Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος και η καταδίκη του μονοφυσιτισμού
14 Ιουλίου 2024Στο μέσο, περίπου, του μηνός Ιουλίου εκάστου έτους η Αγία μας Εκκλησία μας καλεί να τιμούμε και να εορτάζουμε τους 630 Θεοφόρους Πατέρες, που συγκρότησαν την Δ΄Οικουμενική Σύνοδο.
Η Σύνοδος αυτή συγκροτήθηκε το 451 μ.Χ. στο «Μαρτύριο» ναό της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας στη Χαλκηδόνα και συγκλήθηκε υπό του αυτοκράτορα Μαρκιανού και της αυγούστας Πουλχερίας.
Αυτή η Σύνοδος, η οποία απετέλεσε την μεγαλύτερη σε συμμετοχή Οικουμενική Σύνοδο, εξέδωσε 30 κανόνες[1]. Αξιοσημείωτο δε το γεγονός πως απέδωσε στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως ίσα πρεσβεία με αυτά του θρόνου της Ρώμης.
Βασικό θέμα της Συνόδου ήταν η καταδίκη του αιρεσιάρχη Αρχιμανδρίτη Ευτυχούς[2], ο οποίος παρά το γεγονός ότι έλεγε πως ακολουθεί το δόγμα της Νικαίας, εντούτοις βασιζόταν στα δόγματα των αιρετικών Απολλιναρίου[3] και Ουαλεντίνου και δίδασκε πως οι δύο φύσεις του Χριστού, η θεία και η ανθρώπινη, μετά την ένωσή τους, η ανθρώπινη απορροφήθηκε από τη θεία και όσα έπαθε ο Χριστός τα έπαθε η θεότητα, η θεϊκή φύση δηλαδή. Ο αιρεσιάρχης αυτός ηγείτο των μοναχών της Κωνσταντινουπόλεως. Μεγάλος υποστηρικτής του ήταν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Διόσκορος, διάδοχος του Αγίου Κυρίλλου.
Το 448 μ.Χ. συγκλήθηκε Ενδημούσα Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη υπό του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανού, η οποία καταδίκασε τον Ευτυχή, τον καθαίρεσε και τον αφόρισε[4]. Ο Ευτυχής όμως, μη αποδεχόμενος την απόφαση της Συνόδου, εμμένοντας στις απόψεις του, συνέχισε να διαδίδει τις απόψεις του.
Ο Πατριάρχης Φλαβιανός απέστειλε επιστολή μαζί με τα πρακτικά της Συνόδου και ενημέρωνετον Επίσκοπο Ρώμης Λέοντα τον Α΄, για το δογματικό θέμα που αφορούσε την Εκκλησία με τις θέσεις του Ευτυχούς. Τότε, ο Επίσκοπος Ρώμης στις 13 Ιουνίου 449 μ.Χ. συνέγραψε μια σημαντική δογματικού περιεχομένου επιστολή, στην οποία εξέθετε την Ορθόδοξη πίστη, όπως διατυπώθηκε στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο[5], χαρακτηρίζοντας τη διδασκαλία του Ευτυχούς διεστραμμένη και αλλόκοτη[6].
Καταθέτοντας έφεση ο Ευτυχής, κατά της απόφασης της Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως προς τον Πάπα Ρώμης, εκμεταλλευόμενος το γεγονός της γνωριμίας του με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο και έχοντας τη στήριξη του ομόφρονός του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Διοσκόρου, παρότρυνε τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο να συγκαλέσει Σύνοδο, με σκοπό να αθωωθεί ο Ευτυχής και να καταδικαστεί ο Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανός.
Μάλιστα, ο Επίσκοπος Ρώμης θέλοντας να ενημερώσει για τις αιρετικές δοξασίες του Ευτυχούς και άλλους κληρικούς απέστειλε επιστολή προς τους Αρχιμανδρίτες της Κωνσταντινουπόλεως Μαρτίνο και Φαύστο εκθέτοντάς τους τις απόψεις του αιρεσιάρχου Ευτυχούς και προτρέποντάς τους να στηρίξουν τον Αρχιεπίσκοπο Φλαβιανό, τον οποίο αποκαλεί αδελφό «
Τον Αύγουστο του 449 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος συγκάλεσε νέα Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία βρίσκονταν οι εκπρόσωποι του Πάπα, ο Αρχιεπίσκοπος Φλαβιανός ως υπόδικος, ο Διόσκορος, ο οποίος προήδρευε των εργασιών και είχε την απόλυτη ευθύνη και εξουσία, και άλλοι Επίσκοποι του Ιλλυρικού και άλλων επαρχιών, υπό την δικαιοδοσία του πάπα[7].
