Η αγία Παρασκευή η Επιβατηνή, η προστάτις αγία των Βαλκανίων
14 Οκτωβρίου 2024Οσία Παρασκευή.
Το ευωδιαστό άνθος της ερήμου
«Θαυμαστός ο Θεός εν τοίς αγίοις αυτού», είναι ο λόγος του προφήτη του Θεού. Είναι θαυμαστός σ’ ολόκληρη την πλάση, θαυμαστός και σ’ όλα τ’ άλλα πλάσματα, υπέροχος στον άνθρωπο, ως τέλεια πλάση Του, αλλά είναι ο πλέον θαυμαστός από τους πλέον θαυμαστούς και κάλλιστους ανάμεσα στους υιούς του ανθρώπου – στους αγίους Του. Οι άγιοι του Θεού είναι ο πλέον ευλογημένος καρπός που γεννιέται στη γη, εγγύτατος και συγγενικότατος στον ίδιο τον Θεό, και ο Θεός τέτοιους καρπούς σ’ όλες τις εποχές χαρίζει στους ανθρώπους για να τους φωτίζουν και να τους ξεπροβοδίζουν προς τη σωτηρία από το σκοτάδι του κόσμου, που κείτεται στο κακό. Οι άγιοι είναι άνθρωποι που τελειοποίησαν τον εαυτό τους, μη θάβοντας στη γη τα δώρα που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός. Με τις ασταμάτητες προσευχές τους και την εγρήγορσή τους, τα αύξησαν εργαζόμενοι σκληρά, τηρώντας το θέλημα του Θεού καθ’ όλα. Όπου εκλείπουν οι άγιοι του Θεού, εκλείπουν και οι πραγματικοί άνθρωποι. Όταν εκλείψει η αγιότητα τότε θα εκλείψει και κάθε ανθρωπιά.
Ο Θεός στην κάθε γενιά υψώνει και τοποθετεί «επί την λυχνίαν» τους άξιους φωστήρες Του, να φωτίζουν τη σωτηρία στους ανθρώπους, και κατά την επίγεια ζωή τους, αλλά ακόμα πιο δυνατά και επιτυχώς ύστερα απ’ αυτή. Έτσι και σ’ εμάς, τους ορθοδόξους των Βαλκανίων, πριν από δέκα αιώνες και πλέον, έστειλε την οσία μητέρα μας Παρασκευή – Πέτκα, ουράνιο άνθρωπο και επίγειο άγγελο. Αυτή τη θαυμάσια ευεργέτιδά τους δοξάζουν όλες οι χώρες και οι λαοί, στα Βαλκάνια και σ’ όλη την οικουμένη, οι οποίοι επέλεξαν να ζουν στη γη με τον ουρανό του Χριστού.
Περί αυτής της οσίας μητέρας, γενικά λίγα είναι γνωστά· οι λεπτομέρειες της γέννησής της, της παιδικής της ηλικίας και της πρώτης νεότητάς της παραμένουν για μας αδιευκρίνιστες. Το σημαντικότερο γεγονός της ζωής της είναι ότι, νέα ακόμα, όλο της το είναι, σώμα και ψυχή, τη νεότητα και την ομορφιά, προσέφερε ως δώρο στον Θεό, λαμβάνοντας απ’ Αυτόν πολύ περισσότερα από «εκατονταπλάσια». Αυτό, όμως, δεν το έπραξε δημόσια, μπροστά στο βλέμμα όλου του κόσμου, για να λάβει επαίνους από τους ανθρώπους, αλλά μυστικά, ζώντας χρόνια άγνωστη, στις ερημιές των Βαλκανίων. Εκεί απομονώθηκε, για χάρη της άσκησης, από τη γενέτειρά της, το λιμάνι Επιβάτες, στην όχθη της θάλασσας του Μαρμαρά, μία μέρα πεζοπορία από την Κωνσταντινούπολη. Με δεδομένο ότι ο μεγαλύτερος αδελφός της Ευθύμιος, επίσκοπος της πόλης Μαδύτου, κοιμήθηκε μεταξύ του 989 και 996 μ.Χ., εξάγεται το συμπέρασμα ότι και η οσία Παρασκευή έζησε στο δεύτερο μισό του 10ου και αρχές του 11ου αιώνα.
Ασκήτευσε στην ερημιά, πρώτα στη Θράκη, στα απροσπέλαστα δάση της και τις απλησίαστες σπηλιές της και κατόπιν στις πέτρινες και άνυδρες ερήμους της Παλαιστίνης. Εκεί έμεινε, ώσπου ο Θεός την κάλεσε να επιστρέψει στην πατρίδα· κι εκείνη πρώτα έσπευσε στην Κωνσταντινούπολη για να προσευχηθεί στην προστάτιδά της, Παναγία των Βλαχερνών, και μετά επέστρεψε στους Επιβάτες, όπου κανείς πια δεν την αναγνώριζε. Συνέχισε να ασκητεύει σε πεδιάδες και βουνά… Όταν αποδήμησε εις Κύριον, κάποιοι καλοί άνθρωποι την κήδεψαν σαν ξένη, όχι στο νεκροταφείο του χωριού, αλλά εκεί όπου τη βρήκε ο θάνατος, κοντά στη θάλασσα.
