Απεικονίσεις της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας

12 Αυγούστου 2024

Απεικονίσεις της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας:

Παραλλαγές και Συμβολισμοί στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο[1]

 (Μέρος Α΄)

Η εικόνα της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας (δηλαδή της Παναγίας που κρατά τον Χριστό βρέφος) είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και διαδεδομένα θέματα της βυζαντινής εικονογραφίας. Σε αυτό το θέμα, η Θεοτόκος παρουσιάζεται ως Μητέρα του Θεού, αγκαλιάζοντας τον Χριστό βρέφος με στοργή και τρυφερότητα.

Το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στην Αθήνα διαθέτει μια πλούσια συλλογή από εικόνες με την Παναγία Βρεφοκρατούσα, που καλύπτουν μια μεγάλη χρονική περίοδο και παρουσιάζουν διάφορους εικονογραφικούς τύπους και  παραλλαγές του θέματος. Σε όλους τους τύπους αυτούς και τις παραλλαγές, τις περισσότερες φορές,  συνοδεύεται από  διάφορες επωνυμίες, οι οποίες συνδέονται με  χαρακτηριστικά ιδιώματά της ή ιδιότητές της, με τον τρόπο και τον τόπο εύρεσης της εικόνας της Θεοτόκου, με τη θαυματουργική επέμβασή της στη ζωή των ανθρώπων, με τον χρόνο και την ημερομηνία εορτασμού της, αλλά και με διάφορες γιορτές και ύμνους προς τιμήν της[2].

Από τους εικονογραφικούς τύπους και τις παραλλαγές της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας, στη συλλογή εικόνων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, συναντά κανείς της Θεοτόκου Οδηγήτριας, της Γλυκοφιλούσας, της Καρδιώτισσας, του Πάθους ή της Αμόλυντου, της Θεοτόκου του Κύκκου ή της Κυκκώτισσας, της Θεοτόκου Λυπημένης, της Θεοτόκου Ένθρονης Βρεφοκρατούσας, της Πλατυτέρας, της Θεοτόκου Βλαχερνίτισσας ή Βλαχέραινας ή Βλαχέρνας, και της Νικοποιού.

Η Οδηγήτρια

Ένας από τους πιο γνωστούς και διαδεδομένους εικονογραφικούς τύπους της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας είναι της Οδηγήτριας[3], στην οποία η Παναγία κρατά τον Χριστό συνήθως στο αριστερό της χέρι, ενώ με το δεξί τον υποδεικνύει ως τον Σωτήρα του κόσμου. Σε παραλλαγές του τύπου, η θέση του Χριστού στα χέρια της Θεοτόκου εναλλάσσεται στο δεξί ή το αριστερό, αποδίδοντας με τον τρόπο αυτό την παραλλαγή της δεξιοκρατούσας ή της αριστεροκρατούσας Θεοτόκου, ενώ τα πρόσωπα της μητέρας και του παιδιού δεν ακουμπά το ένα το άλλο.

Πηγή: ιστοσελίδα Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Συλλογή: Συλλογή φορητών εικόνων και ξυλόγλυπτων. Προέλευση: Άρτα, μονή Ευαγγελιστρίας Δήμου Πέτας. Χρονολόγηση: 9ος, 10ος, 13ος, 16ος αιώνας. Διαστάσεις: 87 x 63 εκ.

Τον εικονογραφικό τύπο σε κάποιες παραστάσεις συμπληρώνει η επωνυμία Η Ελεούσα, καθώς στη συγκεκριμένη παράσταση η Θεοτόκος με το διπλωμένο  μπροστά στο στήθος δεξί χέρι της δέεται στον Υιό της να ελεηθεί τους αμαρτωλούς. Επιπλέον όμως, μεταφέρει τις προσευχές των ανθρώπων, και φαίνεται να υποδεικνύει τον μοναδικό σωτήρα όλων των ανθρώπων, τον μονογενή Υιό του Θεού και Υιό της, τον Χριστό. Επιπλέον, συχνά επιγράφεται ως Γλυκοφιλούσα, Γαλακτοτροφούσα,  Επίσκεψις,  Ακαταμάχητος, Παμμακάριστος, Πορταϊτισσα.

Όσον αφορά την προέλευση του εικονογραφικού τύπου, έχει βυζαντινή προέλευση,  εντοπίζεται για πρώτη φορά τον 9ο αιώνα, ενώ πιστεύεται ότι πήρε το όνομά του από την εν λόγω εικόνα, η οποία φυλασσόταν στην  μονή Οδηγών στην Κωνσταντινούπολη, όπου ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Σύμφωνα με την παράδοση, τον τύπο πρώτος ζωγράφισε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, ενώ  αποτυπώνει την ιδιότητα της Θεοτόκου ως καθοδηγήτριας των πιστών και υποδεικνύει την Παναγία της νίκης και της δόξας[4]. Στη συνέχεια, ο εικονογραφικός τύπος της Παναγίας Οδηγήτριας καθιερώθηκε στην κρητική ζωγραφική τον 15ο αιώνα, σε έργα του γνωστού ζωγράφου Ανδρέα Ρίτζου, και επαναλήφθηκε τους επόμενους αιώνες από πολλούς ζωγράφους, επώνυμους και ανώνυμους.

Ο τύπος αυτός της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας αντιπροσωπεύεται στη συλλογή του μουσείου με μεγάλο αριθμό παραδειγμάτων, στο σύνολό τους περίπου 214 εικόνες. Αυτό εξηγείται από το γεγονός, ότι οι ζωγράφοι της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής θέλησαν να τονίσουν, μέσω της συγκεκριμένης απεικόνισής της, τον καθοριστικό ρόλο της στην Ενανθρώπιση του Υιού του Θεού και στην καθοδήγηση των πιστών στη σωτηρία. Ειδικότερα, στη συλλογή του μουσείου ο τύπος της Θεοτόκου Οδηγήτριας απαντάται σε εικόνες ως βασική παράσταση, αλλά και σε πολλές δίζωνες ως επιμέρους παράσταση,  με τη συνοδεία αγίων, ή σε μεσαία φύλλα τριπτύχων ως κεντρική σκηνή, με τη συνοδεία αγγέλων και αγίων.

