Τo μεγαλείο της προσωπικότητος του αγίου Κοσμά του Αιτωλού

24 Αυγούστου 2024

Τό μεγαλεῖο τῆς προσωπικότητος τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ

Ἀναμφίβολα, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ὑπῆρξε τό μεγαλύτερο κεφάλαιο τῆς φυλῆς μας στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ἡ ἐπιφανέστερη λαοπαιδευτική καί νεοπατερική μορφή τῆς νεοελληνικῆς ἐθνότητος, ὁ ἐπιβλητικότερος λαϊκός ἀναγεννητής τῶν τελευταίων χρόνων τῆς σκλαβιᾶς καί ἕνας ἀπό τούς λίγους, πού ἔκαναν θετική προεργασία καί ἐξασφάλισαν στόν ἀγώνα τοῦ ’21 ἐγγυήσεις ἐπιτυχίας.

Ὁ πατρο-Κοσμᾶς παραμένει πάντοτε στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἕνα ἐξαίρετο ὑπόδειγμα  ἀποστολικοῦ ζήλου, ὀρθοδόξου πνευματικότητος καί ἁγιότητος βίου σέ μιά κρίσιμη περίοδο γιά τά πεπρωμένα τοῦ ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἱεραποστολικῆς του δραστηριότητος συνδύασε ἁρμονικά τήν Ὀρθοδοξία μέ τόν Ἑλληνισμό, τήν Ἐκκλησία μέ τό σχολεῖο, τή διδαχή μέ τά ἔργα, τόν θεωρητικό μέ τόν πρακτικό βίο, τό κήρυγμα μέ τή μυστηριακή ἐμπειρία τῆς θείας λατρείας[1].

Δικαιολογημένα, ὁ ποιητής τῆς ᾀσματικῆς του ἀκολουθίας Σάπφειρος Χριστοδουλίδης ἀναφωνεῖ : «Τί σε προσκαλέσωμεν, τρισμάκαρ; Μάρτυρα, ὅτι ὑπέρ Χριστοῦ τό σόν αἷμα ἐξέχεας× κήρυκα, ὅτι τόν τόνον τῆς τοῦ Χριστοῦ Βασιλείας τοῖς πᾶσιν ἐκήρυξας× Ἀπόστολον, ὅτι τόν λόγον τοῦ Εὐαγγελίου, ἀποστολικῶς τοῖς πιστοῖς διετράνωσας× Μοναστήν τε, ὅτι τόν σόν βίον ὥσπερ κάτοπτρον καθαρόν τῆς ἀσκήσεως ἐγκατέλιπες× Ἱερέα, ὅτι ἱερουργῶν, σεαυτόν ὥσπερ θυσίαν καθαράν προσήγαγες τῷ Κυρίῳ σου× Ὅν ἐκτενῶς ἱκέτευε τοῦ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν, τῶν ἐκτελούντων τήν μνήμην σου[2]».

Ἱερεύς, Μοναστής, Ἀπόστολος, Κῆρυξ καί Μάρτυς εἶναι τά πέντε χαρακτηριστικά γνωρίσματα τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας μας, πού συνδυάστηκαν στήν ὑπέροχη μορφή του ἀπό τή στιγμή τῆς κλήσεώς του στή διακονία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ μέχρι τό ἔνδοξο μαρτύριό του.

Ἐνῶ ἦταν ἀφοσιωμένος στήν ἄσκηση καί στήν προσευχή στή Μονή Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, δέχθηκε τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν κλήση γιά τόν εὐαγγελισμό τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνάγνωση τῆς ἀποστολικῆς ἐντολῆς «Μηδείς τά ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλά τό τοῦ ἑτέρου ἕκαστος[3]» ὑπῆρξε καθοριστική γιά τή μετέπειτα πορεία τῆς ζωῆς του. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἑρμηνεύει μέ τόν δικό του τρόπο τήν ἀποδοχή αὐτῆς τῆς κλήσεως: «Μ’ἔτρωγεν ἐκεῖνος ὁ λόγος μέσα εἰς τήν καρδίαν τόσους χρόνους, ὡσάν τό σκουλήκι ὁπού τρώγει τό ξύλον… Ὅθεν ἄφησα τήν ἰδικήν μου προκοπήν, τό ἰδικόν μου καλόν, καί ἐβγῆκα νά περιπατῶ ἀπό τόπον εἰς τόπον καί νά διδάσκω τους ἀδελφούς μου»[4].

Σέ ἡλικία 45 ἐτῶν μέ μιά συνειδητή ἐπιλογή ἀποδέχτηκε τή θεϊκή κλήση, ἐγκατέλειψε τήν ἡσυχία τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἐπιδόθηκε μέ θαυμαστή αὐταπάρνηση στή διακονία τοῦ ἐν αἰχμαλωσίᾳ εὑρισκομένου Γένους. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά ὅσα γράφει, δικαιολογώντας τή μεγάλη αὐτή ἀπόφασή του: «Ἐπειδή τό Γένος μας ἔπεσε σέ ἀμάθειαν, εἶπα : Ἄς χάσῃ ὁ Χριστός ἐμένα, ἕνα πρόβατον καί ἀς κερδήσει τά ἄλλα. Ἴσως ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καί ἡ εὐχή σας σώση καί ἐμένα»[5].

Τό πολύπλευρο καί πολυδιάστατο ἔργο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ μποροῦμε νά τό διακρίνουμε σέ θρησκευτικό, ἐθνικό καί κοινωνικό.

Τό θρησκευτικό ἔργο κατέχει τήν πρώτη θέση στήν ὅλη δραστηριότητά του. Ὁ Χριστός ὑπῆρξε γι’ αὐτόν τό θεμέλιο πάνω στό ὁποῖο στήριξε τή ζωή καί τό ἔργο του. Γιατί ἔργα, κατορθώματα καί πράξεις, θυσίες καί μόχθος σάν τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ δέν ἀντέχουν σέ ἄλλη θεμελίωση[6]. «Θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστίν Ἰησοῦς Χριστός»[7].

Τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται συχνά στίς διδαχές τοῦ ἁγίου, ἰδίως στίς ἀρχές τῶν ὁμιλιῶν του. Γιά τόν Χριστό ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἐκφράζεται μέ τίς γλυκύτερες ἐκφράσεις. Ὁ Χριστός εἶναι γι’ αὐτόν «ὁ γλυκύτατος αὐθέντης καί δεσπότης, ὁ ποιητής τῶν ἀγγέλων καί πάσης νοητῆς καί αἰσθητῆς κτίσεως[8]». Σέ ἄλλο σημεῖο τῶν διδαχῶν του τονίζει: «Τόν Χριστόν μου, λοιπόν, ἀδελφοί μου, πιστεύω, δοξάζω καί προσκυνῶ, τόν Χριστόν μου παρακαλῶ νά μέ καθαρίσῃ ἀπό κάθε ἁμαρτίαν ψυχικά καί σωματικά, τόν Χριστόν μου παρακαλῶ νά μέ δυναμώσῃ νά νικήσω τούς τρεῖς ἐχθρούς, τόν κόσμον, τήν σάρκα καί τόν διάβολον, τόν Χριστόν μου παρακαλῶ νά μέ ἀξιώσῃ νά χύσω καί τό αἷμα μου διά τήν ἀγάπην του, καθώς τό ἔχυσε καί ἐκεῖνος διά τήν ἀγάπην μου»[9] . «Τοῦτο σᾶς λέγω πάλιν καί σᾶς παραγγέλω: Τό κορμί σας ἄς σᾶς τό καύσουν, ἄς σᾶς τό τηγανίσουν, τά πράγματά σας ἄς σᾶς τά πάρουν, μή σᾶς μέλη, δῶστε τα, δέν εἶναι ἐδικά σας. Ψυχή καί Χριστός σᾶς χρειάζεται»[10].

