Προφήτης Μωυσής, Η γέννηση, η διάσωση, η υπεράσπιση του Εβραίου, η φυγή, ο γάμος και το παιδί του

Προφήτης Μωυσής.


(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)


Προφήτη Μωυσή Έξοδος 2


 

Συνέχεια από εδώ: https://www.pemptousia.gr/?p=406424


 

Εξ. 2,1 Υπήρχε τότε ένας εκ των απογόνων της φυλής Λευΐ, ο οποίος επήρεν ως σύζυγον γυναίκα εκ της φυλής του.

 Εξ. 2,2 Αυτή συνέλαβε και εγέννησεν αρσενικόν. Οι γονείς του, ιδόντες ότι αυτό ήτο ωραίον, το έκρυψαν επί τρεις μήνας.

Εξ. 2,3 Επειδή δε δεν ημπορούσαν επί περισσότερον χρόνον να το κρύπτουν, απεφάσισαν να το ρίψουν στον ποταμόν. Έλαβεν η μητέρα του ένα καλάθι, το ήλειψε με πολλήν άσφαλτον και πίσσαν, έβαλε μέσα εις αυτό το παιδίον και έθεσε το καλάθι στο έλος, κοντά στον Νείλον ποταμόν.

Εξ. 2,4 Η αδελφή του βρέφους παρακολουθούσε μετά προσοχής εκ του μακρόθεν κρυμμένη, δια να ίδη τι θα συνέβαινεν στο παιδίον.

Εξ. 2,5 Κατά την ώραν εκείνην κατέβη από τα ανάκτορά της η θυγάτηρ του Φαραώ, δια να λουσθή στον ποταμόν. Όταν μαζή με τας θεραπαινίδας της, που την ακολουθούσαν, έφθασαν στον ποταμόν, εβάδιζαν παρά την όχθην του. Η θυγάτηρ του Φαραώ είδε το καλάθι στο έλος, απέστειλε μίαν υπηρέτριάν της και το επήρε.

Εξ. 2,6 Όταν το άνοιξε, είδε μέσα στο καλάθι ένα παιδί να κλαίη. Το ελυπήθη η θυγάτηρ του Φαραώ και είπε· «αυτό ασφαλώς είναι από τα παιδιά των Εβραίων».

Εξ. 2,7  Η κρυμμένη αδελφή του βρέφους παρουσιάσθη τότε εις την θυγατέρα του Φαραώ και την ηρώτησε· «θέλεις να σου φωνάξω μια γυναίκα από τας Εβραίας, τροφόν δια να θηλάση προς λογαριασμόν σου το παιδί αυτό»;

Εξ. 2,8 Η θυγάτηρ του Φαραώ απήντησε· «ναι πήγαινε κάλεσέ την». Ήλθεν η νεάνις και εκάλεσε την μητέρα του παιδιού.

Εξ. 2,9 Η θυγάτηρ του Φαραώ είπε· «ανάλαβε την συντήρησιν αυτού του παιδιού, θήλασέ μου το και εγώ θα σου δώσω την αμοιβήν σου». Επήρε η γυναίκα το παιδί και το εθήλαζε.

Εξ. 2,10 Όταν το παιδί εμεγάλωσε, το ωδήγησεν η μητέρα του προς την θυγατέρα του Φαραώ. Εκείνη δε το επήρε ως υιόν της, το υιοθέτησε και το ωνόμασε Μωυσήν, λέγουσα ότι «του δίνω αυτό το όνομα, διότι το έβγαλα από το νερό· είναι υδατόσωστος».

 Εξ. 2,11 Μετά πάροδον όμως αρκετού χρόνου, όταν ο Μωυσής έγινε μέγας δια την σοφίαν και την δύναμιν, εξήλθεν από τα ανάκτορα και επεσκέφθη τους ομοεθνείς του, τους Ισραηλίτας. Ενώ παρακολουθούσε και έβλεπε την ταλαιπωρίαν και την θλίψιν των, είδεν ένα Αιγύπτιον να κτυπά Εβραίον, ένα από τους αδελφούς του, τους Ισραηλίτας.

Εξ. 2,12  Ο Μωυσής, εκύτταξεν ολόγυρά του από εδώ και από εκεί, δεν είδε κανένα και κτυπήσας θανασίμως τον Αιγύπτιον τον εφόνευσε, και έκρυψε το πτώμα του εις την άμμον.

