Γιώργος Φραντζολάς, Παρουσίαση του νέου του βιβλίου «Δρομολόγια» και το διήγημα «Η πρώτη ομιλούσα»
18 Ιουνίου 2024Το Πολιτιστικό Αναπτυξιακό Κέντρο Θράκης (ΠΑΚΕΘΡΑ) και το βιβλιοπωλείο Σπανίδη πραγματοποιούν την Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024 στις 19:30 στην κλιματιζόμενη αίθουσα του Παλαιού Δημαρχείου Ξάνθης (Μαυρομιχάλη 6), παρουσίαση του νέου βιβλίου του φιλολόγου, συγγραφέα και μουσικού Γιώργου Φραντζολά με τίτλο «Δρομολόγια» (έκδοση ΠΑΚΕΘΡΑ 2024).
Για το βιβλίο και τον συγγραφέα θα μιλήσουν οι
Γιώργος Ξανθοπουλίδης, ιατρός, πρόεδρος ΠΑΚΕΘΡΑ
Μάγδα Τσόλκα, φιλόλογος
Την εκδήλωση συντονίζει ο εκδότης – βιβλιοπώλης Μιχάλης Σπανίδης.
Η παρουσίαση πλαισιώνεται με τραγούδια του Γιώργου Φραντζολά που συνταξιδεύουν με τα «Δρομολόγια».
Συμμετέχουν
Γιώργος Φραντζολάς, κιθάρα, τραγούδι
Άννα Φραντζολά, τραγούδι
Τάσος Καπζάλας, φλάουτο, σαξόφωνο.
Πιο κάτω μπορείτε να διαβάσετε το διήγημά του «Η πρώτη ομιλούσα» που περιέχεται στο νέο του βιβλίο.
Η πρώτη ομιλούσα
Στη Μύρινα, στον κεντρικό τον δρόμο, όπως λέμε οδός Ερμού, είναι ένα μικρό εκκλησάκι – πιο πολύ μοιάζει με προσκυνητάρι – το Γενέσιο της Θεοτόκου. Μπαίνει ο κόσμος μέσα, κάνει ησυχία, ανάβει ένα κερί, φιλάει τις εικόνες. Και σιγά σιγά οι εικόνες χαλνάνε απ’ τους ασπασμούς και τα φιλήματα. Τα εκκλησάκια τα χτίζουν αλλιώς. Ζυμώνουν το χαρμάνι με το δάκρυ και τον ιδρώτα του προσώπου τους. Το νερό είναι λίγο. δε φτάνει. Μετά ντύνουν όλους τους τοίχους με μνήμες κι αφιερώματα. Κι έτσι τα μικρά εκκλησάκια είναι μεγάλα, γιατί κι ο πόνος που έχει ο άνθρωπος είναι πολύ μεγάλος. Κάθε φορά που μπαίνω στο Γενέσιο, ανάβω κερί και μετά πάω δίπλα στην αυλή, στέκομαι όλο δέος μπροστά σ’ ένα μνήμα και διαβάζω 57 ονόματα.
Το Γενέσιο της Θεοτόκου έχει κι αυτό τη δική του ιστορία, όπως και το ξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής. Η Αγία Παρασκευή είναι στην άκρη του Ρωμέικου, εκεί που αρχίζει το μονοπάτι για το Κάστρο με τα πλατώνια. Δίπλα του χτίζανε ένα μεγάλο αρχοντικό. Μα τα νερά της αποχέτευσης πέφτανε στην Αγία Παρασκευή και η Αγία τούς φανερώθηκε να σταματήσει η ασέβεια που πήγαινε να γίνει στο σπίτι της. Ν’ ανοίξουνε τα μάτια τους. Αλλά εκείνοι δεν άκουσαν. Μέχρι σήμερα, λένε οι ντόπιοι, σ’ αυτό το αρχοντόσπιτο δεν στέριωσε νοικοκυριό κι απ’ όσο γνωρίζω μόνο για χώρος πολιτιστικών δρώμενων χρησιμεύει. Εκεί μέσα δεν ακούστηκαν ποτέ κλάμα-τα από γεννητούρια.