Ἡ διαρκής ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν ἅγιο Κοσμᾶ εἶναι ἀπόλυτα δικαιολογημένη, γιατί ὁ Χριστός εἶναι τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς»[11]. Εἶναι Ἐκεῖνος πού θά ἔλθει στό τέλος τῆς ἱστορίας γιά νά κρίνει ζῶντες καί νεκρούς. Ὁ Χριστός εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή»[12]. Τό κέντρο, ὀ ἄξονας καί τό νοηματικό πλήρωμα τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας. Ὁ Σωτήρας καί Λυτρωτής τοῦ κόσμου, ἀφοῦ «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία× οὐδέ γάρ ὄνομα ἐστίν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον τοῖς ἀνθρώποις, ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»[13]. Δικαιολογημένα, ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ἀναφωνεῖ : «Ἀνίσως, ἀδελφοί μου, καί ἦτον δυνατόν νά ἀνεβῶ εἰς τόν οὐρανόν νά φωνάξω μίαν φωνήν μεγάλην, νά κηρύξω εἰς ὅλον τόν κόσμον πώς μόνον ὁ Χριστός μου εἶναι  Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ καί Θεός ἀληθινός καί ζωή τῶν ἁπάντων, ἤθελα νά τό κάμω…»[14].

Ἐξίσου σημαντικό εἶναι καί τό ἐθνικό ἔργο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, πού ἑστιάζεται σέ τρία σημεῖα: στήν ἵδρυση σχολείων, στήν καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας  καί στήν ἀναστολή τῶν ἐξισλαμισμῶν.

Στά χρόνια τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ἡ παιδεία δέν βρισκόταν στήν ἄθλια κατάσταση τῶν δύο πρώτων μετά τήν ἅλωση αἰώνων, ἀφοῦ στίς πόλεις λειτουργοῦσαν ἀρκετά ἑλληνοσχολεῖα. Ὅμως στήν ὕπαιθρο ἡ κατάσταση ἦταν διαφορετική. Ἐκεῖ τό Γένος «ἦτο βυθισμένον εἰς ἀπόλυτον ἀγραμματείαν»[15], ὅπως ἔγραφε ὁ Κων/νος Κούμας. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς σέ μιά φράση τῆς Γ’ Διδαχῆς του περιγράφει παραστατικά τήν τραγικότητα τῆς καταστάσεως: «Δέν βλέπετε, ἔλεγε, πῶς ἀγρίεψε τό γένος μας ἀπό τήν ἀμάθειαν καί ἐγινήκαμεν ὡσάν τά θηρία;»[16]. Γιαυτό ὁ ἅγιός μας, βλέποντας ὅτι ἡ ἔλλειψη ὀργανωμένης παιδείας εἶχε συντελέσει στή γενικότερη κατάπτωση τοῦ πολιτιστικοῦ καί ἠθικοῦ ἐπιπέδου, δίνει προτεραιότητα σ’ αὐτήν. Στή μάθηση καί στήν πρόοδο στήριζε τό λυτρωμό τοῦ Γένους. Πρίν ἀπό τόν Ρήγα, τόν Κοραή καί τόν Καποδίστρια πρῶτος ὁ Κοσμᾶς εἶδε αὐτή τήν ἀνάγκη[17].

Ἀπό τό σύνολο τῶν ἐπιστολῶν του μονάχα τρεῖς δέν εἶναι ἀφιερωμένες στήν παιδεία. Ὅλες οἱ ἄλλες ἀσχολοῦνται κατά κύριο λόγο μέ τήν ἵδρυση καί λειτουργία τῶν σχολείων καί τήν ἑδραίωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. Ἡ προσφορά τοῦ Κοσμᾶ στόν τομέα αὐτό ὑπῆρξε ἡρωϊκή καί γιγάντια. Κανένας ποτέ δέν μπόρεσε, ἔστω καί κατέχοντας ἐξουσία, νά ἱδρύσει τόσα σχολεῖα, ὅσα αὐτός, μέ τόσο ἀνύπαρκτα μάλιστα μέσα[18]. Μέ τό τεῖχος τῶν σχολείων αὐτῶν σταμάτησε σέ μιά πολύ κρίσιμη ἐποχή τόν ἐξισλαμισμό τοῦ Γένους καί τό κύμα τοῦ ἀφελληνισμοῦ του.

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς θεωροῦσε τή μόρφωση θεμέλιο τῆς ἐθνικῆς ἀναγεννήσεως. Ἡ πνευματική ἀνόρθωση τῆς ἐθνότητας ἦταν γι’ αὐτόν συνάρτηση τῆς ἐκπαιδεύσεως τῆς νέας γενιᾶς. «Τά σχολεῖα», ἔλεγε, «φωτίζουν τούς ἀνθρώπους. Ἀνοίγουν τά ὀμμάτια τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθοδόξων χριστιανῶν νά μαθαίνουν τά μυστήρια»[19].

Ὁ μεγάλος αὐτός παιδαγωγός τοῦ δούλου Γένους πίστευε ὅτι χωρίς παιδεία ὁ ἄνθρωπος ἐξαγριώνεται. Μονάχα ἡ παιδεία ἀμβλύνει τήν τραχύτητα τῶν ἀνθρωπίνων ἐνστίκτων, ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο πάνω ἀπό τό ὑλικό καί τό ζωῶδες καί καλλιεργεῖ τόν ἐνδιάθετο κόσμο τοῦ ἀνθρώπου. «Διά τοῦτο», ἔλεγε, «σᾶς συμβουλεύω νά κάμετε κάθε τρόπον νά ἔχετε σχολεῖα εἰς τές χῶρες σας διά νά καταλαβαίνετε τό ἅγιον Εὐαγγέλιον, νά μή περιπατεῖτε εἰς τό σκότος»[20].

Γιά τόν Κοσμᾶ ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά κατέχουν κεντρική θέση στό ἑλληνικό σχολεῖο. Τό παιδευτικό του αἴτημα εἶναι σαφές: ἡ μόρφωση πρέπει νά ὁδηγεῖ στήν Ἐκκλησία, στό Θεό, στή θέωση, πού ἀποτελεῖ τόν δεοντολογικό στόχο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως: «Διατί ἀπό τό σχολεῖον μανθάνομεν τό κατά δύναμιν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι Ἁγία Τριάς, τί εἶναι ἄγγελοι, ἀρχάγγελοι, τί εἶναι δαίμονες, τί εἶναι παράδεισος, τί εἶναι κόλασις, τί εἶναι ἁμαρτία, ἀρετή. Ἀπό τό σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶναι ἁγία Κοινωνία, τί εἶναι βάπτισμα, τί εἶναι ἅγιον Εὐχέλαιον, ὁ τίμιος γάμος, τί εἶναι ψυχή, τί εἶναι κορμί, τά πάντα ἀπό τό σχολεῖον τά μανθάνομεν, διατί χωρίς τό σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τό σκότος»[21].

Ἡ ἄθρησκη καί ἀντιχριστιανική παιδεία, πού πολλοί μέ ἐπίφαση ψευδοπροοδευτισμοῦ ἐπιβάλλουν σήμερα στήν πατρίδα μας, εὕρισκε τόν Κοσμᾶ δυναμικά ἀντίθετο. Ὁ λόγος του ἦταν σημαντικός στήν ἐποχή του γιά τήν ἀπόκρουση τῆς ἐπιρροῆς τῶν «ἀθέων γραμμάτων» τοῦ δυτικοῦ διαφωτισμοῦ. Σέ μιά προφητεία του εἶχε πεῖ πώς «τό κακό θά σᾶς ἔρθῃ ἀπό τούς διαβασμένους»[22], ἐννοώντας τό πνεῦμα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ διαφωτισμοῦ, παραποιημένο, ὅπως ἔφθασε στήν Ἑλλάδα μετά τήν ἀπελευθέρωση.

