Να Τον αφήσωμε να ζήση μέσα μας!

16 Σεπτεμβρίου 2024

Τονίσαμε, σε προηγούμενό μας άρθρο, ότι ο Σταυρός είναι πολυσήμαντο σημείο. Δεν δηλώνει μόνον το Τίμιο Ξύλο, πάνω στο οποίο ετάθη και έχυσε το ζωοποιό Του αίμα ο θυσιασθείς για την σωτηρία του κόσμου Κύριός μας, αλλά προ πάντων σημαίνει τον ίδιο τον Εσταυρωμένο, τον Παθόντα και Αναστάντα υπέρ της του κόσμου ζωής, -αναζωογονήσεως-, και σωτηρίας.

Δηλώνει, όμως, ο Σταυρός και την πορεία του πεπτωκότος ανθρώπου, από την έκπτωσή του από τον Παράδεισο της τρυφής και την περιπέτειά του στον κόσμο της αμαρτίας μέχρι και την σταυροειδή του ανάσταση η μάλλον την σωτηριώδη εν Χριστώ συνανάστασή του. Άλλωστε, η είσοδος του Χριστιανού στην Εκκλησία γίνεται με το βάπτισμά του, που αποτελεί ακριβώς τύπο της ταφής (τριπλή κατάδυση) και της αναστάσεως του Χριστού μας (τριπλή ανάδυση-τριήμερος έγερση). Ο Χριστιανός, επομένως, που «ανασταίνεται» διά του βαπτίσματος ζει η τουλάχιστον οφείλει να ζη την εν Χριστώ ζωή και πολιτεία του Σταυρού και της Αναστάσεώς Του, μέχρι να επιτύχη την τελική ανάσταση και σωτηρία του.

Πως, όμως, θα καταλάβη ο σταυροπολίτης άνθρωπος ότι βαδίζει σωστά μέσα στην πολιτεία του Χριστού και ότι πορεύεται σταυροειδώς; Πολύ απλά, αυτό το επιτυγχάνει, όταν ακολουθή την προτροπή του Δημιουργού Του να αυξάνεται με πίστη και υπακοή στο θέλημά Του και να πληθύνεται με έργα αγάπης και δικαιοσύνης προς τον συνάνθρωπό του (Γεν., α’ 28). Έτσι και μόνον έτσι γίνεται κανείς σταυρικός άνθρωπος, όταν, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος, στο αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής μετά από την Ύψωση, για τον εαυτό του: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ. Ζη δε εν εμοί Χριστός.» (Γαλ., β’ 19).

Εάν ο κάθε άνθρωπος μπορεί να ομολογήση και για τον εαυτό του ότι δεν ζει πλέον ο ίδιος αλλά ζει μέσα του ο Χριστός, τότε πλέον είναι βέβαιο ότι βαδίζει στον σωστό, σταυρικό, δρόμο και ότι δεν παρεκκλίνει από την σταυρική του πορεία. Στην περίπτωση αυτήν, μάλιστα, ο άνθρωπος αυτός εισπράττει και το αντίστοιχο συναίσθημα, της χαράς για την προσπάθεια που καταβάλλει και για το αποτέλεσμα που έχει επιτύχει, το οποίο, βεβαίως, δεν είναι δικό του αλλά προιόν της Θείας Χάριτος, που από την βάπτισή του ενεργεί συνεχώς και αδιαλείπτως για το αγαθό. Αυτό, φυσικά, σημαίνει ότι ο φορέας της, ο κάθε βαπτισμένος και συνεχώς αναβαπτιζόμενος με την μετάνοια Χριστιανός, της το επιτρέπει, γνωρίζοντας, ασφαλώς, ότι «τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. η’ 28).

Συμβαίνει, όμως, συχνά το ακριβώς αντίθετο. Να μην νοιώθουν, δηλαδή, χαρά αυτοί που βρίσκονται κοντά στον Θεό και πράττουν το θέλημά του, αλλά, αντιθέτως, εκείνοι που έχουν απομακρυνθή από Εκείνον και πράττουν το δικό των αμαρτωλό θέλημα. Αυτό, βεβαίως, δεν συνιστά κατόρθωμα των τελευταίων αλλά αποτελεί διαστροφή και ταλαιπωρία, όπως επισημαίνει και πάλι ο Παύλος, αναρωτώμενος περίπου για λογαριασμό του καθ’ ενός μας: Ποιος θα γλυτώση εμένα, τον ταλαίπωρο άνθρωπο, από την άγρια χαρά που νοιώθω να καταστρέφω τον εαυτό μου και τον συνάνθρωπό μου, πιστεύοντας ότι κάνω καλό;

Και συνεχίζει ο Παύλος, διαπιστώνοντας την τραγικότητα του «ταλαίπωρου ανθρώπου», που ζει τον διχασμό και την σύγχυση που του προκαλεί «ο νόμος της αμαρτίας», στον οποίον είναι αιχμαλωτισμένος: «ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ’ ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω. ει δε ο ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ’ η οικούσα εν εμοί αμαρτία… άρα ούν αυτός εγώ τω μεν νοΐ δουλεύω νόμω Θεού, τη δε σαρκί νόμω αμαρτίας.» (Ρωμ., ζ’ 20-25).

Ο Παύλος, όμως, και ο κάθε ταλαίπωρος άνθρωπος, για λογαριασμό του οποίου μιλά, βρίσκει απάντηση στο ερώτημα: «τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου; Ευχαριστώ τω Θεώ διά Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών.» (ο. π. 25). Πράγματι, ο μοναδικός Σωτήρας από τον τραγέλαφο του διχασμού μας και την οδύνη της ταλαιπωρίας μας είναι ο Λυτρωτής μας Χριστός, που σαρκώθηκε, σταυρώθηκε και αναστήθηκε, για να συναναστήση και εμάς, και μάλιστα να μας αναλάβη και να μας καθίση δεξιά Του στην αιώνιά Του δόξα.

Το ζήτημα, βεβαίως, είναι να ζητήσωμε από τον Κύριο να ζήση μέσα μας. Αυτό σημαίνει να αγωνιστούμε να απαλλαχθούμε από τον εγωισμό και τ’ άλλα ψυχοφθόρα πάθη μας, ώστε να κάνωμε χώρο στον Χριστό να ενοικήση σε όλο μας το είναι, για να επέλθη μέσα μας αυτό που ονομάζομε καλή αλλοίωση.

Πρακτικά, ασφαλώς, αυτός ο αγώνας ισοδυναμεί με την απόφασή μας να γίνωμε σταυρικοί άνθρωποι, που εν ολίγοις σημαίνει να σταυρώνωμε διαρκώς το δικό μας αμαρτωλό θέλημα προς δόξα Θεού και προς όφελος δικό μας και των αδελφών μας. Όσο δύσκολο είναι να το κάνωμε αυτό, άλλο τόσο λυτρωτικό είναι. Γι’ αυτό, ο Κύριος ζητάει την ελεύθερη συγκατάθεσή μας: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι.» (Μαρκ., η’ 34). Η χαρά, όμως, και η ανακούφιση που θα νοιώσωμε, εάν πάρωμε την λυτρωτική αυτήν απόφαση, είναι τόσο μεγάλη, που αξίζει να προσπαθήσωμε να «σταυρωθούμε». Καλόν αγώνα και ο Θεός, όπως πάντα, βοηθός και ενισχυτής μας. Αμήν! Γένοιτο!