Στο γράμμα του ο αυτοκράτορος Θεοδόσιος υπογράμμιζε πως ο Φλαβιανός Κωνσταντινουπόλεως και οι Επίσκοποι που κατεδίκασαν τον Ευτυχή δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Σύμφωνα με τον καθηγητή Βασίλειο Κουκουσά, οι εργασίες της Συνόδου ήταν συνοπτικές. Το κλίμα, που επικρατούσε, ήταν κάτω από πίεση και τρομοκρατία[8]. Ακόμη, συναντούμε για πρώτη φορά στην εκκλησιαστική ιστορία και συγκεκριμένα σε εργασία Οικουμενικής Συνόδου τον περιορισμό στη συμμετοχή των Επισκόπων (έκαστος Αρχιεπίσκοπος θα παραλάμβανε μόνο 10 μητροπολίτες και 10 επισκόπους)[9], τον περιορισμό στο δικαίωμα ψήφου (στέρηση του δικαιώματος ψήφου στον Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανό και σε όσους Επισκόπους κατεδίκασαν τον Ευτυχή)[10], τον περιορισμό προς το δικαίωμα του λόγου (απαγορεύθηκε η ανάγνωση των επιστολών του πάπα Λέοντος στους εκπροσώπους της Δύσης, ούτε στον Φλαβιανό να αναπτύξει τις θέσεις του). Εμφανής η παρέμβαση της πολιτείας στα εκκλησιαστικά τεκταινόμενα.
Φανερή η υποτίμηση και ο εξευτελισμός του Διοσκόρου που επιδείκνυε προς τον Φλαβιανό. Στην τάξη των πρεσβυγενών πατριαρχείων, τον κατέταξε 5ο θέτοντας πρώτο τον εαυτό του, δεύτερο τον Επίσκοπο Ιούλιο, εκπρόσωπο του πάπα, τρίτο τον Ιεροσολύμων Ιουβενάλιο, τέταρτο τον Αντιοχείας Δόμνο και πέμπτο τον Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως[11].
Ο Διόσκορος αποκατέστησε τον Ευτυχή, αφού ήταν και η μεγάλη του επιθυμία και ο κύριος του στόχος, και επέτυχε την καθαίρεση του Φλαβιανού Κωνσταντινουπόλεως, του Ευσεβίου Δορυλαίου, του Ιβάν Εδέσσης, Θεοδωρήτου Κύρου και Δόμνου Αντιοχείας[12]. Παρά το γεγονός ότι όλα τα μέλη της Συνόδου συμφώνησαν με την άδικη απόφαση να καθαιρεθούν ο Φλαβιανός και ο Ευσέβιος, ο μόνος, που τόλμησε να ανορθώσει ανάστημα ήταν ο Ιλαρός, διάκονος της Εκκλησίας της Ρώμης[13].
Νομίζοντας ο Διόσκορος πως με τη βία και τον εκφοβισμό, που εξάσκησε, με την απόλυτη πλειοψηφία των μελών της Συνόδου, και επειδή διακήρυξε αιρετική την ορθόδοξη διδασκαλία περί των δύο φύσεων του Χριστού και ορθόδοξη τη διδασκαλία του Ευτυχούς, το σώμα της Εκκλησίας θα αποδεχόταν αυτή του την απόφαση. Μαζικές οι αντιδράσεις, ουδείς Ορθόδοξος μπορούσε να αποδεχθεί τις αιρετικές διδασκαλίες, την τρομοκρατία και τον εκφοβισμό αλλά και να συγκατανεύσει με τις πεπλανημένες αποφάσεις που επάρθηκαν σε αυτή τη Σύνοδο.