Ὅπως παρατηρεῖ ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Σάπφειρος Χριστοδουλίδης: «Ἐκατάστησε Σχολεῖα πανταχοῦ διά μέσου τῆς διδασκαλίας του, τόσον ἑλληνικά, ὅσον καί εἰς τά χωρία, διά νά πηγαίνουν τά παιδία εἰς αὐτά, καί νά μανθάνουν δωρεάν τά ἱερά γράμματα, καί ἐκ τούτων νά στερεώνονται μέν εἰς τήν πίστιν καί τήν εὐσέβειαν, νά ὁδηγῶνται δέ εἰς τήν ἐνάρετον ζωήν καί πολιτεία»[23].

Ὁ ἀριθμός τῶν σχολείων πού ἵδρυσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶναι πράγματι ἐκπληκτικός. Τόν ἀπολογισμό τοῦ ἔργου του στόν τομέα τῆς ἱδρύσεως σχολείων μᾶς τόν δίνει ὁ ἴδιος σέ γράμμα του πρός τόν ἀδελφό του Χρύσανθο, γραμμένο λίγο πρίν ἀπό τό μαρτυρικό του τέλος: «ἕως τριάκοντα ἐπαρχίας περιῆλθον, δέκα σχολεῖα ἑλληνικά ἐποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καί τόν λόγον μου βεβαιοῦντος διά τῶν ἐπακολουθησάντων σημείων»[24]. Πρόκειται γιά ἕναν πραγματικό ἄθλο γιά τήν ἐποχή ἐκείνη. Φρόντιζε ἐπίσης γιά δασκάλους, γιά ἀνεύρεση χρημάτων, γιά διδακτήρια. Ἤθελε μορφωμένο λαό ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, γιατί πίστευε ἀπόλυτα ὅτι πρίν ἀπό τήν ἐθνική ἀποκατάσταση πρέπει νά προηγηθεῖ ἡ πνευματική του ἀναγέννηση.

Ἕνας ἄλλος στόχος του ἁγίου Κοσμᾶ ἦταν ἡ σπουδή τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί ἡ ἰσχυροποίηση τῶν ἀσθενῶν ἐθνολογικά καί γλωσσολογικά διαμερισμάτων τῆς ἐθνότητας, ἰδίως τῶν βορειοτέρων. Καί τοῦτο, γιατί ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι εἰς τήν ἑλληνικήν καί ἄν δέν σπουδάξης εἰς τό ἑλληνικόν, ἀδελφέ μου, δέν ἠμπορεῖς νά καταλάβεις ἐκεῖνα ὁπού ὁμολογᾱ ἡ Ἐκκλησία μας»[25].

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἀναγνωρίζοντας τόν πολιτισμικό χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἐπέκρινε ἐπιμελῶς ὅσους μιλοῦσαν βλάχικα ἤ ἀρβανίτικα καί σύσταινε παντοῦ τή χρήση τῆς  ἑλληνικῆς, ὡς γλώσσας ἐπίσημης τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἰδιωτικῶν σχέσεων. «Ὅποιος χριστιανοί, ἄνδρας καί γυναῖκα, ὑπόσχεται μέσα στό σπίτι του νά μή κουβεντιάζη ἀρβανίτικα, ἄς σηκωθῆ ἀπάνω νά μοῦ τό πῆ καί ἐγώ νά πάρω ὅλα τά ἁμαρτήματα εἰς τόν λαιμόν ἀπό τόν καιρόν πού ἐγεννήθη ἕως τώρα καί νά βάλω ὅλους τούς χριστιανούς νά τόν συγχωρήσουνε καί νά λάβῃ μίαν συγχώρεσιν, ὅπου ἄν ἔδιδε χιλιάδες πουγγιά δέν τήν ἐματάβρισκε[26]».

Ἦταν τόσο δυνατή ἡ προσπάθεια γιά τήν κατάργηση τῆς διγλωσσίας, ὥστε οἱ Ρουμάνοι ἀντέδρασαν στήν κατάταξη στό ὀρθόδοξο ἁγιολόγιο τῆς μνήμης του. Εἶναι πολύ ἐνδιαφέρουσα ἡ πληροφορία πού μᾶς δίδει ὁ Μέγας Χαρτοφύλαξ τῶν Πατριαρχείων, ὁ πολυγραφότατος Μανουήλ Γεδεών: «Πρό εἰκοσαετίας σχεδόν ὁ Μακάριος ἐν Πατριάρχαις Ἰωακείμ Γ’ σύν τῇ  περί αὐτόν Ἱερᾷ Συνόδῳ, θέλων νά ἐπιβάλῃ τήν πανηγυρικήν τοῦ Κοσμᾶ μνήμην εἰς ὅλην τήν Ὀρθόδοξον  Ἐκκλησίαν, ἀνέθεσεν εἰς ἐμέ, καί τόν πρώην Βεροίας –τότε ἀρχιμανδρίτην –Καλλίνικον Δεληκάνον νά συντάξωμεν τό συνοδικόν ἐπί τούτῳ γράμμα. Ἡ συνοδική ἀπόφασις ἀπήχησε κακῶς εἰς τούς κύκλους τῶν ρουμανιζόντων Μακεδόνων, οἱ ὁποῖοι ἐνόμιζον ὅτι ἡ ἐν Θεσσαλίᾳ καί Μακεδονίᾳ διδασκαλία τοῦ ἀειμνήστου ἰσαποστόλου πολλούς δῆθεν Βλάχους ἠνάγκασεν νά μεταβληθῶσιν εἰς Ἕλληνας.Καί τις ἐφημερίς ἐν Βουκουρεστίῳ σαρκαστικῶς ἔγραψεν ὅτι οἱ κ.κ. Γεδεών καί Δεληκάνος τώρα θά ἔχωσι τήν εὐκαιρίαν νά κατατάξωσιν εἰς τούς ἁγίους καί τόν Ἐπίσκοπον Κίτρους Νικόλαον Λούσην καί τόν Γρεβενῶν Ἀγαθάγγελον. Τῶν τότε δε συνοδικῶν οἱ κυριώτεροι ἀφῆκαν τό πρᾶγμα νά λησμονηθῇ, καί ἡμεῖς ἀπεγοητεύθημεν, ὁ δέ Πατριάρχης οὔτε ὑπέμνησεν εἰς ἡμᾶς τήν ὁσίαν ἐργασίαν. Καί οὕτως ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, ἔμεινεν ἅγιος τοῦ Κολικόνδασι καί τῆς Ἠπείρου, προσμένων μία ἐκ νέου συνοδικήν ἀπόφασιν, ὅπως σύμπασα τῶν ὀρθοδόξων ἡ Ἐκκλησία πανηγυρικῶς ἀποδώσῃ δίκαιον εἰς τήν ἀδικουμένην μνήμην τοῦ ἀειμνήστου διδασκάλου»[27].

Ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ ἔγινε τό 1961 ἐπί τῆς Πατριαρχείας Ἀθηναγόρου, τοῦ ἐκ Βασιλικοῦ Πωγωνίου Ἠπείρου καταγομένου, μέ τήν μέ ἀριθμό 260/20-04-1961 Πατριαρχική καί Συνοδική Πράξη.

