Γκουστάβο Γκουττιέρρες: Θεολογία της απελευθέρωσης

24 Οκτωβρίου 2024

goutierres copyΎστερα από τέσσερις δεκαετίες μεταφράζεται και στην ελληνική το βιβλίο του ιερέα και θεολόγου Γκ. Γκουτιέρρες. Το έργο αποτελεί, κατ’ ουσίαν, την καλύτερη ίσως σύνοψη των ιδεών του ομώνυμου κινήματος που αναπτύχθηκε στις χώρες της Λατινικής Αμερικής στα μέσα της δεκαετίας του 1960.

Τίτλος: Θεολογία της απελευθέρωσης
Συγγραφέας: Γκουστάβο Γκουτιέρρες
Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος
Εκδόσεις: Άρτος Ζωής, 2012
646 σελ.
ISBN: 978-960-8053-38-0

Είναι εξαιρετικά χρήσιμη η εκτενής «Εισαγωγή» (σσ. 15-88) που έχει προσθέσει ο Γκουτιέρρες στην έκδοση του βιβλίου κατά το 1988, στην οποία βασίστηκε και η παρούσα μετάφραση. Στην «Εισαγωγή» αυτή επισημαίνονται οι (αναμενόμενες, ούτως η άλλως) κρίσεις και επικρίσεις που διατυπώθηκαν στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν από την έναρξη του κινήματος. Είναι βέβαιο ότι «η περιθωριοποίηση των ινδιάνων και των μαύρων είναι καταστάσεις που δεν μπορούμε να αποδεχθούμε ούτε ως ανθρώπινα όντα ούτε ακόμα περισσότερο ως χριστιανοί» (σ. 27).

Συνοψίζει στην «Εισαγωγή» του 1988 ο Γκουττιέρες την έννοια της απελευθέρωσης (σσ. 68-71), ενώ τονίζει την άποψη του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ ότι «η Θεολογία της απελευθέρωσης δεν είναι μόνο επίκαιρη αλλά είναι χρήσιμη και αναγκαία» (σ. 83).

Από νωρίς έγινε κατανοητό, κατά τον Γκουτιέρρες, ότι η φτώχεια για την οποία πρέπει να ενδιαφερθεί η Εκκλησία της Λατινικής Αμερικής, είναι «απότοκο της ανάπτυξης άλλων χωρών» (σ. 129), οι οποίες ασκούν κυριαρχία οικονομική και κοινωνική-πολιτική στους λαούς της. Εάν αναζητηθεί μία ορισμένη λύση και μάλιστα προταθεί σαν λύση η εξέγερση των λαών, αυτή η εξέγερση θα πρέπει να παρουσιασθεί «ως διαμαρτυρία ενάντια στον πλούτο» (σ. 131).

Όπως φαίνεται, ο σ. γνωρίζει καλώς τόσο τις σχετικές κοινωνιολογικές θεωρίες (βλ. ενδεικτικώς σσ. 135-141, 200-207) όσο και τις θεολογικές προϋποθέσεις και ερμηνείες (βλ. ενδεικτικώς σ. 146, σσ. 273-296, σσ. 330-365, σσ. 473-489). Με αφετηρία την «θεολογία της απελευθέρωσης» παρέχεται μία νέα ανάγνωση του ηθικοπλαστικού χαρακτήρα του ευαγγελικού μηνύματος, η οποία αφορά σε μία «πολιτική διάσταση» (σ. 160).

Είναι «οδυνηρό» αλλά αναμφισβήτητο ότι «ένα ευρύ τμήμα της Εκκλησίας έχει σχέσεις με όλους όσοι κατέχουν σήμερα την οικονομική και πολιτική εξουσία στον κόσμο» (σ. 177). Ασφαλώς αυτό δυσχεραίνει την προπάθεια των ιερέων που προσανατολίζονται σ’ ένα διαφορετικό κοινωνικό στόχο. Έτσι είναι αναγκαίο να αποσυνδεθεί η Εκκλησία στην Λατινική Αμερική- και όπου αλλού- από την σχέση της με την καθεστηκυία τάξη, να πλησιάσει τους φτωχούς και τους περιθωριοποιημένους (πβ. σ. 257) και να έλθει σε ρήξη με την «άδικη τάξη πραγμάτων» (σ. 262). Είναι πολύ διαφορετική και ενδιαφέρουσα, νομίζω, η ερμηνεία εκ μέρους του συγγραφέως της αμαρτίας ως «κοινωνικού και ιστορικού γεγονότος και ως απουσίας αδελφοσύνης και αγάπης στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων» (σ. 322).

Οπωσδήποτε πάντως η επιστροφή του κόσμου μας στους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού (βλ. σ. 425) είναι μάλλον ανέφικτη. Γι’ αυτό και απαιτείται κριτική και αυτοκριτική ύστερα από ώριμη σκέψη. Παραδέχεται ο σ. ότι υπάρχει πάντοτε ο κίνδυνος να μεταβληθεί το ευαγγελικό κήρυγμα σε «επαναστατική ιδεολογία» (σ. 449). Έτσι ο θεολογικός στοχασμός θα πρέπει, κατά τον Γκουτιέρρες, να στραφεί προς την «στράτευση της αγάπης» (σ. 493) για να έχει επικαιρότητα και χρησιμότητα.

Είναι ευνόητο ότι οι θέσεις του κινήματος και του βιβλίου που παρουσιάζω σήμερα, χαρακτηρίζονται από ριζοσπαστική διάθεση, ανιδιοτέλεια και προσεκτικό επαναπροσδιορισμό του ευαγγελικού μηνύματος. Σ’ ένα βαθμό, και ιδιαιτέρως λόγω της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, οι απόψεις αυτές παρουσιάζουν και ορισμένη επικαιρότητα. Από την άλλη πλευρά, -και για να είμαστε ακριβείς- η καθεστηκυία τάξη πραγμάτων ούτε ευνόησε ούτε ευνοεί αυτόν τον ριζοσπαστισμό εντός της Εκκλησίας. Νομίζω πάντως ότι εκ των πραγμάτων η Εκκλησία (και όχι μόνον εκ της διδασκαλίας της) έρχεται σήμερα, περισσότερο η λιγότερο, κοντά στον κόσμο των φτωχών και καταφρονεμένων, έστω κι αν το κίνημα της «θεολογίας της απελευθέρωσης» έχει ιστορικά αποτύχει.