Καμιά εκατοστή βήματα πιο κάτω, στον Ρωμέικο Γιαλό, από τα παλιά τα χρόνια ήταν ένα αναψυκτήριο, το λεγόμενο «Τερραίν». Υπάρχει ακόμα. Το οποίον εκεί μπορούσαν να κάθονται μόνο η ανώτερη κοινωνία της Μύρινας, γιατροί, δικηγόροι, μεγαλέμποροι, οι Λημνιοί που ήταν στην Αίγυπτο, και κατοικούσαν στα παραθαλάσσια αρχοντικά τους, πλούσιοι κι αυτοί, όλο τέτοιοι. Βάλε τώρα με το νου σου τις κυρίες με τα πλατύγυρα καπέλα, παιδάκια ντυμένα ναυτάκια με καπελάκια να γράφουνε πάνω «Λήμνος», προς τιμήν του παλιού θωρηκτού των βαλκανικών πολέμων, νέες κοπέλες δροσερές με φαρδιά λευκά φουστάνια και μόδες μεσοπολέμου, ομπρελίνα, παρασόλια και «τα σέβη μου στην κυρία σας», «πώς είσθε χρυσή μου;», «τους κάναμε το ορίστε…» και «τι θα πει ο κόσμος!», όλο τουπέ και στυλ, ώσπου να ’ρθει ο πόλεμος ο δεύτερος να δώσει ένα κακό φύσημα σ’ όλα αυτά. Ο άλλος κόσμος καθόντουσαν κατάχαμα πάνω στην άμμο για, δεν τους επιτρέπανε να κάτσουν στο χειροποίητο «Τερραίν» της υψηλής κοινωνίας και το λερώσουνε, ούτε και στο άλλο το καφενείο που λεγότανε «Κρύσταλλο», δίπλα στο εστιατόριο τον «Πλάτανο». Τώρα το «Κρύσταλλο» είναι κλειστό, μουντζουρωμένο και σχεδόν ρημαγμένο.
Λίγο παρέκει, στον κεντρικό δρόμο της Μύρινας ήτανε ένα τζαμί. Απ’ τα οθωμανικά τα χρόνια. Μετά ήταν ένας κινηματόγραφος. Μπορεί και το τζαμί να χρησίμεψε για κινηματόγραφος. Στην αρχή ήτανε βουβός. Δεν έλεγε τίποτε. Όλοι ακούγανε με το νου τους. Ώσπου έφτασε η ώρα να δείξει την πρώτη ομιλούσα ταινία. Στην πρεμιέρα θα πήγαιναν μόνο οι μεγαλουσιάνοι του Κάστρου – το παλιό όνομα της Μύρινας. Μάλιστα κάποιοι για να μην επιτρέψουν την είσοδο στους παρακατιανούς, έκλεισαν από μέσα τις πόρτες, τις κάρφωσαν, τις ασφάλισαν, τις επτασφράγισαν καλά καλά, μη τυχόν και μπει ο άλλος κόσμος μέσα. Κανένας πια δε θυμάται τι ταινία ήταν, αν πρόλαβε να μιλήσει και σε ποια γλώσσα. Όμως, μια άλλη γλώσσα, άφωνη, άναψε σπινθήρα μέσα στο σκοτάδι. Τότε οι ταινίες εύκολα άρπαζαν φωτιά και οι φλόγες τύλιξαν τον κινηματογράφο και οι φωνές, τα βογγητά και τα ουρλιαχτά ακούγονταν έξω και κανένας δεν μπορούσε να τους βοηθήσει. Και κάηκαν ζωντανοί πενήντα εφτά άνθρωποι. Κι άλλοι πόσοι με εγκαύματα. Τόσο που δεν μπορούσαν να τους αναγνωρίσουν. Τους κατάλαβαν από τα βραχιόλια και τα ρολόγια που είχαν απάνω τους. Και κλειδώθηκαν κυνηγώντας τη μοίρα τους. Χαμένοι κι αβοήθητοι. Και σφράγισαν μονάχοι το μνήμα τους. Και βρέθηκαν χωρίς να καταλάβουν στον άλλο κόσμο.
Βδομάδες μετά μύριζε ο τόπος σάρκα καμένη. Η μητέρα της κυρίας Άννας για ένα χρόνο δεν μπορούσε να βάλει κρέας στο στόμα της. Αυτά προπολεμικά.
Στον κεντρικό δρόμο της Μύρινας στο ίδιο σημείο χτίσανε ύστερα εκκλησάκι στο Γενέσιο της Θεοτόκου. Ανακαινίστηκε το 1988 και στην επιγραφή απάνω γράφει:
«ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΚΑΕΝΤΩΝ ΣΤΙΣ 9.9.1939».
Από κάτω ίσως θα ’πρεπε να προσθέσει κάποιος κι εκείνο του Ηράκλειτου: «Ὕβριν χρὴ σβεννύναι μᾶλλον ἤ πυρκαϊήν».