Στα παραδείγματα αυτά η Παναγία απεικονίζεται κυρίως ημίσωμη ή ολόσωμη, μετωπική, με τον μικρό Χριστό στο αριστερό χέρι, στον τύπο της αριστεροκρατούσας, και με το δεξί χέρι σε συνεσταλμένη στάση μπροστά στο στήθος. Ο Χριστός με το δεξί χέρι ευλογεί και με το αριστερό κρατά κλειστό ειλητό. Στις επάνω γωνίες των εικόνων συνήθως διακρίνονται οι προτομές δύο ημίσωμων αγγέλων. Επίσης, το θέμα σε πολλές εικόνες  επιγράφεται με τη σχετική προσωνυμία του τύπου, ενώ σε κάποιες από αυτές διακρίνονται αφιερωματικές επιγραφές.

Μια τέτοια εικόνα (ΒΧΜ 989)[5], του δεύτερου μισού του 13ου αιώνα, αποτελεί ίσως την παλαιότερη από τις εικόνες των κειμηλίων προσφύγων της Μικράς Ασίας. Σε αυτήν, η Παναγία Οδηγήτρια απεικονίζεται σε μετωπική στάση, έως τη μέση, με βλέμμα προσηλωμένο στο θεατή. Ο Χριστός, επίσης μετωπικός,  κάθεται αναπαυτικά στο αριστερό χέρι της μητέρας του, με το δεξί χέρι ευλογεί και με το αριστερό κρατάει κλειστό ειλητάριο.

Στην εξαιρετική τέχνη του Ανδρέα Ρίτζου και του εργαστηρίου του εντάσσεται μία εικόνα (ΒΧΜ 13142)[6] της συλλογής Λοβέρδου, του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα, με τη Θεοτόκο στον καθιερωμένο εικονογραφικό τύπο της Οδηγήτριας αριστεροκρατούσας, τον Χριστό ευλογών με το δεξί χέρι, και με κλειστό ειλητό στο αριστερό. Η παράσταση συμπληρώνεται στο πάνω τμήμα της με τους  ημίσωμους και σεβίζοντες αρχαγγέλους, Μιχαήλ και Γαβριήλ.

Στον ίδιο τύπο ανήκει άλλη μία μεταβυζαντινή εικόνα από τη Συλλογή Λοβέρδου, του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα (ΒΧΜ 13237)[7]. Αυτή αποδίδεται εικονογραφικά με την  Παναγία Οδηγήτρια σε προτομή, συνοδεύεται από την  επωνυμία Η Οδηγήτρια,, και ζωγράφος της είναι ο  Μιχαήλ Δαμασκηνός. Ο μικρός Χριστός κάθεται αναπαυτικά στο αριστερό χέρι της μητέρας του, κρατεί στο αριστερό χέρι κλειστό ειλητό, σηκώνει το δεξί χέρι σε ευλογία, ενώ έχει το βλέμμα του στραμμένο στο θεατή. Η  Παναγία με το αριστερό χέρι τον αγκαλιάζει, υψώνει το δεξί μπροστά στο στήθος σε δέηση, ενώ με σοβαρότητα, τρυφερότητα , και συνάμα συγκρατημένη θλίψη και ηρεμία, ατενίζει τον θεατή. Με τον ίδιο τεχνοτροπικό τρόπο έχει φιλοτεχνηθεί και η εικόνα με ΒΧΜ 2036, του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα, από τη Μεσσήνη της Σικελίας, η οποία αποδίδεται επίσης, στον Μιχαήλ Δαμασκηνό[8].

Στον ίδιο εικονογραφικό τύπο συγκαταλέγεται, επίσης, μια εικόνα (ΒΧΜ 1124), του δεύτερου μισού του 14ου αιώνα, με την επωνυμία Η Ακαταμάχητος[9] . Σε αυτή η Θεοτόκος είναι δεξιοκρατούσα[10], έως τη μέση, με το αριστερό χέρι διπλωμένο μπροστά στο στήθος σε στάση δέησης, ατενίζει περίλυπη τον Υιό της. Η στάση δέησης του αριστερού χεριού της, σε συνδυασμό με τον μισοξαπλωμένο στο δεξί χέρι της Χριστό, στην εικονογραφική παραλλαγή του Αναπεσόντα, έχει ιδιαίτερο θεολογικό συμβολισμό, καθώς, εκτός του ότι τον υποδεικνύει ως τον μόνο λυτρωτή του κόσμου, ταυτόχρονα υπαινίσσεται και τον μελλοντικό σταυρικό θάνατό του. Η ιδιαιτερότητα της εικόνας συμπληρώνεται με την περίτεχνη ασημένια επένδυσή της, η οποία έχει διακοσμηθεί με άνθινα μοτίβα και γεωμετρικά σχέδια, τα οποία συμπλέκονται σε ένα μοναδικό σύνολο. Όμοιά τους απαντώνται από τον 11ο αιώνα και εντάσσουν την εικόνα σε αξιόλογο εργαστήριο της μεσοβυζαντινής εποχής.

Η εικονιστική παραλλαγή του Χριστού Αναπεσόντος δεν είναι από τους ευρέως γνωστούς και διαδεδομένους τύπους της εικονογραφίας του Χριστού.  Η παράσταση απαντάται στην τέχνη, ήδη από τον 9ο αιώνα, ενώ σταδιακά εξελίχτηκε στην τελική μορφή της τον 13ο αιώνα, κατά τον οποίο απαντάται σε εικόνες αλλά και σε μεγάλα τοιχογραφικά σύνολα, όπως είναι του Αγίου Όρους, του Μυστρά και των Βαλκανίων. Ο πιο παλαιός τύπος απεικονίζει τον Χριστό Εμμανουήλ μισοξαπλωμένο σε λίκνο να κοιμάται, συνήθως με τα μάτια ανοικτά, ενώ ο μεταγενέστερος, με τη συνοδεία της Παναγίας να τον σκεπάζει ή να δέεται προς Αυτόν. Η συγκεκριμένη εικόνα συνιστά μια σπάνια παραλλαγή, η οποία απαντάται κυρίως σε εικόνες. Σε αυτές ο Χριστός αναπαρίσταται μισοξαπλωμένος στην αγκαλιά της μητέρας του και όχι σε λίκνο[11]. Η προσωνυμία της Θεοτόκου ως Ακαταμάχητος είναι παρμένη από την υμνολογία τη σχετική με το πρόσωπό της, στην οποία αναφέρεται ως «προστασία ακαταμάχητος» και ως «το ακαταμάχητον τείχος».

