(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Απόσπασμα από το «Νέον εκλόγιον» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη των εκδόσεων Αστήρ.
Αφού δε απέθανεν ο Θεόφιλος, όλοι κοινώς κληρικοί τε και λαικοί εψήφισαν διά Πατριάρχην Αλεξανδρείας τον θείον Κύριλλον· ο οποίος, ευθύς οπού εκάθισεν εις τον θρόνον, εδίωξεν από την Αλεξάνδρειαν τους αιρετικούς ομού και σχισματικούς, τους ονομαζομένους Ναυατιανούς.
Οι δε Ναυατιανοί ούτοι, παρομοιάζοντες με τους Φαρισσαίους, ωνόμαζαν τον εαυτόν τους καθαρούς και δικαίους· εφόρουν άσπρα φορέματα, τάχα διά να δείξουν την καθαρότητα της πολιτείας τους· εδογμάτιζαν, πως, όποιος μετά το βάπτισμα πέση εις θανάσιμον αμαρτίαν, ούτος δεν πρέπει να δέχεται εις την Εκκλησίαν, έλεγον πως, αλλεοτρόπως δεν συγχωρείται η θανάσιμος αμαρτία, ανίσως δεν μεταβαπτισθή ο άνθρωπος.
Δεν εσυγχώρουν [επέτρεπαν] τον δεύτερον γάμον, ονομάζοντες αυτόν μοιχείαν· εβάπτιζον δεύτερον, τους καλώς και ορθοδόξως βεβαπτισμένους· και άλλα ακόμη αιρετικά φρονήματα είχον οι τοιούτοι.
Ωνομάσθησαν δε Ναυατιανοί από κάποιον Ναυάτον, αρχηγόν του σχίσματος τούτου, ο οποίος ιερεύς ώντας εις την Ρώμην, επί Δεκίου του Βασιλέως, και αγαπώντας να γίνη Πάπας· επειδή όμως, μετά θάνατον του διά Χριστόν μαρτυρήσαντος Πάπα Φαβίνου, δεν έγινε Πάπας, καθώς επεθύμει και ήλπιζεν, αλλ’ έγινεν ο Μακάριος Κορνήλιος, διά ταύτην την αφορμήν εσχίσθη κατά πάντα [δημιούργησε σχίσμα], και όλης της καθολικής Εκκλησίας.
Διότι ο μεν θείος Κορνήλιος εδέχετο πάλιν εις την Εκκλησίαν τους Χριστιανούς εκείνους οπού, διά φόβον των βασάνων, αρνήθησαν πρότερον τον Χριστόν, εις τον καιρόν του διώκτου Δεκίου, ύστερον δε μετανοούντες, επέστρεφον εις την πίστιν του Χριστού μετά δακρύων· καθώς κι ο Χριστός εδέχθη τον Απόστολον Πέτρον οπού τον αρνήθη πρότερον, ύστερον δε μετά δακρύων εμετανόησεν.
Ο δε σχισματικός και υπερήφανος Ναυάτος, όχι μόνον δεν εδέχετο εις την μετάνοιαν τους τοιούτους αρνησιχρίστους, αλλά και τον Πάπαν Κορνήλιον εκατηγόρει, ονομάζωντάς τον κοινωνόν και σύντροφον των ειδωλολατρών· και ούτω χωρισθείς από αυτόν, και άλλους ομόφρονας αποκτώντας, έγινεν ωσάν ένας άλλος Πάπας εις την Ρώμην· και εκείθεν εξαπλώθη η αίρεσις αύτη, και το σχίσμα, έως και εις την Αλεξάνδρειαν.
Τους τοιούτους λοιπόν σχισματοαιρετικούς απεδίωξεν ο Άγιος Κύριλλος, ως είπομεν, ευθύς οπού έγινε Πατριάρχης, ομού με τον Επίσκοπόν τους Θεόπεμπτον· έπειτα αρματώθη, διά να διώξη από την εκεί κατοικίαν τους και τους δαίμονας.
Διότι κοντά εις την Αλεξάνδρειαν έως δώδεκα στάδια, ευρίσκεται ένας τόπος ονομαζόμενος Κάνωβος, και πλησίον εκείνου, είναι άλλος τόπος Μανούθιν, εις τον οποίον ήτον βωμός παλαιός, κατοικητήριον των Δαιμόνων. Όθεν όλος ο τόπος εκείνος ήταν πολλά φοβερός, από το πλήθος των εκεί κατοικούντων ακαθάρτων πνευμάτων.
Διά τούτο και όταν έζη ο Πατριάρχης Θεόφιλος, πολλάκις ηθέλησε να καθαρίση τον τόπον εκείνον από τους Δαίμονας, και να τον κάμη κατοικητήριον Άγιον, εις το να δοξολογήται ο Θεός· αλλ’ όμως δεν ηδυνήθη, ένα μεν, διά τι εύρισκε πολλά εμπόδια· και το άλλο δε, διά τι του ηκολούθησε κατόπιν ο θάνατος.
Ο δε του Θεοφίλου διάδοχος, τρισμακάριστος Κύριλλος, εφρόντισε περί τούτου, και προθύμως εδέετο του Θεού, να του δώση θείαν βοήθειαν και δύναμιν, διά να διώξη από τον τόπον εκείνον τα ακάθαρτα πνεύματα.
Όθεν φαίνεται κατ’ όναρ εις αυτόν Άγγελος Κυρίου, και του λέγει, ότι, να υπάγη εις τον τόπον εκείνον τα τίμια λείψανα των Αγίων Αναργύρων, Κύρου, και Ιωάννου, και έτζι θέλει αναχωρήσει από εκεί η δύναμις των Δαιμόνων.
Ο δε Άγιος χωρίς αργοπορίαν έκαμε το πρόσταγμα του Αγγέλου, και ευθύς οπού έφερον εις τον τόπον εκείνον τα λείψανα των Αγίων Αναργύρων, και έκτισεν εκεί Ναόν εις το όνομά τους· ω του θαύματος! ευθύς εδιώχθησαν από εκεί τα ακάθαρτα πνεύματα, και έγινεν ο τόπος εκείνος πηγή αναβλύζουσα ιάματα, εκ της χάριτος των Αγίων Αναργύρων.