Μετά από τα όσα ανήκουστα έλαβαν χώρα στη ληστρική Σύνοδο υπό την προεδρία του Διοσκόρου, ο πάπας Λεών απέστειλε επιστολή προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο αναγγέλοντάς του πως θα συγκαλέσει Σύνοδο στην Ιταλία, με σκοπό να διορθώσει τα γενόμενα της Συνόδου στην Έφεσο. Έτσι, στις 29 Σεπτεμβρίου 449 μ.Χ. έλαβε χώρα στην Ιταλία η Σύνοδος, κατά την οποία τα μέλη της χαρακτήρισαν τη Σύνοδο της Εφέσου «Ληστρική», απορρίπτοντας τις αποφάσεις της και αιτούμενοι μέσω δύο επιστολών προς τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου. Ο αυτοκράτορας, λόγω της επιμονής του στις αποφάσεις της Συνόδου της Εφέσου υπό την προεδρία του Διοσκόρου, άφησε αναπάντητες τις επιστολές. Τα μέλη της Συνόδου της Ρώμης απέστειλαν, επίσης, και στην αυτοκράτειρα Πουλχερία επιστολή, μέσω της οποίας την ενημέρωναν για τα αδίκως γενόμενα. Ακόμη, επιστολή στην αυτοκράτειρα Πουλχερία απέστειλε ο διάκονος Ιλαρός, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας στη Σύνοδο της Εφέσου. Παρά τις απειλές, που εδέχθην, ένεκα της αρνήσεως του να υπογράψει την καταδίκη του Φλαβιανού, εντούτοις παρέμεινε σταθερός και ακλόνητος στις αξίες της εν Χριστώ ζωής.
Ο πάπας Λέων ενημέρωσε διά εγκυκλίου το ποίμνιο, κληρικούς και λαϊκούς, της Κωνσταντινουπόλεως παροτρύνοντάς τους να παραμείνουν σε κοινωνία με τον αδίκως καταδικασθέντα ποιμένα τους, Αρχιεπίσκοπο Φλαβιανό. Σκοπός του πάπα ήταν να δικαιώσει τον Φλαβιανό και να καταδικάσει τη μονοφυσιτική διδασκαλία, που δίδασκαν ο Ευτυχής, ο Διόσκορος και οι ομόφρονές τους.
Ξαφνικά, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος απεβίωσε σε ατύχημα και το θρόνο της Νέας Ρώμης ανέλαβαν οι νέοι αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία, άνθρωποι με ορθόδοξο φρόνημα, πίστη, σταθεροί και ακλόνητοι στις αρχές και τους θεμελιώδεις λόγους του Ευαγγελίου.
Έθεσαν ως πρωταρχικό τους στόχο να επιλύσουν το εκκλησιαστικό και θεολογικό πρόβλημα, που αιωρείτο, να αποκαταστήσουν την κανονική τάξη και την ορθή πίστη. Έτσι, αποφάσισαν να συγκαλέσουν την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Άρχισαν να καταφθάνουν στη Νικαία οι Επίσκοποι, που θα λάμβαναν μέρος στις εργασίες της Συνόδου. Το κλίμα ήταν τεταμένο, αρκετοί κληρικοί και λαϊκοί ομόφρονες του Διοσκόρου και του Ευτυχούς. Για τον λόγο αυτό αποφασίστηκε όπως μεταφερθούν οι εργασίες της Συνόδου πλησίον της Βασιλεύουσας, στην Χαλκηδόνα.
Στις 8 Οκτωβρίου 451 μ.Χ. άρχισαν οι εργασίες της Συνόδου, η οποία αφού κάλεσε τρεις φορές τον Διόσκορο για να παρουσιαστεί, αυτός αρνήθηκε να παραστεί. Έτσι, τον καταδίκασανκαι τον καθαίρεσαν όπως και τον ομόδοξό του Ευτυχή, και αποκατέστησε αυτούς που καθαίρεσε η Ληστρική Σύνοδος, Άγιο Φλαβιανό κωνσταντινουπόλεως (16 Φεβρουαρίου), Ευσέβιο Δορυλαίου, Θεοδώρητο Κύρου, Δόμνο Αντιοχείας και Ιβάν Εδέσσης. Ακολούθως, καταδίκασε τη Σύνοδο της Εφέσου ως ληστρική και αντικανονική, καταδίκασε τον Μονοφυσιτισμό[14], που υποστήριζε πως στο πρόσωπο του Χριστού η ανθρώπινη φύση μετά την θεία Ενανθρώπηση απορροφήθηκε από τη θεία τονίζοντας πώς αυτές οι δύο φύσεις υπάρχουν στο πρόσωπο του Χριστού «ατρέπτως ασυγχύστως αδιαιρέτως αχωρίστως», και συμπλήρωσε το Χριστολογικό δόγμα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου[15].
