Ο προφήτης Ηλίας είναι ένας μεγάλος προφήτης, που έζησε περίπου 800 χρόνια πριν την έλευση του Χριστού.
Από την ώρα που γεννήθηκε, οι αρχιερείς προφήτεψαν ότι θα ήταν ένα ξεχωριστό παιδί, με πολύ ζήλο για τον Θεό (Ηλίας σημαίνει θεϊκός). Είπαν ότι η ζωή του θα είναι γεμάτη Φως, αν και θα ήταν αυστηρός με τον ισραηλιτικό λαό• όμως οι αποφάσεις και η όλη ζωή του θα ήταν ευάρεστες στον Θεό. Προφήτευσε 25 χρόνια, με πολλούς τρόπους: τρεις φορές κατέβασε φωτιά από τον ουρανό. Με τον λόγο του εμπόδισε τη βροχή και δεν έβρεξε τριάμισι ολόκληρα χρόνια, με αποτέλεσμα να υποφέρουν χιλιάδες άνθρωποι και ζώα από την ξηρασία και την ακαρπία της γης• μετά είπε να βρέξει και έβρεξε. Και πολλά άλλα θαυμαστά έκανε, για να πείσει τους ανθρώπους να αφήσουν τη λατρεία των ψεύτικων θεών και να γυρίσουν πάλι στο «δικό του» Θεό, τον αληθινό Θεό. Ανάστησε και νεκρό• το παιδί μιας χήρας γυναίκας που τον έτρεφε θαυματουργικά τα τριάμισι χρόνια της πείνας (της γυναίκας της οποίας δεν τελείωνε το λιγοστό αλεύρι που είχε για να φτιάχνει ψωμί, ώστε να μη πεθάνουν της πείνας για χάρη του προφήτη). Αξιώθηκε ακόμα και το Θεό να δει, όσο είναι δυνατό να Τον δει άνθρωπος, εκεί στο θεοβάδιστο όρος Σινά, όπως περίπου κι ο Μωυσής, όμως εδώ πέρασε δίπλα από τον Ηλία μέσα σε απαλή αύρα. Τέλος έσχισε και τον Ιορδάνη ποταμό, όπως άλλοτε ο Ιησούς του Ναυή για τον ισραηλιτικό λαό, για να μπορέσει να περάσει απέναντι• μαζί του και ο μαθητής του, ο προφήτης Ελισσαίος, ο οποίος είχε ζητήσει «διπλή τη Χάρη από τον δάσκαλό του» κι εκείνος του υποσχέθηκε πως θα γίνει αυτό μόνο αν τον δει να αναλαμβάνεται στους ουρανούς. Πραγματικά, ο προφήτης Ελισσαίος δεν τον έχασε από τα μάτια του και είδε τον προφήτη Ηλία να ανεβαίνει στον ουρανό με πύρινο άρμα. Γι’ αυτό και τα εκκλησάκια του συνήθως βρίσκονται σε ψηλές τοποθεσίες, βουνά και λόφους.
Αυτό το γεγονός γιορτάζουμε στις 20 Ιουλίου και τιμούμε τον μεγάλο αυτόν προφήτη, ο οποίος δεν πέθανε όπως συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους. Μία ακόμη τέτοια περίπτωση αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη, πολύ πριν από τον προφήτη Ηλία, με τον Ενώχ, για τον οποίο αναφέρεται ότι «μετέθηκεν αυτόν ο Θεός», επειδή ήταν δίκαιος.
Ας δούμε όμως πώς έληξαν τα τριάμισι έτη της ανομβρίας που «διέταξε» ο προφήτης Ηλίας σαν να ήταν το στόμα του Θεού.
