιλική τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου. Πρόκειται γιά τετράπλευρη ἐπένδυση τῆς  μεγίστης ἁγίας τράπεζας μέ πλάκες χρυσοῦ καί ἐπιχρύσου ἀργύρου, κατεργασμένες μέ σφυρηλάτηση καί μέ σμίλευση, διακοσμημένες μέ σμάλτα, πολύτιμους λίθους, μαργαρίτες καί διάτρητα δικτυωτά χρυσώματα. Στήν ἐμπροσθία πλευρά εἰκονίζεται ὁ ἔνθρονος Χριστός μεταξύ τῶν συμβόλων τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν καί τῶν  δώδεκα ἀποστὀλων, ὅπως καί δώδεκα χριστολογικές σκηνές. Στήν ὀπισθία πλευρά διακρίνονται  δώδεκα σκηνές ἀπό τόν βίο τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου καί τέσσερα μετάλλια ἀπεικόνισης τῶν  ἀρχαγγέλων Μιχαήλ, Γαβριήλ, τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου νά στέφει τόν δωρητή Angilbertus καί τοῦ καλλιτέχνη Vuolvini(us) Magist(er) Phaber καί  ἡ ἀφιερωματική ἐπιγραφή, ἐπιδιορθωμένη ἐδῶ καί ἐκεῖ. Στίς δύο ἄλλες πλευρές παρίστανται ὁ σταυρός τιμώμενος ἀπό ἀγγέλους καί ἁγίους καί οἱ πλαισιωμένες σκηνές τῆς Ἀνάστασης, τῆς Ἀνάληψης καί τῆς Πεντηκοστῆς μέ σαφῆ ἴχνη ἐπιδιόρθωσης, κατά τόν ΙΣΤ’ αἰ.

            Στήν ἁψίδα, ἀνυψούμενη ἐπί τῆς κρύπτης, παρατηρεῖ κανείς τό γλυπτό ξύλινο χοροστάσιο, μἐ γοτθικές μορφές τῶν ἐτῶν 1469-1471. Στό τεταρτοσφαίριο τῆς ἁψίδας τοῦ ἱεροῦ βήματος ἀπεικονίζονται ὁ Λυτρωτής Χριστός μεταξύ τῶν ἁγίων Γερβασίου καί Προτασίου μέ τμήματα ζωγραφισμένα ἀπό τόν Δ΄ ἕως τόν Η΄ αἰ. καί ἐπιδιορθώσεις τοῦ ΙΗ΄- Κ‘ αἰ. Στήν κρύπτη ἀπόκειται λάρνακα ἀπό ἄργυρο, τοῦ 1897, μέ τά σώματα τῶν  ἁγίων Ἀμβροσίου, Γερβασίου καί Προτασίου. Ἐπίσης μνημονεύονται μερικές ἀξιοσημείωτες τοιχογραφίες, ὅπως π.χ. στό πρῶτο παρεκκλήσιο τοῦ δεξιοῦ κλίτους, ἡ κατάθεση τοῦ νεκροῦ Χριστοῦ στόν τάφο καί ἅγιοι, τοῦ ζωγράφου Gaudenzio Ferrari τῆς σχολῆς τῆς Λομβαρδίας (Lombardia) (+1546), στό δεύτερο παρεκκλήσιο, τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Βίκτωρα καί τό ναυάγιο τοῦ ἁγίου Σατύρου, ἔργα τοῦ Giovanni Battista Tiepolo (1692-1770), βενετοῦ ζωγράφου και χαράκτη, ἀποκολλημένα ἀπό τόν ναΐσκο τοῦ San Vittore  (Ἅγιος Βίκτωρ), στό ἕκτο παρεκκλήσιο, πίνακας καί τοιχογραφίες τοῦ καλλιτέχνη Lanino (ΙΖ΄ αἰ.) πάντοτε στό ἴδιο κλίτος. Ἀπό τό ἕβδομο παρεκκλήσιο τοῦ παραπάνω κλίτους διέρχεται κανείς στόν ναΐσκο τοῦ San Vittore in Ciel d’ Oro (Ἅγιος Βίκτωρ στόν Χρυσό Οὐρανό), τοῦ Δ΄ αἰ. Στόν τροῦλο παρίσταται ἡ ψηφιδωτή στηθαία μορφή τοῦ ἁγίου Βίκτωρα, ἐγγεγραμμένη σέ στεφάνι πλεγμένο μέ φύλλα καί ἄνθη, σέ χρυσό βάθος πού ἀνακαλεῖ στή μνήμη μας τό ἄκτιστο φῶς τοῦ μεταφυσικοῦ  οὐράνιου κόσμου. Στή βάση τοῦ τρούλου εἰκονίζονται ἅγιοι, ἀφιστάμενοι τοῦ ἐπίγειου κόσμου, παριστάμενοι σἐ ἕνα ἔντονο κυανό βάθος, χαρακτηριζὀμενοι ἀπό ἕνα πολύ ἐκφραστικό γραφισμὀ.

            Μεταξύ αὐτῶν τῶν ἁγίων περιλαμβάνεται ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος μέ μεγάλους ὀφθαλμούς λύπης, μακρά μύτη, σαρκῶδες στόμα καί παρειές περικλειόμενες ἀπό μαύρη γενειάδα. Φαίνεται, ὅτι τό φηφιδωτό αὐτό ἐκτελέστηκε περίπου τό 470, ἐνῶ ὅλο τό ψηφιδωτό σύνολο χρονολογεῖται γενικά στόν Ε΄ αἰ. Ἄξια μνείας εἶναι καί ἡ ξύλινη θύρα τῆς  ὡς ἄνω βασιλικῆς τοῦ Ε΄ αἰ. (πρβλ. καί τά ξύλινα θυρώματα τῆς  ἐκκλησίας τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, στὀ Κοπτικό Μουσεῖο τοῦ Καΐρου καί τήν ξύλινη θύρα τῆς βασιλικῆς Santa Sabina [Ἁγία Σαβίνα] στόν λόφο τοῦ Aventino,  στή Ρώμη τοῦ Ε΄ αἰ.).

            Κάτω ἀπό τή στοά τοῦ πρεσβυτερίου εἶναι ἡ εἴσοδος γιά τό  μουσεῖο τοῦ Ἁγίου Ἀμβροσίου, ὅπου ἐκτίθενται ἀντικείμενα τῆς ἱστορίας τῆς ὁμώνυμης βασιλικῆς, ὅπως τῆς χρυσοχοΐας, τῆς ὑφασματολογίας, τῆς ταπητουργίας, τῆς μαρμαρογλυπτικῆς, τῆς γυψοτεχνίας, τῆς ψηφιδογραφίας, τῆς ξυλογλυπτικῆς καί τῆς ζωγραφικῆς.

 

(Συνεχίζεται)