Το μυστικό, όμως, της αγιοσύνης της, με την οποία πέρασε στην αιωνιότητα, ο Θεός το αποκάλυψε στους ανθρώπους, λίγο χρόνο μετά από τον θάνατό της. Άρχισε να ευωδιάζει το χώμα και ο τόπος όπου εκείνη είχε κηδευθεί, με θεϊκό άρωμα, με την παντοτινή και απερίγραπτη ευωδία του Θεού. Ένας αγιορείτης γέροντας έλεγε ότι, όταν βάδιζε στα δάση των αγιορείτικων «ερήμων», αισθανόταν κάποια ανείπωτη ευωδία. Τον ρώτησαν αν είναι το άρωμα των λουλουδιών, των δέντρων και όλων όσα φυτρώνουν εκεί. «Όχι», λέει, «δεν είναι αυτό από τα φυτά. Εγώ ξέρω τι είναι από τα φυτά κι απ’ τα λουλούδια, αλλά αυτό είναι άλλη ευωδία. Εδώ ζούσαν άνθρωποι του Θεού, περπατούσαν μυστικά μπροστά στον Θεό, και κοιμήθηκαν μυστικά, έτσι που κανείς να μην το ξέρει, και θάφτηκαν εδώ σ’ αυτό το χώμα. Και το χώμα δεν μπορεί να αντέξει και να κρατήσει αυτόν τον χείμαρρο στα σπλάχνα του αφήνοντας τις ευωδίες της αγιοσύνης τους…». Έτσι και το χώμα ξέρει να ευωδιάζει με την αγιοσύνη των ανθρώπινων οστών…Έτσι ευωδίασαν και τα μυροβόλα λείψανα της οσίας Παρασκευής, της οσίας του Θεού, στην όχθη της θάλασσας του Μαρμαρά, όταν τα σήκωσαν από την λάσπη. Τα καθάρισαν, τα μετέφεραν με λαμπρότητα στη λειψανοθήκη, στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην πόλη Καλλικράτεια, που φημίζονταν για τις θεραπείες τυφλών, ανάπηρων και δαιμονισμένων.
Αγία Παρασκευή του Τίρνοβο.
Εορτή της Βουλγαρίας
Ύστερα από σχεδόν 100 χρόνια, το 1231 ή το 1238, στο αποκορύφωμα της λατινικής κατοχής στη λεηλατημένη Κωνσταντινούπολη, ο Βούλγαρος αυτοκράτορας Ιβάν Β’ ο Άσσεν, πεθερός του Σέρβου βασιλιά Βλάντισλαβ, ανιψιού του αγίου Σάββα, εκμεταλλευόμενος τις στρατιωτικές του επιτυχίες εναντίον των Λατίνων, απομάκρυνε τα τίμια λείψανα της οσίας από την πολιορκούμενη Καλλικράτεια και τα μετέφερε στη δική του πρωτεύουσα Τίρνοβο. Ο αυτοκράτορας Ιβάν ο Β’ και ο πατριάρχης Βασίλειος, υποδέχτηκαν εορταστικά τα τίμια λείψανα της οσίας και τα τοποθέτησαν στον ειδικά γι’ αυτό το σκοπό ανεγερμένο ναό της αγίας Παρασκευής του Τίρνοβο στο Τσάρεβατς. Τον 13° αιώνα οι Βούλγαροι αυτοκράτορες ορκίζονταν μπροστά στους ευρωπαίους κυβερνήτες στα επίσημα έγγραφά τους, σ’ αυτήν την οσία, ενώ παντού απ’ όπου εκείνη πέρασε, ξεκινώντας από την Καλλικράτεια ως το Τίρνοβο, ανεγείρονταν ναοί αφιερωμένοι στη μνήμη της, συγκεντρώνοντας για προσκύνημα πολύ λαό.
Ύστερα από την πτώση του Τίρνοβο στην τούρκικη άλωση, τα λείψανα της οσίας μητέρας Παρασκευής μεταφέρθηκαν το 1393 στο Βίντιν χάρη στις προσπάθειες του άρχοντα του Βίντιν, ηγεμόνα Στράσιμιρ, τον οποίο το 1396 υπέταξαν και εκτέλεσαν οι Τούρκοι.
Αγία Παρασκευή του Βελιγραδίου.