Ἡ ἀντίδραση τῶν Ρουμάνων ὀφείλεται στό μίσος πού ἔτρεφαν κατά τοῦ Κοσμᾶ, ἐπειδή μέ τούς ἀγῶνες του χτύπησε τό βλάχικο ἰδίωμα, τό ὁποῖο ἡ Ρουμανία ἤθελε νά τό ἐκμεταλευθεῖ ἐθνικιστικά. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἀκαδημαϊκός Ἀντώνιος Κεραμόπουλος, «Οἱ ἔξω τῶν συνόρων τῆς Ἑλλάδος ἱστοριογραφοῦντες Κουτσόβλαχοι κακολογοῦσαν τόν «μαῦρον ἐκβιαστήν» Κοσμᾶν τόν Αἰτωλόν καί τό Πατριαρχεῖον Κων/πόλεως, διότι τοῦτο, ἀσκοῦν ἀντιρουμανικήν πολιτικήν κατά τόν ιη΄ αἰ., ἔστειλε τόν ἐνάρετον ἱεροκήρυκα Κοσμᾶν, ὅν λατρεύουσιν ὡς ἅγιον ἡ Δυτική Στερεά καί Μακεδονία καί ὅλη ἡ Ἤπειρος καί Θεσσαλία, ὄχι εἰς τήν καρδίαν τῆς Ρουμανίας, ἥν ἐκυβέρνα ἐκκλησιαστικῶς, ἀλλ’ εἰς τά Ζαγοροχώρια τῆς Ἠπείρου, ἅτινα ἀκούοντα φιλιππικούς κατά τῆς ἐπεισάκτου καί χρόνους δουλείας ἀναμιμνησκούσης λατινογενοῦς γλώσσης, ἐπανῆλθεν εἰς τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν ἀμέσως ἀπό τῆς μιᾶς ἡμέρας μέχρι τῆς ἄλλης»[28].

Σύμφωνα μέ τήν μαρτυρία τοῦ Τριανταφύλλου Μπάρτα σαράντα χωριά τοῦ Ζαγορίου μετά τό κήρυγμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ ἐγκατέλειψαν τό βλάχικο ἰδίωμα[29].

Ἡ ἀγάπη τοῦ πατρο-Κοσμᾶ γιά τήν ἑλληνική γλώσσα ἦταν ἄμεσα συνδεδεμένη μέ τό Εὐαγγέλιο καί τήν Ἐκκλησία «πού εἶναι εἰς τήν Ἑλληνικήν»[30]. Ἡ ἑλληνική γλώσσα ἦταν γιά τόν Κοσμᾶ : Εὐαγγέλιο, ὑμνολογία, λατρεία, θεολογικοί ὅροι, πού δέν ἀντικαθίστανται καί δέν ἀποδίδονται, ὅταν μεταφραστοῦν. Αὐτός ἦταν ὁ βασικός λόγους πού ὁ ἅγιος Κοσμᾶς χτυποῦσε τή διγλωσσία. Ἤθελε ἐθνική ὁμοιογένεια καί ὁμοψυχία χωρίς γλωσσικές ρωγμές στό ἐθνικό σκάφος. Γιατί πίστευε ὅτι μονάχα ἔτσι θά μπορέσει νά ἔρθει γρηγορότερα «τό ποθούμενον»[31], ἡ ἡμέρα τῆς ἐθνικῆς τοῦ Γένους ἀναστάσεως.

Τό ἐθνικό ἔργο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ ὁλοκληρώνεται μέ τήν ἀναχαίτιση τοῦ κύματος τοῦ ἐξισλαμισμοῦ πού ἦταν ταυτόχρονα καί ἀναχαίτιση τοῦ ἐκτουρκισμοῦ, ἀφοῦ σ’αὐτή τήν τραγική γιά τό Γένος μας περίοδο θρησκευτικότητα καί ἐθνισμός εἶχαν ταυτισθεῖ.

Οἱ ἐξισλαμισμοί αὐτή τήν περίοδο ἀπέβησαν θρησκευτική καί ἐθνική αἱμορραγία[32]. Τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ μικρασιατικοῦ πληθυσμοῦ ἐξισλαμίστηκε καί ἐκτουρκίστηκε. Τό ἴδιο συνέβη στή Μακεδονία, Ἤπειρο, Βοσνία, Ἐρζεγοβίνη, Θράκη καί κυρίως στήν Ἀλβανία, ὅπου ὁ ἀριθμός τῶν χριστιανῶν ἀπό 550 χιλιάδες κατέβηκε στίς 50 χιλιάδες. Ὁλόκληρες περιοχές, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τίς καταθλιπτικές φορολογίες, ἐξισλαμίζονταν ὁμαδικά μαζί μέ τους ἱερεῖς τους καί ἔχαναν μαζί μέ τή θρησκεία τήν ἐθνική τους συνείδηση καί γλώσσα[33].

Οἱ ἐξισλαμισμοί στήν Ἀλβανία θά ἦταν μεγαλύτεροι, ἄν κατά τήν τραγική γιά τό Γένος μας περίοδο δέν ἐμφανιζόταν ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ὁποῖος μέ τίς διδαχές καί τό μαρτυρικό του θάνατο ἔγινε σύμβολο ἀντιστάσεως τοῦ λαοῦ, στέργιωσε τήν πίστη τῶν ραγιάδων καί ἔδωσε ἐλπίδες καινούργιας ζωῆς. Τό ἀξιοθαύμαστο παράδειγμά του ἀπέβη καινούργια πηγή ἐνδυναμώσεως τῶν χριστιανῶν στόν ἀγώνα τους γιά τή διατήρηση τῆς θρησκευτικῆς καί ἐθνικῆς ἐλευθερίας. Ἐπί πλέον ἀπετέλεσε μόνιμη ἐνθαρρυντική δύναμη γιά τούς ἐθνομάρτυρες καί τούς λοιπούς ἐθνικούς ἀγωνιστές. Ἡ θυσία του ἦταν γιά τους Ἕλληνες στοιχεῖο φιλοτιμίας καί πρότυπο νά μήν ὑστερήσουν καί αὐτοί σέ θυσίες[34].

Ἀλλά καί ἡ κοινωνική διάσταση τοῦ ἔργου τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ παρουσιάζει ἐξαιρετικό ἐνδιαφέρον. Ὁ πατρο-Κοσμᾶς δέν ἦταν μονάχα ὁ ἀσκητής μέ τίς μοναδιάστατες μεταφυσικές πτήσεις, ἀλλά καί ὁ γνήσιος φορέας τοῦ ὀρθόδοξου πνεύματος στό κοινωνικό πεδίο κατά τούς νεωτέρους χρόνους. Τό παράδειγμά του μᾶς δείχνει μέ ποιό τρόπο ἡ ὀρθόδοξη μεταφυσική μπορεῖ νά ὑλοποιηθεῖ σέ κοινωνικῶς δέον[35].

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς σέ μιά δύσκολη περίοδο γιά τό Γένος ἐμφανίζεται ὡς πρωτοπόρος στόν ὁρίζοντα τῶν κοινωνικῶν ἀναγεννητῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ[36]. Οἱ διδαχές του ἀναφέρονται στήν κοινωνική δικαιοσύνη, στήν ἰσότητα τῶν δύο φύλων, στήν κατάργηση τῆς πολυτέλειας, στήν ὀλιγάρκεια, στήν ἵδρυση κοινωφελῶν ἔργων. Ὅ πατρο-Κοσμᾶς πολέμησε τό ἀπάνθρωπο φαινόμενο τῆς ληστείας, μίλησε γιά τήν ἀξιά τῆς ἐργασίας, τήν τήρηση τῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς, τήν ἱερότητα τοῦ γάμου, τή σπουδαιότητα τοῦ συζυγικοῦ βίου καί τῆς ἐγκράτειας. Ἀγωνίστηκε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις γιά τήν ἀνακούφιση τῆς ἀνθρώπινης  δυστυχίας, τήν περίθαλψη τῶν φτωχῶν, τόν σεβασμό τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Συνιστοῦσε τήν ἀποφυγή τῆς ἀρπαγῆς καί ἀδικίας καί προέτρεπε νά δίδεται «τό ἄδικον ὀπίσω»[37], σέ ὅποιον καί ἄν εἶχε γίνει ἡ ἀδικία. Παράλληλα προέτρεπε τούς χριστιανούς νά δραστηριοποιοῦνται συλλογικά γιά ἐθνωφελεῖς σκοπούς καί νά τιμοῦν τούς προεστούς καί τούς γεροντοτέρους[38].