Στη συνέχεια, ο εικονογραφικός τύπος της Παναγίας Οδηγήτριας απαντάται, επιπλέον, σε  εξαιρετικά βυζαντινά παραδείγματα αμφιπρόσωπων εικόνων λιτανείας. Πρόκειται για εικόνες μεγάλων διαστάσεων, στη μία όψη των οποίων αποτυπώνεται η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα Οδηγήτρια, ενώ η άλλη διακοσμείται συνήθως με τον Σταυρό, σύμβολο της σταυρικής Θυσίας του Υιού του Θεού, αλλά και με καινοδιαθητικές σκηνές, θέματα από το Πάθος του Χριστού, όπως είναι ο Ελκόμενος, η Σταύρωση, η Αποκαθήλωση και η Άκρα Ταπείνωση. Μέσα από αυτές τις εικόνες διαφαίνεται η επιθυμία των ζωγράφων να μεταδώσουν στους πιστούς τα βασικά δόγματα της Ορθοδοξίας και η μεγάλη αγάπη και φιλανθρωπία του Θεού για τον άνθρωπο,αλλά και εξάρουν τον ρόλο της Θεοτόκου στην Ενσάρκωση και το Πάθος του Υιού της. Για τον λόγο αυτό, αυτές τοποθετούνταν σε περίοπτη θέση, για να είναι ορατές από όλους τους πιστούς μέσα στον ναό, κατά τη διάρκεια των Θειών λειτουργιών, αλλά και κατά τη λιτανείας τους, τις εορταστικές ημέρες του εκκλησιαστικού έτους.

Αναλυτικότερα, οι αμφιπρόσωπες αυτές εικόνες χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα. Το πιο πρώιμο παράδειγμα, αλλά και την πιο παλαιά εικόνα του Μουσείου συνιστά μία επιζωγραφισμένη εικόνα (ΒΧΜ 995)[12] με τη Σταύρωση και την Θεοτόκο Οδηγήτρια, της οποίας το πρωιμότερο στάδιο χρονολογείται τον 9ο αιώνα και το πιο όψιμο τον 16ο.  Στη μία όψη της, αυτή με το θέμα της Σταύρωσης, διασώζει εικονογραφικές επεμβάσεις, που ανάγονται στην πρωιμότερη φάση του 9ο αιώνα και στην πιο όψιμη εκδοχή τους, στον 13ο αιώνα. Στην ορατή απεικόνιση της Σταύρωσης ο Χριστός παριστάνεται νεκρός πάνω στο Σταυρό. Αριστερά απεικονίζεται η μητέρα του Μαρία, η οποία ατενίζει περίλυπη τον υιό της σε στάση δέησης, και δεξιά ο Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο οποίος με απλανές βλέμμα ακουμπά το δεξί χέρι του στο μάγουλό του, ένδειξη  της συγκρατημένης έκφρασης του πόνου του. Η άλλη όψη της εικόνας χρονολογείται τον 16ο αιώνα, και σε αυτή διακρίνεται η Θεοτόκος Οδηγήτρια με την επιγραφή Η ΠΑΜΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ. Η Θεοτόκος κρατά τον μικρό Χριστό στο αριστερό χέρι της, έχει το δεξί μπροστά στο στήθος σε στάση δέησης, ενώ το βλέμμα της είναι στραμμένο στον θεατή. Ο Χριστός ατενίζει τη μητέρα του και με το αριστερό χέρι βαστά κλειστό ειλητό.

Πηγή: ιστοσελίδα Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Συλλογή: Συλλογή φορητών εικόνων και ξυλόγλυπτων. Προέλευση: Μεσσήνη, Σικελία. Χρονολόγηση: 14ος αιώνας Διαστάσεις: 106,5 x 88 εκ.

Έπειτα, σε άλλο βυζαντινό παράδειγμα (ΒΧΜ 985) διακρίνονται  η Θεοτόκος Οδηγήτρια και δύο στρατιωτικοί Άγιοι. Επίσης, σε μία ακόμα  εικόνα (ΒΧΜ 992)[13] βορειοελλαδικού εργαστηρίου, του 14ου αιώνα, στη μία όψη της διακρίνεται η Θεοτόκος Οδηγήτρια, και στην άλλη οι Τρεις Ιεράρχες. Επιπλέον, σε μία ακόμη αμφιπρόσωπη εικόνα (ΒΧΜ 1354)[14] από κωνσταντινοπολίτικο εργαστήριο, του 14ου αιώνα, η Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα στη μία όψη και η Σταύρωση στην άλλη. Παράλληλα, σε μία επιπλέον εικόνα (ΒΧΜ 1109)[15] των αρχών του 13ου αιώνα, προερχόμενη από εργαστήριο της Κύπρου, αποτυπώνεται η Θεοτόκος Οδηγήτρια.

