Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, Τον κόσμον όλον θέσε προς το άλλο μέρος, και τότε θα ίδης ότι βαρύνει περισσότερον η ψυχή του Παύλου!

30 Ιουνίου 2024

Απόστολος Παύλος.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

 

Εγκωμιαστικός λόγος εις τον Απόστολον Παύλον, του εν Αγίοις Πατρός ημών Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=401992

Παρατήρει δε· βραβείον ήτο το να χωρισθή από το σώμα του και ομού με τον Χριστόν να είναι, το δε να εξακολουθή να φέρη την σάρκα, αυτό απετέλει τον αγώνα. Αλλ’ όμως τούτο περισσότερον από εκείνο προτιμά και αναγκαιότερον λέγει ότι είναι εις αυτόν το να γίνη ανάθεμα του Χριστού, αγών ήτο και κόπος, μάλλον δε και περισσότερον από αγώνα και κόπον· το δε να είναι μετά του Χριστού βραβείον ήτο. Αλλά τούτο (το να γίνη ανάθεμα) περισσότερον απ’ εκείνο προτιμά χάριν του Χριστού.

Αλλ’ ίσως ήθελέ τις είπει, ότι όλα ταύτα διά τον Χριστόν ευχάριστα τω ήσαν.

Τούτο ακριβώς και εγώ λέγω, ότι εκείνα, τα οποία εις ημάς αθυμίας είναι αίτια, ταύτα εις εκείνον μεγάλην εγέννων ηδονήν. Και τι αναφέρω κινδύνους και τας άλλας ταλαιπωρίας του; Και εις αθυμίαν ήτο διαρκή· διά το οποίον και έλεγε· ποίος ασθενεί και δεν ασθενώ; ποίος σκανδαλίζεται και εγώ δεν φλέγομαι;

Εκτός εάν ήθελεν ειπεί τις, ότι και η αθυμία έχει ηδονήν. Διότι πολλοί και εξ εκείνων, οίτινες τέκνα έχασαν, αφηνόμενοι μεν να θρηνώσι, παρηγορίαν λαμβάνουσιν, εμποδιζόμενοι δε επιτείνουσι την λύπην των· ούτω λοιπόν και ο Παύλος, νύκτα και ημέραν δακρύων, παρηγορίαν ελάμβανε· διότι κανείς δεν επένθησε τόσον διά τα ιδικά του κακά, όσον διά τα ξένα εκείνος.

Διότι ποία νομίζεις ότι ήτο η ψυχική του κατάστασις όταν, επειδή οι Ιουδαίοι δεν ήθελον να σωθώσιν, ηύχετο να εκπέση αυτός από την δόξαν των ουρανών, εάν τοιουτοτρόπως ήτο δυνατόν να σωθώσιν ούτοι;

Όθεν φανερόν είναι ότι το ότι δεν εσώζοντο αυτοί τω ήτο πολύ βαρύτερον. Διότι, εάν δεν ήτο βαρύτερον, δεν ήθελεν ευχηθή εκείνο, επειδή ως ελαφρότερον και μάλλον παρηγορητικόν το προετίμησε και όχι απλώς ήθελεν, αλλά και εφώναζε λέγων, ότι λύπη εις εμέ είναι και οδύνη εις την καρδίαν μου.

Αυτόν λοιπόν, όστις καθ’ εκάστην ημέραν ελυπείτο διά τους κατοικούντας την οικουμένην, και δι’ όλους από κοινού, και έθνη δηλαδή και πόλεις, και δι’ ένα έκαστον, με τι ήθελε δυνηθή τις να τον παραβάλη; με ποίον σίδηρον; με ποίον αδάμαντα; τι ήθελε, καλέσει τις εκείνην την ψυχήν; Χρυσήν ή αδαμαντίνην; διότι και από πάντα αδάμαντα στερεωτέρα ήτο, και από χρυσόν και λίθους πολυτίμους πολυτιμοτέρα· και από εκείνην μεν την ουσίαν θα φανή ανωτέρα εις την δύναμιν και την αντοχήν, από ταύτην δε εις την πολυτέλειαν· προς ποίαν λοιπόν ήθελέ τις τον παραβάλη; Προς καμμίαν μεν από τας υπαρχούσας.

Ο Παύλος ισχυρότερος και λαμπρότερος από χρυσόν και αδάμαντα και από όλα ανώτερος.

Εάν δε και χρυσός ο αδάμας ήθελε γίνει, και αδάμας ο χρυσός, τότε οπωσδήποτε θα ηδύναντο να δώσωσιν εικόνα τινά της ψυχής του Παύλου. Αλλά διατί να την παραβάλω προς αδάμαντα και χρυσόν; Τον κόσμον όλον θέσε προς το άλλο μέρος, και τότε θα ίδης ότι βαρύνει περισσότερον η ψυχή του Παύλου.

Διότι, εάν τούτο λέγη εκείνος διά τους δικαίους, οίτινες διέπρεψαν ενδεδυμένοι εις τας περιπλανήσεις των δέρματα αιγών και καταφεύγοντες εις σπήλαια και δρώντες εις μικρόν της οικουμένης μέρος, πολύ περισσότερον περί αυτού θα ηδυνάμεθα να είπωμεν ημείς, ότι ήτο των πάντων αντάξιος. Εάν λοιπόν ο κόσμος δεν είναι άξιός του, ποίος είναι άξιος; Τάχα ο ουρανός;

Συνεχίζεται

 

Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Ιούνιος, τόμος 6ος.