Παρόλο πού τό κηρυκτικό του ἔργο ἀποσκοποῦσε στήν τόνωση τοῦ ὀρθοδόξου καί ἐθνικοῦ φρονήματος τῶν ραγιάδων, ἐν τούτοις δέν προσφέρεται γιά ἀναζητήσεις στίς διδαχές του στοιχείων γιά τή θεμελίωση συγχρόνων ἐθνικιστικῶν ἤ ἐθνοφυλετικῶν τάσεων καί φαινομένων θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας. Καί τοῦτο, γιατί ὁ ἅγιος κινοῦνταν μέσα στά πλαίσια τῆς σωστῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως. Τό κήρυγμά του πρόβαλε τόν ἑλληνισμό καί τήν Ὀρθοδοξία ὡς τά ἀμετακίνητα θεμέλια, χωρίς ἐκρήξεις θρησκευτικῆς μισσαλοδοξίας καί χωρίς ἐθνικιστικούς παροξυσμούς[39].

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς γνώριζε πολύ καλά ὅτι ὁ ἐθνικισμός ὡς διχαστικό γεγονός πού κατατέμνει τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καί καταστρατηγεῖ τήν ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων, ἔρχεται σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τό κήρυγμα τῆς παγκοσμιότητας καί ὑπερφυλετικότητας τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας[40]. Ἄλλωστε κάθε ἐθνικισμός εἶναι ἀπό τή φύση του ἀποσπασματικός, ἀφοῦ βιώνει τή μερικότητα σέ βάρος τῆς καθολικότητας καί προσβάλλει κατά κύριο λόγο τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ὡς σῶμα Χριστοῦ «οὐ μεμέρισται[41]». Ἡ πρόταξη τῆς ἰδιαίτερης φυλῆς ἤ τοῦ ἰδιαίτερου ἔθνους δέν βρίσκει δικαίωση θεολογική, γιατί αὐτό συμβάλλει στή διάσπαση τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία εἶναι ἑνότητα βιωματική σέ ὅλα τά ἐπίπεδα[42]. Ἀπό τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ βγαίνει ἀβίαστα τό συμπέρασμα ὅτι ἡ ἐν Χριστῷ λειτουργία τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως σώζει τήν ἁρμονική καί ἰσόρροπη σύνδεση ἐθνικότητας καί ὑπερεθνικότητας μέσα στήν ἁγιοπνευματικῆ ζωή καί σχέση. Ὅπως πολύ σωστά ἔχει λεχθεῖ ὁ μεγαλοϊδεατισμός του δέν ἦταν στενός ἐθνικός, ἀλλά οἰκουμενικός, ὅπως τῶν ἄλλων Κολλυβάδων, ἀλλά καί τοῦ Ρήγα. Αὐτό σήμαινε ὁ συχνά ἐπαναλαμβανόμενος λόγος του, «αὐτό μιά μέρα θά γίνει ρωμαίϊκο»[43].

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς τόνιζε στά κηρύγματά του μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση τίς ἀρετές τῆς ἀγάπης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλεημοσύνης ὄχι μόνο μεταξύ τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί πρός τούς πιστούς τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Γιαυτό κατέκρινε ὅλους ὅσους ἀδικοῦσαν «ἤ χριστιανούς ἤ Ἑβραίους ἤ Τούρκους ἤ Φράγκους»[44].

Ἔτσι ἐξηγεῖται ὁ μεγάλος σεβασμός τῶν μουσουλμάνων στό πρόσωπό του. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά ὅσα γράφονται στήν ἐφημερίδα «Φωνή τῆς Ἠπείρου»: «Τήν 24ην παρελθόντος Αὐγούστου εὑρέθην εἰς τήν ἐν Κολικόνδασι τελουμένην πανήγυριν. Τί ὅμως εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου ἐκεῖ οὔτε δύναμαι οὔτε χῶρον ἔχω ἀρκετόν νά σᾶς περιγράψω. Περισσότερον δ’ ἀπό ὅλα μοι ἔκαμε βαθυτάτην ἐντύπωσιν ἡ εὐλάβεια καί ἡ συντριβή τῆς καρδίας καί ἡ πίστις μεθ’ ἧς οἱ μωαμεθανοί Ἀλβανοί προσέρχονται εἰς τόν τάφον τοῦ ἁγίου καί ἐναποθέτουσι τά ἀφιερώματά των, λαμβάνοντες παρ’ αὐτοῦ θαύματα»[45]. Παρεμφερής ἀνταπόκριση δίδεται καί στό ἠπειρωτικό ἡμερολόγιο ΔΩΔΩΝΗ: «Ἑκάστην 24ην Αὐγούστου τελεῖται πανήγυρις ἐν τῷ ἱερῷ αὐτοῦ. Ἐξ ὅλων τῶν μερῶν τῆς Ἐπαρχίας Βερατίου χριστιανοί καί Τοῦρκοι συρρέουσιν ἀναρρίθμητοι τήν ἡμέραν ταύτην εἰς Κολικόνδασι καί γονατίζοντες μετ’εὐλαβείας καί πίστεως παρά  τόν τάφον τοῦ ἱερομάρτυρος λαμβάνουσιν θαυματουργικάς ἱάσεις παντοειδῶν νόσων[46]».

Ὁ ἠπειρώτης λόγιος Ἰωάννης Λαμπρίδης γράφει καί αὐτός γιά τόν σεβασμό τῶν Τούρκων στόν ἅγιο: «Στούς Φιλιάτες, ὅπου ἐπέρασε, αὐτοί οἱ Τοῦρκοι τῆς πόλεως, ἔχοντες ἐπικεφαλῆς τήν οἰκογένειαν τῶν Πρόνια, πού πάντοτε προστάτευσε καί ἐβοήθησε τόν ἱεροκήρυκα, βγῆκαν καί τόν ὑποδέχθηκαν[47]». Ἀλλά καί ὁ βιογράφος  του τονίζει: «Ἀπό τούς Φιλιάτες οἱ πρῶτοι ἀγάδες ἐπῆγαν νά ἰδοῦν τόν ἅγιον καί νά ἀκούσουν τήν διδαχήν του καί ἐπειδή ἦτο καλοκαίρι ἐκοιμήθηκαν ἔξω εἰς τόν κάμπον… Τό πρωΐ ἐζήτουν νά τούς δώση τήν εὐχήν του ὁ ἅγιος ἀπό τήν καρδίαν καί ὄχι ἀπό τά χείλη του[48]».

Ἰδιαίτερος ἦταν ὁ σεβασμός τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ στό πρόσωπό του. Μεταξύ τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ καί τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ ὑπῆρχαν οἱ ἑξῆς προσωπικές σχέσεις: 1. Ὅταν ὁ Ἀλῆς δέν εἶχε ἀποκτήσει κάποιο κρατικό ἀξίωμα καί βρισκόταν στό Τεπελένι, γνωρίστηκε μέ τόν περιοδεύοντα ἐκεῖ Κοσμᾶ καί αὐτός τοῦ προεῖπε ὅτι θά γίνει σπουδαῖος καί θά ἐξουσιάσει τήν  Ἤπειρο καί ἄλλες περιοχές. Ἡ βασιμότητα αὐτῆς τῆς προφητείας στηρίζεται στίς μαρτυρίες πολλῶν συγγραφέων καί στό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἀλῆς μιλοῦσε δημόσια γι’ αὐτήν. Παράλληλα δικαιώνεται τόσο ἀπό τίς μεταφυσικές ἀναζητήσεις τοῦ Ἀλῆ, ὅσο καί ἀπό τό μεμαρτυρημένο προφητικό χάρισμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ[49].