Έπειτα,  σε μία  αμφιπρόσωπη εικόνα (ΒΧΜ 1002)[16] απεικονίζεται στη μια όψη της η Παναγία Οδηγήτρια με το δωδεκάορτο και στην άλλη η Ετοιμασία του Θρόνου. Προέρχεται από τη Μεσσήνη της Σικελίας και χρονολογείται το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα. Η Θεοτόκος Οδηγήτρια αναπαρίσταται αριστεροκρατούσα, κατενώπιον έως τη μέση. Με το δεξί χέρι της στο ύψος του στήθους, δέεται στον Υιό της, ενώ ο Χριστός ευλογεί και κρατά κλειστό ειλητό. Η κεντρική σκηνή συμπληρώνεται με  ζεύγος αγγελικών μορφών σε μικρή κλίμακα, του Μιχαήλ και Γαβριήλ. Η κεντρική σκηνή επιγράφεται με τις συντομογραφίες Μ(ήτ)ηρ Θ(εο)ύ και  την επωνυμία Η ΟΔΗΓΗΤΡΙΑ. Η ζωγραφική επιφάνεια της εικόνας συμπληρώνεται από σκηνές δωδεκάορτου, οι οποίες ιστορούνται με κανονική σειρά και ορίζονται από ορθογώνια πλαίσια. Στην άλλη όψη της, διακρίνεται η Ετοιμασία του Θρόνου, η οποία μάλιστα επιγράφεται με κεφαλαιογράμματη γραφή. Κεντρική θέση στην παράσταση κατέχει ο Σταυρός, στον οποίο διακρίνεται ο ακάνθινος στέφανος, η λόγχη και ο σπόγγος, ενώ στο κάτω τμήμα της παράστασης, πάνω στο υποπόδιο του θρόνου εντοπίζεται  το βάζο με τα καρφιά. Το υπόλοιπο τμήμα της σκηνής καταλαμβάνουν ο αποκαλυπτικός θρόνος με το ύφασμα και το Ευαγγέλιο και δύο εξαπτέρυγα.

Οι παραστάσεις και των δύο όψεων της εικόνας αυτής χαρακτηρίζονται από πλούσιο θεολογικό συμβολισμό. Ειδικότερα, ο ζωγράφος εξιστορεί με συνοπτικό  τρόπο, μέσω των ευαγγελικών σκηνών από τη ζωή του Χριστού και της Θεοτόκου, τα βασικά δόγματα της Ορθοδοξίας, το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τη λύτρωση του ανθρώπινου γένους, μέσω της Ενανθρώπισης του Υιού του. Η παράσταση της πρώτης όψης με τη Θεοτόκο Οδηγήτρια, σε συνδυασμό με τον αποκαλυπτικό θρόνο της δεύτερης,  προβάλλει το δόγμα της πρώτης και δευτέρας Παρουσίας του Χριστού και την εγκαθίδρυση της Ουράνιας Βασιλείας του, καθώς τα σύμβολα του Πάθους υπαινίσσονται τη Σταυρική Θυσία Του και ο θρόνος τον  ίδιο τον Χριστό, ο οποίος κρατά  Ευαγγέλιο, που είναι ανοικτό στην περικοπή Δεύ/τε οι / ευλο/γημέ(νοι του πατρός μου[17].

Παράλληλα, στη συλλογή του μουσείου απαντώνται εικόνες, στις οποίες ο εικονογραφικός τύπος της Θεοτόκου Οδηγήτριας αναπαρίσταται ως «επιμέρους εικόνα μέσα στη βασική εικόνα». Ειδικότερα στις εικόνες αυτές, στη βασική παράσταση εμπλέκεται οργανικά και ένα επιμέρους θέμα, σε πιο μικρή κλίμακα, μία άλλη φορητή εικόνα με τη Θεοτόκο Οδηγήτρια.  Η εικονογραφική αυτή πρωτοτυπία από τον ζωγράφο αποτελεί μια πρακτική που τη συναντά κανείς, όχι σπάνια στη βυζαντινή τέχνη.

Τέτοιες εικόνες του μουσείου είναι μία της Συλλογής Λοβέρδου, του 17ου αιώνα , με το θέμα του απόστολου και ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος απεικονίζεται να ζωγραφίζει την εικόνα της Θεοτόκου Οδηγήτριας Βρεφοκρατούσας (ΒΧΜ 13069)[18]. Το συγκεκριμένο θέμα σχετίζεται με την ορθόδοξη παράδοση, σύμφωνα με την οποία η ίδια η Θεοτόκος παραχώρησε άδεια στον Ευαγγελιστή Λουκά να τη ζωγραφίσει. H παράδοση αυτή επικυρώνει την ύπαρξή της από τις συχνές απεικονίσεις στην υστεροβυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη παραστάσεων με τον Λουκά ως αγιογράφο[19]. Μία από τις παλαιότερες εικόνες με το θέμα αυτό χρονολογείται στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα και βρίσκεται στη συλλογή εικόνων του μουσείου Recklinghausen. Το θέμα αυτό καταδεικνύει την προέλευση του εικονογραφικού τύπου της Θεοτόκου Οδηγήτριας, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο καθιερώθηκε η ζωγραφική τέχνη των εικόνων.

Ο εικονογραφικός αυτός τύπος αποτελεί τον γνωστό και καθιερωμένο τύπο της Θεοτόκου Οδηγήτριας, ο οποίος απεικονίζεται ως επιμέρους σκηνή και σε άλλα θέματα, όπως είναι η Αναστήλωση των εικόνων. Στο θέμα αυτό οι Πατέρες εικονίζονται με τις εικόνες του Χριστού Παντοκράτορα και της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας Οδηγήτριας, προκειμένου να τονιστεί η σημασία της Αναστήλωσης των εικόνων για την Ορθοδοξία.

 