Εορτή της Σερβίας
Το 1396 ή το 1398, κατά τον Λεόντιο Πάβλοβιτς, χάρη στις προσπάθειες της ηγεμονίδας Μίλιτσας, συζύγου του Σέρβου μάρτυρα ηγεμόνα Λάζαρου, ο οποίος μαρτύρησε στο Κόσσοβο το 1389, και της πρώην αρχόντισσας Ευφημίας του Ουγκλίεσα Μρνιάβτσεβιτς -μετέπειτα μοναχών της Λιουμποστίνιας, Ευγενίας και Ευφημίας- τα λείψανα μεταφέρθηκαν στη Σερβία. Όπως σημείωσε το 1402-1405 ο Βούλγαρος Γρηγόριος Τσάμπλακ στο λόγο του περί αυτής της μεταφοράς, «όλη η δόξα της οσίας Παρασκευής πάρθηκε από τη Βουλγαρία και δόθηκε στη χώρα της Σερβίας».
Είναι συγκινητική η μαρτυρία του Τσάμπλακ, πώς αυτές οι δύο Σέρβες χήρες, «κατά τους λόγους και κατά τας πράξεις πάνσοφες», με τη βοήθεια της κόρης της Μίλιτσας Ολιβέρας -η οποία για τη σωτηρία του λαού και της πατρίδας θυσιάστηκε, παίρνοντας για άντρα της τον σουλτάνο Βαγιαζήτ- κατάφεραν με τις ικεσίες τους να πάρουν από τον σουλτάνο το ιερό λείψανο. Όπως μαρτυρεί ο Γρηγόριος Τσάμπλακ, όταν ήρθαν σ’ αυτόν, ο Βαγιαζήτ ρώτησε τη Μίλιτσα ποια χάρη, ως μητέρα της Ολιβέρα, θα ήθελε να της κάνει κι εκείνη του απάντησε να της χαρίσει τα λείψανα της αγίας Παρασκευής. Ο Σουλτάνος παραξενεύτηκε: «Τι τα θέλεις τα ξερά κόκαλα;… Εγώ νόμιζα ότι θα μου ζητούσες χρυσό…». Αλλά ο ισχυρός άρχοντας ως μωαμεθανός δεν μπορούσε να ξέρει ότι εκείνη είχε ζητήσει χρυσό, και μάλιστα ατόφιο, με Άγιο Πνεύμα πυρακτωμένο, πιο λαμπερό, πιο καθαρό απ’ τον γήινο χρυσό και ανεκτίμητο, άφθαρτο και θαυματουργό στους αιώνες: τα λείψανα της αγίας.
Και πήραν τ’ άγια λείψανα και τα έφεραν πρώτα στο Σμεντέρεβο ή, ίσως, στο Κρούσεβατς, πριν ο άρχοντας Στέφανος Λαζάρεβιτς με τον Μητροπολίτη του Βελιγραδιού διατάξουν να μεταφερθούν από εκεί και να τοποθετηθούν αρχικά στο ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου της Μητρόπολης του Βελιγραδιού, με έδρα τη μονή της Κοιμήσεως, και κατόπιν στον νέο ναό της Αγίας Παρασκευής, χτισμένο πλάι στη θαυματουργή πηγή, κάτω από το κάστρο του Βελιγραδιού, πριν από το 1417. 0 ενθουσιασμός του άρχοντα για την ανακαίνιση του Βελιγραδιού, που είχε ήδη ξεκινήσει από το 1402/3, είναι καταγεγραμμένος στα ιστορικά ντοκουμέντα της πόλης: «… Επιστρέφοντας από το Κόσσοβο, βρήκα έναν ωραιότατο τόπο παλαιό, μια μεγαλούπολη, το Βελιγράδι, το οποίο είχε υποστεί καταστροφή κι ερήμωσε. Το έχτισα και το αφιέρωσα στην Παναγία Θεομήτορα». Αυτές τις δύο εκκλησίες κάτω από το κάστρο κατέστρεψαν οι Τούρκοι, ίσως το 1521, αλλά η προσκύνηση της Παναγίας Θεομήτορος και της οσίας μητέρας Παρασκευής στους καιρούς της σκλαβιάς παρέμεινε ισχυρή, όπως και πριν. Έτσι μαρτυρούν οι δυτικοί περιηγητές και διπλωμάτες που επισκέφθηκαν το Βελιγράδι και περιέγραψαν τη θαυματουργή περιφραγμένη πηγή σε μια κατηφόρα, κάτω από τους οχύρωνες, γύρω από την οποία μαζεύονταν εκατοντάδες ευλαβών προσκυνητών από το Βελιγράδι καθημερινά. Και οι δύο εκκλησίες ανακαινίστηκαν έως το 1937, πράγματι όχι στην παλαιά τους μεγαλοπρέπεια, αλλά με τον παλαιό συμβολισμό του ιερού τους σκοπού: εν είδει παρεκκλησίου της Αγίας Παρασκευής και της εκκλησίας της Θεοτόκου Ρούζιτσα στο Καλεμέγνταν. Κατά τον Λεόντιο Πάβλοβιτς, φυλασσόταν στην δεκαετία του ’60 του 20ού αιώνος ένα μικρό κομματάκι του θαυματουργικού λειψάνου της οσίας, μεταφερμένο από τη μονή Πετκόβιτσα κοντά στο Σάμπατς, ενώ στα νεότερα γραπτά τονίζεται ότι στο ναό της Ρούζιτσα, σήμερα φυλάσσεται τμήμα του λειψάνου της αγίας, το οποίο η Ρουμανική Εκκλησία χάρισε στη Σερβική μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Έτσι και σήμερα με το άγιο μύρο από το λείψανό της, η Αγία Παρασκευή συγκεντρώνει, όχι μόνο τους ντόπιους, αλλά κι όλους τους ορθοδόξους που έρχονται στο Βελιγράδι.
