(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Έναν αδελφό μικρό στην ηλικία ο Γέροντάς του τον έστειλε σε κάποιον αδελφό, που είχε κήπο στο Σινά, να του φέρει λίγα φρούτα.
Ο μικρός, μόλις μπήκε, λέει στον αδελφό, τον κάτοχο του κήπου:
«Αββά, είπε ο αββάς μου, έχεις λίγα φρούτα»;
Του λέει εκείνος:
«Ναι, παιδί μου. Ό,τι θέλεις υπάρχει εδώ· πάρε με την ευχή μου».
Λέει ο μικρός μοναχός:
«Άραγε υπάρχει εδώ το έλεος του Θεού, αββά»;
Αυτός, όταν τ’ άκουσέ, στάθηκε συλλογισμένος, με τα μάτια στραμμένα στη γη, και λέει στο παιδί:
«Τι είπες, παιδί μου»;
Λέει πάλι το παιδί:
«Είπα, αββά, υπάρχει άραγε εδώ το έλεος του Θεού»;
Και πάλι για τρίτη φορά τον ρώτησε ο αδελφός το ίδιο πράγμα.
Ο κύριος του κήπου έμεινε σιωπηλός ολάκερη ώρα και δεν βρήκε τι να απολογηθεί στο
παιδί, αλλά αναστέναξε και είπε:
«Παιδί μου, ο Θεός θα βοηθήσει» και άφησε το παιδί να φύγει.
Ευθύς κατόπιν πήρε το επανωφόρι του και βγήκε στην έρημο εγκαταλείποντας τον μικρό του κήπο και έλεγε: «Ας πάμε, ας ζητήσουμε το έλεος του Θεού. Αφού ένα μικρό παιδί με ρώτησε και δεν είχα τι να του απολογηθώ, τι θα κάνω, όταν πρόκειται να με ρωτήσει ο Θεός»;
Από το «Μέγα Γεροντικόν», έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου το «Γενέσιον της Θεοτόκου».