Ένα άλλο παράδειγμα τέτοιας χρήσης του εικονογραφικού τύπου της Θεοτόκου Οδηγήτριας αποτελεί μια  εικόνα (ΒΧΜ 1566) του Εμμανουήλ Τζάνε, που χρονολογείται το 1671[20]. Σε αυτήν εικονίζεται η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, η οποία είναι σύζυγος του εικονομάχου Θεόφιλου, και αυτή η οποία αναστήλωσε τις εικόνες. Εικονίζεται ένθρονη, μετωπική, με πολυτελή αμφίεση και στέμμα. Κρατεί σκήπτρο και την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας στο αριστερό χέρι, ενώ με το δεξί δείχνει την εικόνα. Στα γόνατά της υπάρχει ανοικτό βιβλίο, το κείμενο του οποίου, όπως και η εικόνα της Παναγίας, σχετίζονται με την Αναστήλωση των εικόνων. Στο πάνω μέρος της παράστασης, εκατέρωθεν της κεφαλής της αγίας, υπάρχει μεταγενέστερη επιγραφή σχετική με τον ρόλο της αγίας στην Αναστήλωση των εικόνων, Η ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ Η ΒΑΣΙΛΙΣ Η ΠΟΙΗΣΑΣΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΝ. Στο κάτω μέρος της εικόνας, σε ορθογώνιο πλαίσιο στη βάση του θρόνου, διακρίνεται το έμβλημα της Κέρκυρας και επιγραφή με το όνομα του ζωγράφου, τον λόγο φιλοτέχνησής  της, τον τόπο προορισμού της. Επιπλέον,  κάτω δεξιά ξεχωρίζει η χρονολογία κατασκευής της. Η εικόνα φέρει πλούσιο θεολογικό περιεχόμενο, καθώς τονίζει το σημαντικό γεγονός της Αναστήλωσης των εικόνων, μετά την Εικονομαχία. Ταυτόχρονα όμως, εξαίρεται το πρόσωπο της Παναγίας, και ειδικότερα ο ρόλος της στην υλοποίηση του προαιώνιου σχεδίου του Θεού, μέσα από  την εικονογραφική πρωτοτυπία και τεχνική ικανότητα του Εμμανουήλ Τζάνε, να ενσωματώσει στο θέμα της εν λόγω εικόνας την Παναγία Οδηγήτρια.

Μία επιπλέον χρήση της εικόνας της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας Οδηγήτριας είναι η ταφική, η απεικόνισή της στο στήθος του θανόντος. Με τον τρόπο αυτό,  καταδεικνύεται η λειτουργική χρήση του συγκεκριμένου εικονογραφικού τύπου, κατά τη διάρκεια του νεκρώσιμου τελετουργικού. Επίσης, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, ότι ο τύπος αυτός της Θεοτόκου αποτελούσε ένα ιδιαίτερα αγαπημένο και προσφιλές θέμα, οπότε δικαιολογεί κανείς τη συγκεκριμένη χρήση του σε τέτοιες νεκρικού χαρακτήρα τελετές. Σε κάθε περίπτωση, γίνεται αντιληπτή η αγάπη και η αδυναμία στο πρόσωπο της Θεοτόκου, την οποία επιδείκνυαν μέσω της συγκεκριμένης εικονογραφίας της αλλά και την κυκλοφορία του εικονογραφικού αυτού τύπου.

Πηγή: ιστοσελίδα Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου. Συλλογή: Συλλογή φορητών εικόνων και ξυλόγλυπτων. Προέλευση: Βοιωτία, μονή Ζυγωτής / μονή Ιερουσαλήμ. Δημιουργός / Εργαστήριο: Κυπριακό εργαστήριο. Χρονολόγηση: 13ος αιώνας (αρχές). Διαστάσεις: 117,5 x 75 cm

Παράδειγμα τέτοιας χρήσης του τύπου αποτελεί το θέμα της Κοίμησης του Οσίου Εφραίμ του Σύρου (ΒΧΜ 1545)[21], σε κρητική εικόνα του 1457. Στην εικόνα διακρίνεται μέσα στην έρημο, ανάμεσα σε λόφους, υψώματα και σπηλιές των ερημιτών, η Κοίμηση του Οσίου Εφραίμ. Απεικονίζεται στο κάτω μέρος της παράστασης, σε πρώτο επίπεδο, ντυμένος με το μοναχικό ένδυμά του και την εικόνα του “Χριστού στην Άκρα Ταπείνωση” μπροστά στο υπογάστριο, ανάμεσα σε ιερομόναχους, μοναχούς, καλόγερους, αναχωρητές, ασκητές και άλλους γέροντες. Στο κέντρο περίπου του θέματος διακρίνεται μια μοναδική εικονογραφική λεπτομέρεια, η εικόνα της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας Οδηγήτριας[22]. Η πρωτοτυπία αυτή του ζωγράφου αποτελεί ένα τεχνικό εύρημα, για την καλύτερη διευθέτηση των μορφών στο ερημικό τοπίο. Ταυτόχρονα, δίνει μια ευχάριστη πινελιά και νότα στη νεκρική σκηνή, καθώς επιβάλλεται με το μέγεθός της στον χώρο. Παράλληλα όμως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, ότι ο τύπος αυτός στο συγκεκριμένο θέμα παίζει έναν ιδιαίτερο ρόλο,  να καταδείξει τη συμβολή της Θεοτόκου στη σωτηρία των ψυχών όλων των ανθρώπων.  Τέλος, η θέση εδώ του  συγκεκριμένου τύπου μπορεί κανείς να υποθέσει, ότι σχετίζεται με τον προορισμό της εικόνας, ίσως για κάποια μονή αφιερωμένη στην Παναγία, και με την έννοια αυτή δικαιολογείται η πρωτότυπη ένταξή της σε αυτό το θέμα.

Ταυτόχρονα, ο τύπος της Θεοτόκου Οδηγήτριας απαντάται και σε εικόνες, οι οποίες απεικονίζουν ναυτικά ή άλλα θαύματα. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται εικόνα (ΒΧΜ 11650)[23] του β΄ μισού του 18ου αιώνα, από την Ήπειρο, στην οποία αναπαρίσταται η Θαυματουργική Εύρεση και Λιτανεία της εικόνας της Θεοτόκου.  Ειδικότερα, η Θεοτόκος παρουσιάζεται στον τύπο της Θεοτόκου Οδηγήτριας, η οποία συνοδεύεται από την επωνυμία «Παναγία Ελεούσα». Στο πάνω μέρος της διακρίνεται η σκηνή της εύρεσης της εικόνας της Θεοτόκου σε ένα σπήλαιο από ένα βοσκό, αλλά και η λιτάνευσή της. Στο κάτω τμήμα της υπάρχει επιγραφή, από την οποία μαθαίνουμε για τους χορηγούς-δωρητές της, για τους δημιουργούς, για τη χρονολογία παραγωγής της, αλλά και για τη μονή στην οποία αφιερώθηκε. Το θέμα αυτό συνδέεται με τα λεγόμενα ενύπνια [24], μέσω των οποίων η Θεοτόκος υποδεικνύει τρόπους εύρεσης των εικόνων της, η απεικόνιση των οποίων δεν είναι συχνή στην ορθόδοξη εικονογραφία της Ανατολής.