Αφού οι Πατέρες της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου επικύρωσαν τις αποφάσεις των πρώτων τριών Οικουμενικών Συνόδων (325, 381, 431 μ.Χ.), δήλωσαν πως οι αποφάσεις τους στηρίζονται πάνω στις πιο πάνω Οικουμενικές Συνόδους, εξεφώνησαν τον γνωστό δογματικό όρο. Στον Όρο αυτό υπερτονίζεται η ενότητα και η ταυτότητα του προσώπου του Χριστού και επαναλαμβάνεται τρεις φορές η φράση «ένα και τον αυτόν», και πέντε φορές η αντωνυμία τον «αυτόν». Μέσα στον δογματικό αυτό Όρο είναι σαφής η αντινεστοριανική και αντιμονοφυσιτική στάση. Και αυτό διαφαίνεται από τη φράση «εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως», η οποία αναιρεί το νεστοριανισμό και το μονοφυσιτισμό. Τα επιρρήματα «αχωρίστως και αδιαιρέτως» απευθύνονται εναντίον του νεστοριανισμού ενώ τα επιρρήματα «ασυγχύτως και ατρέπτως» απευθύνονται εναντίον του μονοφυσιτισμού. Η φράση του Όρου «εν δύο φύσεσιν» συμφωνεί με τη θεολογία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και δεν αντιτίθεται με τη φράση του Αγίου Κυρίλλου «μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη[16]».
Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κύριλλος επεξηγεί με την ορθόδοξη διδασκαλία σε αντίθεση με τον αιρετικό Απολλινάριο, πως η θεία φύση Του υπήρχε προαιωνίως. «Εν χρόνῳ», όμως,ο Υιός και Λόγος του Θεούέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, με αποτέλεσμα η προαιώνια θεία φύση να ενωθεί με την «ἐν χρόνῳ» ανθρώπινη. Ηανθρώπινη φύση του Χριστού δημιουργήθηκε και με θαυμαστό και υπερφυσικό τρόποκαιενώθηκε με τη θεία «ἐξ αὐτῆς τῆς συλλήψεως[17]» στη μήτρα της Παρθένου . Γιαυτό χαρακτηρίζεται ὁ Κύριος από τον Άγιο Κύριλλο ως «εἷς σεσαρκωμένος καί ἐνανθρωπήσας ἐκ Θεοῦ Πατρός Λόγος», «εἷς τε καί ὁ αὐτός πρό μέν τῆς σαρκώσεως γυμνός ἔτι ὁ Λόγος, μετά δέ γε τήν ἀπότεξιν τήν ἐκ τῆς Ἁγίας Παρθένου σεσαρκωμένος καί ἐνανθρωπήσας» , «εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ὁ μονογενής τοῦ Θεοῦ Λόγος, ἐνανθρωπήσας καί σεσαρκωμένος» , τα οποία είναι ισάξια και ισοδύναμα με την δογματική φράση «μία φύσις τοῦ Θεοῦ Λόγου σεσαρκωμένη».
Έτσι, με την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος οι θεοφόροι Πατέρες οριοθέτησαν την ορθή διδασκαλία της Ορθοδοξίας και λύθηκαν οι έριδες και οι μάχες που υπήρχαν και συνέχεαν το πλήρωμα της Εκκλησίας.
Οι αιρέσεις υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Όμως με την σταθερότητα στην ορθή πίστη και στις αρχές της ορθής διδασκαλίας της Εκκλησίας μας, και με τη μελέτη του λόγου του Ευαγγελίου, κανείς δεν μπορεί να μας επηρεάσει και να αμφισβητήσει αυτό που πιστεύουμε και ομολογούμε στο Σύμβολο της Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.