2. Ὁ Ἀλῆς, ὅταν κατέκτησε τό Μπεράτι (1810), διέταξε νά κατασκευασθεῖ Μονή πρός τιμήν τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ δίπλα στόν τάφο του, πού βρισκόταν πλησίον τοῦ χωρίου Κολικόντασι καί νά γίνει ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Ἡ Μονή τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ χτίστηκε μεταξύ Αὐγούστου 1813 καί Ἰουνίου 1814. Ἐξωτερικά στήν κόγχη τοῦ ἱεροῦ βήματος διαβάζουμε: ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ / Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣ ΟΥ/ΤΟΣ ΝΑΟΣ ΔΙΑ ΠΡΟΣΤΑ/ΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΒΕΖΥΡ/ ΑΛΗ ΠΑΣΙΑ ΑΠΟ ΤΕΠΕΛΕ/ΝΗ[50].

3. Ἐνδεικτικό τῆς μεγάλης τιμῆς τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ στόν ἅγιο Κοσμᾶ εἶναι ἡ λαμπρή ὑποδοχή, πού ἐπεφύλαξε ὁ ἴδιος στήν κάρα τοῦ ἁγίου, ὅταν αὐτή κατ’ ἐντολήν του μεταφέρθηκε στά Γιάννινα. Ὁ γάλλος βιογράφος τοῦ Ἀλῆ Jeraume de la Lance περιγράφει ὡς ἑξῆς τή μεγαλόπρεπη λιτανεία: «Συναντήσαμε στό δρόμο τό λείψανο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ κι ἀκολουθήσαμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τό ἄλλο πλῆθος πρός τό Σεράϊ. Στήν ἀγορά οἱ καταστηματάρχες ἔβγαιναν στίς πόρτες τῶν μαγαζιῶν τους κι ἔκαναν τόν σταυρό τους εὐλαβικά. Ἄπειρο πλῆθος ἦταν στοιβαγμένο ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ κατά τή διάβαση τῆς πομπῆς. Ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό καβαλλάρηδες σωματοφύλακες τοῦ Ἀλῆ ἀκολουθοῦσε τους ῥωμιούς καλογέρους. Οἱ ψαλμωδίες τῶν μοναχῶν ἑνώνονται μέ τήν προσευχή τοῦ πλήθους, πού μεγαλόφωνα πρόφεραν τίς λέξεις ΄΄Κύριε ἐλέησον΄΄».

Τό νεκροταφεῖο, πού ἦταν ἀπέναντι  ἀπό τό Σεράϊ, μαύριζε ἀπό τόν κόσμο, ποὖχε μαζευτεῑ στό πέρασμα τῆς λιτανείας. Ἡ πομπή μπῆκε τέλος στήν κεντρική αὐλή, γιομάτη καί αὐτή ἀπό πλῆθος. Οἱ Ἕλληνες καλόγεροι πέρασαν μέσα ἀπό διπλούς στίχους σωματοφύλακες τοῦ Ἀλῆ, παρατεταγμένους ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ. Φοροῦσαν τίς ἐπίσημες στολές τους, κόκκινες καί χρυσοκέντητες, καί στά σελλάχια τους λαμπροκοποῦσαν τά καθάρια τους ἄρματα.

Ξαφνικά στό ὕψος τῆς μεγάλης σκάλας, ποὔφερνε στό ἐσωτερικό τοῦ παλατιοῦ, παρετήρησα ἕνα θέαμα περίεργο καί ἀνεκδιήγητο. Ἑκατόν πενήντα χριστιανόπουλα ἀπό κεῖνα, πού ζοῦσαν στό Σεράϊ, ἀσπροντυμένα κι ὁλοκάθαρα, χύθηκαν στόν πυλώνα τοῦ παλατιοῦ, κρατώντας στά χέρια τους ἀσημένια θυμιατά! Χανούμισσες μέ τούς διάφανους λευκούς φερετζέδες βγῆκαν πίσω ἀπό τά παιδιά. Ἀνέβαιναν περίπου σέ τριακόσιες καί στριμώχτηκαν ὅλες στό βάθος τοῦ πυλώνα, ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ τῆς μεγάλης πύλης τῆς εἰσόδου.

Ἀπό μακριά μοὔκαναν τήν ἐντύπωση ὁμίλων ἀπό ἄσπρα φαντάσματα. Ἔξαφνα εἶδα τόν Ἀλῆ νά προχωρῇ, ἔχοντας στό πλευρό του μίαν ὡραία, ξεσκέπαστη γυναίκα. Ἦταν ἡ κυρά Βασιλική, ὁλόμαυρα ντυμένη, πού βημάτιζε σεμνά, πλάϊ στόν τύραννο, μέ δακρυσμένα τά μεγάλα της μάτια καί κοιτάζοντας χάμω ντροπαλά. Κι ἐνῶ οἱ καλόγεροι, πού σήκωναν τό λείψανο, ἀνέβαιναν σιγά – σιγά τήν πέτρινη σκάλα, ὅλο ἐκεῖνο τό πλῆθος γονάτισε. Πρῶτος ἔδωσε τό παράδειγμα ὁ Ἀλῆς.

Στόν πυλώνα, μέσα στήν αὐλή, τά παιδόπουλα τοῦ Σεραϊοῦ, οἱ σωματοφύλακες κι ὁ ἄλλος λαός, στό νεκροταφεῖο ἀπέναντι, ἔξω στό δρόμο χιλιάδες ἄνθρωποι προσκυνοῦσαν τόν Ἅγιο γονατιστοί. Ἡ φωνή τοῦ παπᾶ ἀκούστηκε τότε διακριτική καί ἠχηρή : «Ἀπό λιμοῦ, λοιμοῦ καί πολέμου σῶσον ἡμᾶς, Κύριε!». Ὁ Ἀλῆς κι ἡ Βασιλική σηκώθηκαν τότε καί ἀσπάσθηκαν μ’ εὐλάβεια τή γυάλινη θυρίδα τῆς ἀσημένιας κάσσας.

Τά παιδόπουλα κουνοῦσαν τά θυμιατήρια τους, πού γιόμιζαν τήν ἀτμόσφαιρα μ’ ἄσπρα σύννεφα καπνοῦ.

Ἔπειτα ὅλα χάθηκαν στό βάθος τοῦ Σεραϊοῦ κι ὁ λαός διαλύθηκε[51]».

Αὐτός ἦταν ὁ ἅγιος Κοσμᾶς. Ἕνας κόσμος ὁλόκληρος. Ἕνας θερμός κήρυκας πνευματικοῦ διαφωτισμοῦ, κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, δικαιοσύνης καί ἐλευθερίας. Ἕνα ἀπό τά ἐκλεκτότερα ὄργανα τῆς θείας πρόνοιας γιά τήν περιστολή τοῦ κακοῦ καί τήν πνευματική ἀναγέννηση τοῦ Ἔθνους. Μιά προσωπικότητα πού παραμένει ἀνεξίτηλη στή συνείδηση τοῦ Γένους, πού τόν χαρακτήρισε ὡς τόν μεγαλύτερο μετά  τήν ἅλωση Ἕλληνα[52]. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Φάνης Μιχαλόπουλος «οἱ περιοδεῖες του ἦταν ἀνεμοστρόβιλος, πού σάρωνε τήν ἀμάθεια, τή βαρβαρότητα, τήν κακία, τήν πολυτέλεια καί τό μῖσος καί ποὔσπερνε τήν ἁγνότητα καί ξυπνοῦσε τήν ἐθνική συνείδηση σ’ἕναν λαό, ποὔχε ξεχάσει τόν προορισμό του. Οἱ περιοδεῖες του προλείαναν καί παρασκεύασαν, ὅσον τίποτε ἄλλο, τό ἔργο τοῦ Ρήγα, τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας καί τῆς Μεγάλης Ἐπαναστάσεως. Οἱ ὑπηρεσίες του εἶναι ἀνυπολόγιστες στήν ἐθνική καί πνευματική ἀναγέννηση τῆς Ἑλλάδος[53]».