Επίσης, απαντάται σε αφιερωματικές εικόνες, όπως  είναι μία δίζωνη εικόνα (ΒΧΜ 2267)[25] , του τέλους του 17ου αιώνα, με τη Θεοτόκο Οδηγήτρια στο πάνω τμήμα της και ναυτικό θαύμα στο κάτω. Σε αυτή αποτυπώνεται η Θεοτόκος Οδηγήτρια με την προσωνυμία Των αμαρτωλών η Ελπίς. Εκατέρωθεν αυτής διακρίνονται δύο σεβίζοντες άγγελοι. Στο επάνω τμήμα διακρίνεται γραπτό οξυκόρυφο τόξο, το οποίο σχηματίζει δύο τριγωνικά τμήματα με φυτική διακόσμηση και αγγελικές κεφαλές. Στο κάτω μέρος απεικονίζεται σκηνή ναυαγίου, από το οποίο,  με τη θαυματουργική παρέμβαση της Θεοτόκου, σώθηκε ο αφιερωτής της εικόνας. Την ταυτότητά του μαθαίνουμε από την επιγραφή μέσα σε πλαίσιο, στην αριστερή κάτω γωνία της εικόνας: « Ευρισκόμενος ο κυρ Ιω(άννης) Αρδαβάνης/ εις πλοίον ταρτάνας κ(αι) καταποντιζο/μένων απάντων των συν αυτώ, όδε / προσκαλεσάμενος την βοή[θ]ειαν της / υπεραγίας Παρθένου των Ενετών / του κινδύνου ελυτρώθη». Πρόκειται λοιπόν για τον κυρ Αρδαβάνη, ο οποίος, όταν κινδύνεψε , επικαλέστηκε τη Θεοτόκο, αυτή έκανε το θαύμα της και τον έσωσε. Ένα επιπλέον παράδειγμα αποτελεί εικόνα (ΒΧΜ 11601)[26] του τέλους του 18ου –αρχές 19ου αιώνα, στην οποία η εικόνα της Θεοτόκου Οδηγήτριας διακρίνεται ανάμεσα στους αγίους Νικόλαο και Ανδρέα. Επίσης, σε αυτή ξεχωρίζει πλοιάριο με κόκκινη σημαία, πάνω στην οποία βρίσκεται το λιοντάρι της Βενετίας, και πιο κάτω αφιερωματική επιγραφή με το όνομα του παραγγελιοδότη.

Πρόκειται για μια κατηγορία εικόνων με αφιερωματικό χαρακτήρα, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατόπιν παραγγελίας μιας μερίδας πιστών, προκειμένου να εκφράσουν την ευχαριστία τους στον Θεό, και ειδικότερα στη Θεοτόκο, για κάποιο θαύμα που συνέβη στη ζωή τους, χάρη στη θαυματουργική επέμβασή της, αλλά και τις μεσιτείες των αγίων που επικαλέστηκαν την ώρα του κινδύνου[27]. Παράλληλα, μπορεί να αποτελούν δεήσεις κάποιων πιστών για τη σωτηρία της ψυχής των οικείων τους, οι οποίοι σώθηκαν ή έχασαν τη ζωή τους.  Εξαιτίας του γεγονότος, ότι σε αυτές απεικονίζονται κυρίως ναυτικά θαύματα,  για τον λόγο αυτό η δημιουργία τους και η αφιέρωσή τους συνδέεται κυρίως με νησιά, για να θυμίσουν και να εξιστορήσουν τέτοια γεγονότα και τη θαυματουργική επέμβαση της Παναγίας ή ενός Αγίου για τη διάσωση κάποιου πιστού. Οι εικόνες αυτές με θέμα τη διάσωση του αφιερωτή από κάποιο κίνδυνο με τη διαμεσολάβηση της Θεοτόκου ή άλλου αγίου διαδόθηκαν ευρέως τον 17ο και 18ο αιώνα στα ελλαδικά μέρη που ήταν υπό βενετική κυριαρχία[28].

Στα μεταβυζαντινά παραδείγματα με τα θέματα αυτά συγκαταλέγονται εικόνες καλών κρητικών εργαστηρίων, οι οποίες χρονολογούνται τους 15ο -17ο αιώνες ή και τον 18ο αιώνα. Αυτές φέρουν προσωνυμίες, όπως είναι η ΟΔΗΓΗΤΡΙΑ, η ΚΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ, η  ΑΜΟΛΥΝΤΟΣ. Επίσης, υπογράφονται από αξιόλογους ζωγράφους, όπως είναι ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Θεόδωρος Πουλάκης, ο Εμμανουήλ Τζάνες, ο Ηλίας Μόσχος, ο Ιωάννης Σκορδίλης ή φέρουν αφιερωματικές επιγραφές με τα ονόματα των αφιερωτών  και χρονολογίες αφιέρωσής τους.

Τα πιο όψιμα δείγματα με τη Θεοτόκο Οδηγήτρια, του 18ου-19ου αιώνα,   ανήκουν σε μικρασιατικά, επτανησιακά ή εργαστήρια της υπόλοιπης νησιωτικής χώρας. Σε αυτά η Θεοτόκος απεικονίζεται ως μεμονωμένη παράσταση, ημίσωμη ή ολόσωμη, ένθρονη, με αγίους ή με αγγέλους που τη στέφουν, αλλά και σε αυτόνομες εικόνες ή σε μεσαία φύλλα τριπτύχων. Συνοδεύονται από  προσωνυμίες, όπως είναι Η ΕΛΕΟΥΣΑ, Η  ΟΔΗΓΗΤΡΙΑ, Η ΦΑΝΕΡΩΜΕΝΗ, Η ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ, Η ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΑ, Η ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΑ ΤΩΝ ΙΒΗΡΩΝ,  Η ΠΟΡΤΑΪΤΙΣΑ ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΑ, Η ΠΡΟΥΣΙΩΤΙΣΑ, Η ΑΝΑΦΩΝΗΤΡΙΑ, Η ΚΥΡΙΑ ΑΝΑΦΩΝΗΤΡΙΑ, Η ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΧΑΡΑ, Η ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑ, Η ΚΥΡΙΑ ΣΚΟΠΙΩΤΙΣΑ, Η ΣΚΟΠΙΩΤΙΣΑ.   Τέλος, σε παραλλαγή του τύπου της Οδηγήτριας εντάσσονται δύο εικόνες με το θέμα της Θεοτόκου Μυρτιδιώτισσας.