Εξ. 2,13 Την άλλην ημέραν εξήλθε πάλιν ο Μωυσής, είδε δύο Εβραίους να διαπληκτίζωνται και λέγει στον αδικούντα· «διατί συ κτυπάς τον πλησίον σου»;

Εξ. 2,14 Εκείνος του απήντησε με αναίδειαν· «ποίος σε διώρισεν άρχοντα και δικαστήν εις ημάς; Μήπως θέλεις να φονεύσης και εμέ, όπως χθες εφόνευσες τον Αιγύπτιον»; Εφοβήθη ο Μωυσής από τους λόγους αυτούς και είπε· «λοιπόν, έγινε τόσον γνωστή η χθεσινή μου πράξις»;

Εξ. 2,15 Πράγματι δε ο Φαραώ είχε πληροφορηθή την πράξιν αυτήν και εζήτει να θανατώση τον Μωυσέα. Ο Μωυσής τότε ανεχώρησε μακράν από τον Φαραώ, ήλθεν εις την γην Μαδιάμ, όπου και εγκατεστάθη. Όταν δε έφθασε εις την χώραν Μαδιάμ, εκάθησεν εις ένα φρέαρ.

Εξ. 2,16 Ο ιερεύς της Μαδιάμ, ο Ιοθόρ, είχεν επτά θυγατέρας, αι οποίαι έβοσκαν τα πρόβατα του πατρός των. Αυταί ήλθαν στο φρέαρ, ήντλησαν νερό και εγέμισαν τα ποτιστήρια των προβάτων, δια να ποτίσουν το κοπάδι του πατρός των.

Εξ. 2,17 Αλλά ελθόντες οι άλλοι ποιμένες τας εξεδίωκον. Εσηκώθη όμως τότε ο Μωυσής τας υπερήσπισε και τας εγλύτωσε από τους ποιμένας· ήντλησεν ο ίδιος νερό και επότισε τα πρόβατά των.

Εξ. 2,18 Εκείναι επέστρεψαν προς τον πατέρα των τον Ραγουήλ, ο οποίος και τας ηρώτησε· «διατί τόσον ενωρίς επεστρέψατε σήμερον»;

Εξ. 2,19 Αυταί απήντησαν· «ένας Αιγύπτιος μας υπερήσπισε και μας εφύλαξεν από τους άλλους ποιμένας, έβγαλε δε νερό από το φρέαρ και επότισε τα πρόβατά μας».

Εξ. 2,20 Ο ιερεύς ηρώτησε τας θυγατέρας του· «και πού είναι τώρα αυτός ο άνθρωπος; Διατί, αφού τόσον σας εξυπηρέτησε, τον εγκατελείψατε; Πηγαίνετε και καλέσατέ τον να φάγη άρτον μαζή μας».

Εξ. 2,21 Ο Μωυσής εγνωρίσθη με την οικογένειαν του Ιοθόρ, κατώκησε πλησίον αυτού, ο οποίος και του έδωσεν ως σύζυγον την θυγατέρα του, την Σεπφώραν.

 Εξ. 2,22 Η Σεπφώρα συνέλαβε και εγέννησεν υιόν. Ο Μωυσής ωνόμασεν αυτόν Γηρσάμ, λέγων ότι του δίνω αυτό το όνομα «διότι είμαι προσωρινός εις την ξένην αυτήν χώραν».

 Εξ. 2,23 Έπειτα από αρκετόν χρόνον απέθανεν ο βασιλεύς εκείνος της Αιγύπτου, ο οποίος κατέθλιβε τους Ισραηλίτας με τον πολύν φόρτον σκληρών εργασιών. Αναστέναξαν βαθύτατα οι Ισραηλίται εξ αιτίας της θλίψεως των καταναγκαστικών έργων, εβόησαν προς τον Θεόν και η κραυγή των έφθασεν στον Θεόν.

 Εξ. 2,24 Ήκουσεν ο Θεός τον στεναγμόν των, ενεθυμήθη την υπόσχεσίν που είχε δώσει προς τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ.

 ξ. 2,25 Έρριψεν ένα βλέμμα ευσπλαγχνίας προς τους ταλαιπωρουμένους Ισραηλίτας και έγινε γνωστός εις αυτούς ως υπερασπιστής και λυτρωτής των.


 

Μετάφραση Ιωάννη Κολλιτσάρα. Από http://www.imgap.gr/file1/AG-Pateres/AG%20KeimenoMetafrasi/PD/02.%20Exodus.htm