Τό κήρυγμά του εἶχε τεράστια ἀπήχηση στό βαλκανικό χῶρο. Ὁ βούλγαρος καθηγητής D.Kenanon  σέ μελέτη του ἀπέδειξε τή σημασία πού εἶχε τό κήρυγμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ γιά τήν ἀφύπνιση τῶν ἱστοριογραφικῶν ἐνδιαφερόντων τοῦ ἁγίου Παϊσίου τοῦ Χιλανδαρινοῦ. Τόν ἀποκαλεῖ πατέρα τῆς ἑλληνικῆς ἀναγεννήσεως, ἀντίβαρο στήν ἐκκοσμικευμένη δυτική ἀναγέννηση καί τόν διαφωτισμό τοῦ Βολταίρου[54].

Εἶναι πολύ χαρακτηριστικά τά ὅσα γράφει για τόν ἅγιο Κοσμᾶ ὁ ἐν Λευκάδι προβλεπτής τῆς Ἐνετίας πρός τόν ἐν Κερκύρᾳ  Γενικόν προβλεπτήν: «Οὗτος (δηλ. ὁ Κοσμᾶς) εἶναι ὀξυνούστατος, ἔμπλεως μεγάλων ἰδεῶν καί ἔχει ἀξιοθαύμαστον τρόπον, ὅπως εἰσδύῃ εἰς τήν ψυχήν οἱουδήποτε καί εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὥστε δέν ὑπάρχει τι τό ὁποῖον νά ἐκφράσῃ ἤ νά προτείνῃ ὁ ἴδιος καί  τό ὁποῖον νά μή γίνῃ ἀμέσως ἀποδεκτόν καί μετά τοῦ ἐπιβαλλομένου σεβασμοῦ παρά τῆς ὁλότητος, ἥτις καί τό ἐκτελεῖ μέ τήν πλέον ἐφικτήν ἀκρίβειαν, ὅτι δέ ἐπί πλέον ὁ ἀριθμός τῶν ἀτόμων, τά ὁποῖα πανταχόθεν συρρέουν, ἵνα τόν ἴδουν, εἶναι καταπληκτικός ὡς ἐπίσης καί ὁ ἀριθμός τῶν ἀκολουθούντων αὐτόν εἰς τήν περιοδείαν ἀνά τάς διαφόρους κοινότητας[55]».

Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς μέ τίς Διδαχές καί τό παράδειγμά του μᾶς δείχνει τό δρόμο τῆς σωστῆς κοινωνικοποιήσεως, πού στηρίζεται στήν χριστοποίηση καί ἐκκλησιοποίηση τοῦ κόσμου. Πρόκειται γιά ἕνα ὅραμα ὄχι μονάχα μεταφυσικό, ἀλλά καί ἐνδοκοσμικό, ἀφοῦ ἡ ζωή τῆς αἰωνιότητας περνάει ἀπό τήν χριστοποίηση τῶν θεσμῶν καί τῶν δομῶν τοῦ παρόντος.

Δικαιολογημένα, ὁ βιογράφος καί ποιητής τῆς ᾀσματικῆς ἀκολουθίας τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ Σάπφειρος Χριστοδουλίδης, ἀποτιμώντας τό συνολικό ἔργο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, γράφει: ὁ ἅγιος Κοσμᾶς «τούς ἀγρίους ἡμέρωσε, τούς ληστάς κατεπράϋνε, τούς ἀσπλάχνους καί ἀνελεήμονας  ἔδειξεν ἐλεήμονας καί τούς ἀνευλαβεῖς ἔκαμεν εὐλαβεῖς, τούς ἀμαθεῖς καί τούς ἀγροίκους εἰς τά θεῖα ἐμαθήτευσε καί τούς ἔκαμε νά συντρέχουν εἰς τάς ἱεράς ἀκολουθίας καί ὅλους ἁπλῶς τούς ἁμαρτωλούς ἔφερεν εἰς μεγίστην μετάνοιαν καί διόρθωσιν[56]».

Γιά μᾶς τούς Νεοέλληνες δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος ἀπό ἐκεῖνον πού μᾶς δείχνει ἡ φωτεινή μορφή τοῦ μεγάλου ἱεραποστόλου καί ἐθναποστόλου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Εἶναι ὁ δρόμος τῆς δοκιμασμένης ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως, ἡ ὁποία δέν εἶναι μιά στείρα παρελθοντολογία οὔτε μιά ἄγονη ἐπιστροφή σέ παρωχημένες μορφές ζωῆς, ἀλλά ἕνας συσσωρευτής πείρας ζωῆς, ἕνα δυναμικό γίγνεσθαι καί μιά ζωντανή παρουσία, πού γονιμοποιεῖ καί τρέφει τή νεοελληνική μας διάρκεια.

Αὐτή τήν παράδοση ἔχουμε χρέος νά τή διαφυλάξουμε ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ, ἄν θέλουμε νά διατηρήσουμε τήν ἐθνική μας αὐτοσυνειδησία καί ταυτότητα καί νά γίνουμε ἕνας λαός ἄχρωμος, κοσμοπολίτικος, χωρίς ἰδανικά, πού δέν θά ἔχει τίποτε τό διαφορετικό ἀπό τούς ἄλλους.

 Παραπομπές:

[1] Δαμασκηνοῦ Παπανδρέου, Μητροπολίτου Ἐλβετίας, «Τό ὄραμα τοῦ πατρο-Κοσμᾶ», Ἐφημ. Θερμιώτικη ἠχώ, ἀριθμ.φύλ. 46 / Ἰούλιος – Αὔγουστος 1995, σ.4.

[2] Σαπφείρου Χριστοδουλίδου, Ἀκολουθία καί Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Κοσμᾶ τοῦ ἱερομάρτυρος καί ἱσαποστόλου, Βενετία 1814, σ.7.

[3] Α’ Κορ. 10,24.

[4] Διδ.Α1, Ἰωάννου Β.Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχές (καί βιογραφία), ἐκδ. ΄΄Τῆνος΄΄, Ἀθήνα 1979, σ.117.

[5] Διδ.Β1, Μεν., σ.200.

[6] Δαμασκηνοῦ Βράκα, Ἀρχ., Ἠπειρωτική μαρτυρία, Ἰωάννινα 1973, σ.35.

[7] Α΄ Κορινθ. γ΄, 11.

[8] Διδ. Α2, Μεν., σ. 146.

[9] Διδ. Α1, Μεν., σ.146.

[10] Διδ. Γ, Μεν., σ.240.

[11] Κολ. β’, 9.

[12] Ἰωάν. ιδ’, 6.

[13] Πράξ. 4,12.

[14] Διδ. Α1, Μεν., σ.116.

[15] Κων.Κούμα,  Ἱστορία τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων, τ.ιβ΄, ἐν Βιένν 1831, σ.555.

[16] Διδ. Ε’, Μεν., σσ. 266-267.

[17] Κ.Σ.Κώνστα, Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἐν Ἀθήναις 1976, σ.124.

[18] Π.Β.Πάσχου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός,  Ἀθήνα 1985, σ.116.

[19] Διδ.Α’1, Μεν., σ.142.

[20] Διδ.Ε’, Μεν., σ. 267.

[21] Διδ. Α’1, Μεν., σ.142.

[22] Μιχ.Γ.Τρίτου, Ἐκπληρωμένες προφητεῖες Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Ἰωάννινα 2020, σ.30.

[23] Χριστοδουλίδου, ὅ.π., σ. 20.

[24] Πάσχου, ὅ.π.,  σ. 128.