 

[1] Το παρόν άρθρο αποτελεί επιμέρους κεφάλαιο της μεταπτυχικής εργασίας μου, η οποία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος «Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία», και κατατέθηκε στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο το 2015. Εδώ παρατίθεται ελαφρώς τροποποιημένο για τις ανάγκες της παρούσας δημοσίευσης.

[2] Για τις προσωνυμίες των εικονογραφικών τύπων της Θεοτόκου στην Ορθόδοξη τέχνη βλ. Κωνσταντίνος Καλοκύρης, « Αι προσωνυμίαι, τα προσκυνήματα και τα εικονογραφικά οράματα της Θεοτόκου, Αι προσωνυμίαι της Θεοτόκου, Εικονογραφικαί προσωνυμίαι της Ανατολής», Η Θεοτόκος εις την εικονογραφίαν Ανατολής και Δύσεως, Πατριαρχικό ίδρυμα Πατερικών μελετών, Θεσσαλονίκη 1972, σσ. 35-40.

[3] Για τον εικονογραφικό τύπο της Θεοτόκου Οδηγήτριας βλ. Χρυσάνθη Μπαλτογιάννη, Εικόνες Μήτηρ Θεού, Αθήνα 1994, σ. 211 κ.ε. Επίσης, Κωνσταντίνος Καλοκύρης, «Οι εικονογραφικοί τύποι και τα κυριότερα θέματα του εικονογραφικού κύκλου της προσωπικής ζωής της Θεοτόκου, Η Θεοτόκος ως αυτοτελής παράστασις ή μετά του Θείου Βρέφους, Η Οδηγήτρια και η Αχειροποίητος», ό.π., σσ. 60-66.

[4] Βλ. Μανώλης Μπορµπουδάκης,, «Παναγία Οδηγήτρια», στο Εικόνες της Κρητικής Τέχνης (από τον Χάνδακα ως την Μόσχα καί την Αγία Πετρούπολη), κατάλογος έκθεσης (Ηράκλειο Κρήτης, Βασιλική Αγίου Μάρκου-Ναός Αγίας Αικατερίνης, 15 Σεπτεµβρίου – 30 Οκτωβρίου 1993), επιµ. Μ. Μπορµπουδάκης, Βικελαία Βιβλιοθήκη-Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης Ηράκλειο 1993, σσ. 504- 505.

[5] Βλ.Καλλιόπη-Φαίδρα  Καλαφάτη, «Εικόνες», στο Ο Κόσµος του Βυζαντινού Μουσείου, Αθήνα 2004, εικ. 110, σ. 139. Μυρτάλη Αχειµάστου –Ποταµιάνου, «Παναγία Οδηγήτρια», στο Eικόνες του Bυζαντινού Mουσείου Aθηνών, Aθήνα 1998, αρ. 6, σσ. 32-33.

[6] Βλ. Μυρτάλη Αχειµάστου –Ποταµιάνου 1998,  «Παναγία Οδηγήτρια», ό.π.,, αρ. 38, σσ. 136-139.

[7] Βλ. Στο ίδιο,  αρ. 52, σσ. 176-177, όπου η παλαιότερη βιβλιογραφία.

[8] Βλ. Kalliopi-Phaidra Kalafati, “ Madonna Odighitria”, στο Image and Scripture, Greek Presence in Messina from the Middle Ages to Modernity (Exhibition Catalogue, Messina 23/3-26/5/2013, Palermo 7/6-25/8/2013), Palermo 2013(Italian-English), σσ. 42-43.

[9]Βλ.Αναστασία Λαζαρίδου, 100 χρόνια Βυζαντινό Μουσείο, Ηµερολόγιο Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, Αθήνα 2014, αρ. 22, Τσάκαλος, Α., «Μορφές ιδιωτικής ευλάβειας» στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Βυζαντινές Συλλογές, Η Μόνιµη Έκθεση, επιµ. ∆. Κωνστάντιος, Αθήνα 2007, εικ. αρ. 136, σσ. 196-197. Επίσης, Καλλιόπη-Φαίδρα Καλαφάτη, «Εικόνες», ό.π., εικ. 116, σ. 146, Μυρτάλη Aχειμάστου-Ποταμιάνου, “Παναγία η Ακαταμάχητος”, ό.π., αρ. 19,  σσ. 76-77, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.

[10] Ο εικονογραφικός τύπος της Παναγίας Δεξιοκρατούσας είναι ήδη γνωστός από της αρχές του 13ου αι. σε εικόνα της Μονής Σινά, βλ. Ντούλα Μουρίκη, « Εικόνες από τον 12ο έως τον 15ο αιώνα», Σινά, Οι θησαυροί της Ι. Μονής Αγίας Αικατερίνης, Αθήνα 1990,  σσ. 116-117 και σ. 120, εικ. 59.

[11] Για την εικονογραφία του ανακλινόμενου Βρέφους στην αγκαλιά της μητέρας του βλ. Χρυσάνθη Μπαλτογιάννη, « Η Παναγία και το “ ανακλινόμενο βρέφος”», ΔΧΑΕ, περ. Δ΄, τόμ. 16,  (1991-1992), σσ. 229-236.

