(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Είχε λοιπόν τόσο θερμό ζήλο για τα εκκλησιαστικά πράγματα, ώστε πολέμησε δίκαια έναντίον ενός θαυμάσιου και θείου άνδρα.
Σ’ εκείνη την έρημο ήταν κάποιος γέροντας Αβραάμης, άνδρας που είχε άσπρα μαλλιά, αλλά και ασπρώτερο φρόνημα, που έλαμπε από κάθε αρετή και ανάβλυζε πάντα το δάκρυ της κατανύξεως.
Αυτός στην αρχή, αφού παρασύρθηκε από κάποια απλότητα, ανεχόταν να γιορτάζει το Πάσχα όπως προηγουμένως· αγνοώντας, όπως φαίνεται, τα όσα είχαν νομοθετηθεί σχετικά μ’ αυτό από τους πατέρες στη Νίκαια, προτιμούσε να εφαρμόζει την παλαιά συνήθεια.
Και πολλοί άλλοι εκείνη την εποχή έπασχαν από αυτή την άγνοια.
Αλλά ο μεγάλος Μαρκιανός πολλές φορές προσπάθησε, χρησιμοποιώντας πολλά επιχειρήματα, να επαναφέρει τον γέροντα Αβραάμη στη συμφωνία της Εκκλησίας (διότι έτσι τον ονόμαζαν οι εντόπιοι).
Επειδή όμως τον έβλεπε να μη πειθαρχεί, διέκοψε φανερά την επικοινωνία μαζί του.
Αλλά αφού πέρασε καιρός, ο θεσπέσιος εκείνος άνδρας απέρριψε την επίμεμπτη συνήθεια και ασπάσθηκε τη συμφωνία της θείας εορτής· έτσι έψαλλε ομολογώντας· «μακάριοι οι άμωμοι στο δρόμο, εκείνοι που βαδίζουν σύμφωνα με το νόμο του Κυρίου». Και αυτό είναι κατόρθωμα της διδασκαλίας του μεγάλου Μαρκιανού.
Από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Ιανουάριος, τόμος α’.