[25] Διδ. Β΄2, Μεν., σ.209. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος σέ κήρυγμά του τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου στό μοναστήρι του στό Κολικόντασι (24-08-2019) ἔδωσε τίς ἑξῆς διευκρινίσεις γιά τή διδαχή αὐτή τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ «Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς παρότρυνε τούς πιστούς ὀρθοδόξους στήν ἐκμάθηση τῆς  ἑλληνικῆς γλώσσας ὄχι ὡς ἔνδειξη ἐθνικισμοῦ ἤ προσπάθειας ἐξελληνισμοῦ, ἀλλά  ὡς μέσο γιά νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ἐποχή ἐκείνη στήν ἀλβανική δέν ὑπῆρχε τίποτε γραπτό ἤ πού νά εἶχε μεταφραστεῖ. Καί τό ἱερό Εὐαγγέλιο μεταφράστηκε ἀρκετές δεκαετίες ἀργότερα».

    Στό ἴδιο μῆκος κύματος κινεῖται καί ἡ ἀπάντηση του Μιχαήλ Παντούλα, φιλολόγου καί πρώην βουλευτοῦ  Ἰωαννίνων, στόν ἀλβανό καθηγητή Πελούμπ Τζούφι, πού κατηγόρησε τόν ἅγιο Κοσμᾶ γιά ἐξελληνισμό τῆς Ἀλβανίας. Γράφει ὁ κ.Παντούλας: «Ὁ ἱερομόναχος Κοσμᾶς πίστευε ὅτι ἡ στερέωση τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης καί ἐξ αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἡ ἀποτροπή τῶν ἐξισλαμισμῶν ἦταν ταυτόσημα μέ τή γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, καθώς στά ἑλληνικά ἦταν πρωτοδιατυπωμένα ὅλα τά ἱερά βιβλία καί τά δόγματά της. Ἀλήθεια αὐτονόητη πού βρῆκε τήν ἀπόλυτη δικαίωση στό πρόσωπο τοῦ Φάν Νόλι, ὁ ὁποῖος μετέφρασε ἀπό τήν ἑλληνική στήν ἀλβανική γλώσσα μεγάλο μέρος ἀπό τόν πλοῦτο τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί λατρείας, ὄντας ὁ ἴδιος βαθύς γνώστης τῆς ἀρχαίας, μεσαιωνικῆς καί νέας ἑλληνικῆς γλώσσας». Βλ. Βελλᾶ, ἐπιστημονική ἐπετηρίδα, τ.7ος, τεύχ.2, 2013-2015, σ.σ 39.

[26] Διδ.Β΄1, Μεν., σ.207.

[27] Κ.Φαλτάΐτς, Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς εἰς τό στόμα τοῦ ἠπειρωτικοῦ λαοῦ,  ἐν Ἀθήναις 1929, σσ. 11-12.

[28] Ἀντ. Κεραμοπούλου, Τί εἶναι οἱ Κουτσόβλαχοι, Ἀθῆναι 1939, σ.75, σημ.1.

[29] Τριαντ. Μπάρτα, Περί ἐποίκων Ρωμαίων ἐν Ἑλλάδι, Βουκουρέστι 1878, σ.10, ὅπου μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει: «Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς διδάσκων ἐν ταῖς κατοικουμέναις ὑπό τῶν Ρωμαίων Ἑλλήνων τήν φυλήν Βλάχων τῆς Ἑλλάδος, παρώτρυνε πατρικῶς τούς κατοίκους, ἵνα ἐγκαταλείψωσι τήν ἀνωφελῆ αὐτῶν γλῶσσαν, ὡς παρεφθαρμένην καί γέμουσαν ξενικῶν λέξεων. Ἔκτοτε ὅλα τά χωρία, τεσσαράκοντα τόν ἀριθμόν τοῦ Ζαγορίου καί ἀλλοῦ παρέλαβον προθύμως τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν, ἀφήσαντα ὅλως τήν βλαχικήν».

[30] Διδ. Β΄2, Μεν., σ. 209.

[31] Τρίτου, ὅ.π., σ.13. Πρβλ. Γεωργ.Δ.Μεταλληνοῦ, Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀπόστολος τῆς ἑνότητος τοῦ Ἔθνους, Ἀθῆναι 1980, σ.20.

[32] Ἰωαν. Ε. Ἀναστασίου, «Σχεδίασμα περί τῶν Νεομαρτύρων», Μνήμη 1821, Θεσσαλονίκη 1971, σ.15.

[33] Μιχ.Γ.Τρίτου, Ὁ Μετσοβίτης Νεομάρτυς Νικόλαος, Ἰωάννινα 2005, σ.31.

[34] Στυλ.Παπαδοπούλου, Οἱ Νεομάρτυρες καί τό δοῦλον Γένος, ἐν Ἀθήναις 1974, σ.87.

[35] Δημ.Γρ.Τσάκωνα, «Ἡ κοινωνιολογία τοῦ Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ», ΗΕ 8 (1959), σ.2.

[36] Φάνη Μιχαλόπουλου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, Ἀθῆναι 1940, σ.39.

[37] Διδ. Γ’, Μεν., σ.227.

[38] Γεωργ.Δ.Μεταλληνού, «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός», ΠΛΒ 35(1991), σ.248.

[39] Δαμασκηνοῦ Παπανδρέου, ὅ.π., σ. 4. Πρβλ. Βασιλείου Ἰ.Καλλιακμάνη, «Ὑπάρχει ἀντισημιτισμός καί ἐθνοφυλετισμός στίς Διδαχές  τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ;», Κατηχητική Διακονία, τιμητικός τόμος γιά τόν καθηγητή Κων.Φράγκο, Θεσσαλονίκη 2003, σ.100.

[40] Μιχ. Γ. Τρίτου, Ἡ Ὀρθοδοξη  Ἑκκλησία στά Βαλκάνια σήμερα, Κατερίνη 2004, σ.30.

[41] Ἱεροθέου Σ.Βλάχου, Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου, Ἔθνος καί ἐθνικισμός, Ἀθήνα 1993, σ.49.

[42] Εἰρηναίου Μπούλοβιτς, «Τό σημερινό δρᾶμα τῆς Σερβίας καί ἡ δοκιμασία τῆς Ὀρθοδοξίας», Βαλκάνια καί Ὀρθοδοξία, ἐκδ. Μήνυμα, Ἀθήνα 1993, σ.22.

[43] Γεωργ.Δ.Μεταλληνοῦ, «Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς διά τήν Εὐρώπην», Ὀρθόδοξος Τύπος 30-01-2015, σ.3.

[44] Διδ. Γ’, Μεν., σ.227.

[45] Ἐφημ. «Φωνή τῆς Ἠπείρου», ἀριθμ.φύλλ. 2/25-9-1982.

[46] Ἠπειρωτικό ἡμερολόγιο ΔΩΔΩΝΗ, ἔτος 1895.

[47] Μιχ.Παντούλα, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τά εἰκονογραφικά (1779-1961), Ἰωάννινα 2017, σ.21.

[48] Ὅ.π.

[49] Χαρ.Γ.Γκούτου, «Σχέσεις Ἀλῆ Πασᾶ καί Κοσμᾶ Αἰτωλοῦ», Ἠπειρωτικά Γράμματα 5 (2006), σ.σ.353-354.

[50] Μιχ.Γ.Τρίτου, Ἡ Ἐκκλησία στό Ἀνατολικό Ἰλλυρικό καί τήν Ἀλβανία, Θεσσαλονίκη 1999, σ.123,

[51] Jeraume de la Lance, La vie d’ Ali Pacha, Paris 1822, σ.183.

[52] Θεοδ.Ζήση, «Ἡ ἐπικαιρότης τῶν Διδαχῶν τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ», Ὀρθόδοξος Τύπος, 31-12-2014, σ.1.

[53] Μιχαλόπουλου, ὅ.π.,σ.26.

[54] D.Kenanov, “Sv. Kosma Etolijsky – Pravoslaven propovednik ot 18 vek.”, Duhovna Kultura, Sofia 1994, t.1, σ.σ.16-23.

[55] Κων.Μέρτζιου, «Τό ἐν Βενετίᾳ Κρατικόν Ἀρχεῖον», ΗΧ 15(1940), σ.6.

[56] Χριστοδουλίδου, ὅ.π., σ.19.