[12] Για την εικόνα αυτή βλ. σχετική αναφορά, Μυρτάλη Aχειμάστου-Ποταμιάνου, «Εικαστικές εκφράσεις των Παθών και της Αναστάσεως του Χριστού», στο Μυστήριον Μέγα και Παράδοξον, Έκθεσις εικόνων και Κειµηλίων, κατάλογος έκθεσης (Βυζαντινόν και Χριστιανικόν Μουσείον, 28 Μαϊου-31 Ιουλίου 2001), Αθήνα 2002, σ. 56. Επίσης, Όλγα Γκράτζιου- Αναστασία Λαζαρίδου, «Αµφιπρόσωπη εικόνα», στο Από τη Χριστιανική Συλλογή στο Βυζαντινό Μουσείο 1884-1930, κατάλογος έκθεσης (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 29 Μαρτίου 2002- 7 Ιανουαρίου 2003), Αθήνα 2006, σ. 267-268, Καλλιόπη-Φαίδρα Καλαφάτη, «Εικόνες», ό.π., εικ. 106, σσ. 134-135, Μυρτάλη Aχειμάστου-Ποταμιάνου 1998, “Αμφιπρόσωπη εικόνα: Α. Σταύρωση, Β. Παναγία Οδηγήτρια, ό.π., αρ. 1, σσ. 12-17, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία, Αναστασία Λαζαρίδου, ό.π., αρ. 13.

[13] Βλ. Μυρτάλη Αχειμάστου –Ποταμιάνου 1998, «Αμφιπρόσωπη εικόνα: Α. Παναγία Οδηγήτρια, Β. Τρεις Ιεράρχες», ό.π., αρ. 9, σσ. 40-43.

[14] Στο ίδιο,  αρ. 10, σσ. 44-49.

[15] Βλ. Μυρτάλη Αχειμάστου –Ποταμιάνου 1998, « Παναγία Βρεφοκρατούσα», ό.π., αρ. 4, σσ. 24-25.

[16] Elena Parastavrou, “Virgin Hodegetria with the twelve feasts, Preparation of the Throne (Hetoimasia)” στο Image and Scripture, Greek Presence in Messina from the Middle Ages to Modernity (Exhibition Catalogue, Messina 23/3-26/5/2013, Palermo 7/6-25/8/2013), Palermo 2013(Italian-English), σσ. 32-35, όπου η παλαιότερη  βιβλιογραφία. Επίσης, Καλλιόπη-Φαίδρα Καλαφάτη, «Εικόνες» , ό.π., αρ. 115, σσ. 144-145.

[17] Ματθ. 24,34.

[18] Νικόλαος Κωνστάντιος, « Ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγραφίζει την εικόνα της Παναγίας» στο Από τη Σάρκωση του Λόγου στη Θέωση του Ανθρώπου, Βυζαντινές και Μεταβυζαντινές Εικόνες από την Ελλάδα, κατάλογος έκθεσης ( Εθνικό Μουσείο Τέχνης της Ρουμανίας, 6 Οκτωβρίου 2008 – 15 Ιανουαρίου 2009),  επιμ. Κ. Στάϊκος, Αθήνα 2008,  σσ. 106-107.

[19] Βλ. Μαρία Καζαμία Τσέρνου, « Ο Λουκάς ζωγραφίζει την Παναγία», ΕΕΘΣΑΠΘ 11(2001), σ. 117.

[20] Βλ. σχ. Ανδρομάχη Κατσελάκη, « Εμμανουήλ Τζάνες: Η αγία Θεοδώρα», στο Λιμάνια και Καράβια στο Βυζαντινό Μουσείο, κατάλογος έκθεσης (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 25 Σεπτεμβρίου- 30  Νοεμβρίου 1997) , Αθήνα 1997,  σσ. 26-27, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.

[21] Βλ. Μυρτάλη Αχειμάστου-Ποταμιάνου, «Η Κοίμηση του Οσίου Εφραίμ του Σύρου σε μια πρώιμη κρητική εικόνα του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών», Ευφρόσυνον, 1, 1991α, σσ. 41-56.

[22] Για τη θέση  της Θεοτόκου Βρεφοκρατούσας Οδηγήτριας στην εν λόγω εικόνα βλ. στο ίδιο, σ. 43, 49-51.

[23]Grigore Arbore Popescu ,“La Vergine Eleoúsa(“ Misericordiosa”) con scene della miracolosa scoperta della sua icona e della sua processione” στο  Cristiani Oriente, Spiritualitá, arte e potere nelľ Europa post Byzantina, κατάλογος έκθεσης ( Τεργέστη 1999-2000),  ed. Grigore Arbore Popescu , Μιλάνο 1999,  αρ. 113 σ. 345, εικ. 113  σ. 244.

[24] Για τα οράματα στην εικονογραφία της Ανατολής βλ. Κωνσταντίνος Καλοκύρης, « Αι προσωνυμίαι, τα προσκυνήματα και τα εικονογραφικά οράματα της Θεοτόκου, Εικονογραφικά Οράματα»,ό.π., σσ. 49-51.

[25] Βλ. Μυρτάλη Αχειμάστου Ποταμιάνου 1998, “Θαύμα της Παναγίας”, ό.π., αρ.80, σσ. 248-249, όπου και η παλαιότερη βιβλιογραφία.

[26] Βλ. Καλλιόπη-Φαίδρα Καλαφάτη,« Εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας και οι άγιοι Νικόλαος και Ανδρέας», στο Λιμάνια και Καράβια στο Βυζαντινό Μουσείο, κατάλογος έκθεσης (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 25 Σεπτεμβρίου- 30  Νοεμβρίου 1997) , Αθήνα 1997,  σσ. 64-65.

[27] Πρβλ. Γιώργος Κακαβάς,«Άγιοι και ανατίναξη καραβιού»», στο Λιμάνια και Καράβια στο Βυζαντινό Μουσείο, κατάλογος έκθεσης (Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 25 Σεπτεμβρίου- 30  Νοεμβρίου 1997) , Αθήνα 1997,  σσ. 40-41. Επίσης, στο ίδιο, Χρυσάνθη Μπαλτογιάννη, « Η Δέηση και αναθηματική σκηνή», σσ. 42-43.

[28] Βλ. Ασημίνα Καρδάση, « Τρεις Ιεράρχες», στο Ο Περίπλους των εικόνων,Κέρκυρα, 14ος-18ος αιώνας, κατάλογος έκθεσης, (Κέρκυρα, Ναός Αγίου Γεωργίου στο Παλαιό Φρούριο, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1994), Αθήνα 1994, αρ. 28,  σ. 135. Επίσης, στο ίδιο, Σταμάτιος Χονδρογιάννης, «Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα και θαύμα της Κασσωπίτρας», σ. 139.