Στην ιστορία βυζαντινής μελοποΐας σημαντική θέση κατέχει η περίοδος της Καλοφωνίας. Πρόκειται για της εποχή της βυζαντινής «Ars Nova» κατά την οποία το ανώνυμο μουσικό ρεπερτόριο γίνεται αντικείμενο έντεχνης καλοφωνικής επεξεργασίας. Ένας από τους κύριους εκπροσώπους της εποχής αυτής είναι και ο Άγιος Ιωάννης Παπαδόπουλος, ο Κουκουζέλης.
Κατ΄αυτήν την εποχή λοιπόν ο συνθέτης δημιουργεί ένα καινούργιο μάθημα με αφαίρεση τμήματος του αρχικού ποιητικού κειμένου, προσθήκη στίχων, αλλαγή του ήχου από πλ. δ΄σε πλ. β΄, καλοφωνική μελισματική διάνθηση της μελωδίας και συμπλήρωση κρατήματος στο τέλος. Αυτό το είδος της βυζαντινής μελοποιΐας με το επιτηδευμένο ύφος, ταιριάζει στο πανηγυρικό χαρακτήρα των ακολουθιών και μάλιστα σε εορτές, όπως του Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου. Αποτελεί δε έκφραση της πολιτισμικής ακμής του Βυζαντίου και της υψηλής λειτουργικής και μουσικής παιδείας.
Ειδικότερα στην εορτή του αγ. Δημητρίου στο δοξαστικό των αποστίχων του Εσπερινού «Ἔχει μέν ἡ θειοτάτη σου ψυχή καί ἄμωμος», ο Άγιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης δημιουργεί μια νέα σύνθεση. Το μουσικό αυτό φαινόμενο λέγεται «Επιβολή».
Μπορούμε να ακούσουμε το μάθημα «Φρούρησον πανένδοξε» από την Ελληνική Βυζαντινή Χορωδία, υπό την διεύθυνση του μακαριστού Άρχοντος Πρωτοψάλτου Λυκούργου Αγγελόπουλου. Στο βαθμό που μπορούμε να κρίνουμε την εκτελεστική δεινότητα της χορωδίας μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για μια υποδειγματική ερμηνεία μέσα από την οποία οι επιμέρους μελωδικές γραμμές ενώνονται αριστοτεχνικά δίνοντας την αίσθηση της συνεχούς ροής της μελωδίας.
Το αρχικό απόστιχο σε ήχο πλάγιο του τετάρτου έχει ως εξής:
«Ἔχει μέν ἡ θειοτάτη σου ψυχή καί ἄμωμος, ἀοίδιμε Δημήτριε, τήν οὐράνιον Ἱερουσαλήμ κατοικητήριον, ἧς τά τείχη, ἐν ταῖς ἀχράντοις χερσί τοῦ ἀοράτου Θεοῦ ἐζωγράφηνται. Ἔχει δέ καί τό πανέντιμον, καὶ ἀθλητικώτατόν σου σῶμα, τόν περίκλυτον τοῦτον ναόν ἐπή γῆς, ταμεῖον ἄσυλον θαυμάτων, νοσημάτων ἀλεξητήριον, ἔνθα προστρέχοντες, τάς ἰάσεις ἀρυόμεθα.»
και το καλοφωνικό στιχηρό σε ήχο πλάγιο του δευτέρου του αγ. Ιωάννη του Κουκουζέλη
«Φρούρησον πανεύφημε, τήν σέ μεγαλύνουσαν πόλιν, ἀπό τῶν ἐναντίων προσβολῶν, παρρησίαν ὡς ἔχων, πρός Χριστόν τόν σέ δοξάσαντα. Αοίδημε Δημήτριε, φρούρησον την σε τιμώσαν πόλιν, τους άνακτας συμμάχησον, την πόλιν σου στερέωσον, τους σε τιμώντας ευσεβώς αοίδιμε Δημήτριε (κράτημα τε-ρι-ρεμ) παρρησίαν ως έχων πρός Χριστόν τον σε δοξάσαντα.»