Στο βασίλειο του Ισραήλ βασίλευε τότε ο Αχαάβ, έχοντας δίπλα του μία φοβερή γυναίκα, την Ιεζάβελ, η οποία υποστήριζε με πάθος την ειδωλολατρία. Αφού όλοι, άνθρωποι και ζώα, είχαν αποκάμει από την ξηρασία και την ακαρπία της γης, ο Θεός είπε στον προφήτη Ηλία να παρουσιαστεί στον Αχαάβ. Εκείνος, θέλοντας να δείξει ποιος είναι ο αληθινός Θεός, ζήτησε να συγκεντρωθούν όλοι στο Καρμήλιο Όρος (στα βόρεια της Παλαιστίνης) μαζί και οι ειδωλολάτρες ιερείς και προφήτες – οι προστατευόμενοι της Ιεζάβελ – σχεδόν χίλιοι όλοι μαζί. Εκεί τους ζήτησε να θυσιάσουν μπροστά στον λαό, ο καθένας στο θεό του, και όποιου ο Θεός ακούσει την προσευχή και ρίξει φωτιά από τον ουρανό στο θυσιαστήριο, για να προσφερθεί η θυσία, εκείνος και θα είναι ο αληθινός Θεός κι Εκείνον θα πρέπει να προσκυνάνε, για να μην υπάρχει πλάνη στον λαό. Ο προφήτης Ηλίας λέει στους ειδωλολάτρες ιερείς και ψευδοπροφήτες: «Διαλέξτε ένα μοσχαράκι και κάντε πρώτοι εσείς τη θυσία σας». Έτσι έκαναν και παρακαλούσαν τον θεό Ήλιο, τον Βάαλ, από το πρωί ως το μεσημέρι, αλλά ούτε φωνή ούτε ακρόαση.
Άρχισε τότε ο προφήτης Ηλίας να τους κοροϊδεύει: «Φωνάξτε πιο δυνατά, μήπως και ο θεός σας κοιμάται!» Επειδή όμως δεν γινόταν τίποτε τους λέει: «Κάντε στην άκρη τώρα να κάνω εγώ τη θυσία μου». Βάζει δώδεκα μεγάλες πέτρες – όσες και φυλές του Ισραήλ – και φτιάχνει αμέσως ένα θυσιαστήριο. Τοποθετεί επάνω τα ξύλα και το ζώο που ήταν για τη θυσία και διατάζει να ρίξουν πολύ νερό από πάνω ξανά και ξανά, τρεις φορές, για να μη νομίσει κανείς πως κάπου υπάρχει κρυμμένη καμιά σπίθα φωτιάς. Μετά ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό με όλο τον νου και την καρδιά του δοσμένα στον Θεό κι άρχισε να προσεύχεται φωναχτά, ενώ όλος ο λαός περίμενε με κομμένη την ανάσα. Δεν πρόλαβε να πει πολλά λόγια και ο Κύριος έριξε τέτοια φωτιά από τον ουρανό, που έκαψε τα πάντα στο θυσιαστήριο ακόμα και τις πέτρες έγλειψε η φωτιά. Όλος ο λαός έπεσε και προσκύνησε το Θεό και είπε: «Πραγματικά, αυτός είναι ο αληθινός Θεός». Ο προφήτης Ηλίας είπε τότε: «Συλλάβετε αμέσως τους ψευδοπροφήτες», γύρισε και στο βασιλιά Αχαάβ και του είπε: «Ετοίμασε το άρμα σου γρήγορα, γιατί ακούω αστραπές και βροντές κι έρχεται βροχή». Δεν πρόλαβε να τελειώσει κι εκεί που είχε τριάμισι χρόνια να βρέξει και ούτε συννεφάκι δεν υπήρχε πριν λίγο στον ουρανό, συγκεντρώθηκαν σύννεφα πολλά κι άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς, μέχρι να φτάσει ο Αχαάβ στο παλάτι του. Μόλις έμαθε η Ιεζάβελ τα νέα, λύσσαξε από το κακό της και ζητούσε να σκοτώσει τον προφήτη Ηλία. Παραδόξως εκείνος ο θαρραλέος άνθρωπος του Θεού φοβήθηκε κι έφυγε μακριά. Με τη βοήθεια και την καθοδήγηση αγγέλου έφτασε στο όρος Σινά, όπου του φανερώθηκε ο Θεός λίγο πιο κάτω από το σημείο όπου έδωσε στο Μωυσή τις πλάκες με τις δέκα εντολές και το Νόμο Του. Σήμερα υπάρχει εκεί εκκλησάκι προς τιμήν του.