Μετά από την πτώση του Βελιγραδιού στους Τούρκους, οι ορθόδοξοι κάτοικοι στην πλειονότητά τους μετοίκησαν δια της βίας στις περιοχές γύρω από την Κωνσταντινούπολη, όπου και σήμερα υπάρχουν τοπωνυμίες Βέλγραδ, Βελιγραδέζικο δάσος, πύλη του Βελιγραδιού κ.λπ. Ιερά αντικείμενα από τις βελιγραδέζικες εκκλησίες, μεταξύ άλλων και η θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου, το χέρι του αγίου Αυτοκράτορα Κωνσταντίου, το αναλλοίωτο λείψανο της αγίας Αυτοκράτειρας Θεοφανίας και της οσίας Παρασκευής μεταφέρθηκαν εκεί και αργότερα τοποθετήθηκαν στην εκκλησία της Παναγίας Θεοτόκου του Βελιγραδιού, υπό την ευθύνη του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αργότερα, λόγω της καταστροφής της εκκλησίας από τους Τούρκους, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εξαγόρασε από τον Σουλτάνο τα λείψανα της οσίας, και τα τοποθέτησε στη λειψανοθήκη των τιμίων λειψάνων στην πατριαρχική εκκλησία του αγίου Γεωργίου στο Φανάρι.
Αγία Παρασκευή.
Εορτή της Μολδοβλαχίας
Στον 17° αιώνα το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης υπέκυψε στις δύσκολες οικονομικές συνθήκες και στα χρέη, λόγω των δυσβάστακτων φόρων του Σουλτάνου. Το 1641, ο άρχοντας της μοναδικής, μέχρι τότε, αήττητης από τους Τούρκους, ορθόδοξης χώρας της Μολδοβλαχίας (σημερινής Ρουμανίας και Μολδαβίας), στην οποία έως τον 20° αιώνα ζούσε μεγάλος αριθμός Σέρβων και Βουλγάρων, ο δούκας Βασίλειος Λούπουλ, πρόσφερε στην Κωνσταντινοπολίτικη Εκκλησία μεγάλη οικονομική βοήθεια για να καλυφθούν τα χρέη της, κι εκείνη ως Μητέρα Εκκλησία ανταπέδωσε χαρίζοντας στο λαό του τα άφθαρτα λείψανα της αγίας Παρασκευής. Κατά τη μαρτυρία του Νικοδήμου του Αγιορείτου, ο ηγεμών έδωσε στον Πατριάρχη Παρθένιο πολύ χρυσό, ενώ ο Πατριάρχης του προσέφερε τα λείψανα της αγίας, τα οποία κρυφά κατέβασαν από τον βράχο του Φαναριού στη θάλασσα, στο καράβι που τα οδήγησε ως τη Μολδοβλαχία. Σύμφωνα με μία άλλη μαρτυρία, τα ιερά λείψανα είχαν μεταφερθεί με ακολουθία τριών μητροπολιτών και μιας οθωμανικής στρατιωτικής μονάδας, ως τα σύνορα με τη Μολδαβία, όπου τα περίμενε ο ηγεμών Βασίλειος με την ακολουθία του. Έτσι τα λείψανα της οσίας μητέρας Παρασκευής έφθασαν στην Μολδαβική πρωτεύουσα Γιας, και τοποθετήθηκαν στον επιβλητικό ναό των αγίων Τριών Ιεραρχών.
Στη μεγάλη πυρκαγιά του 1888, όπου ολόκληρος ο ναός και τα ιερά αντικείμενα καταστράφηκαν -και παρά το γεγονός ότι η πολυτελής λειψανοθήκη έλιωσε ολοκληρωτικά!- τα οστά εκ θαύματος δεν υπέστησαν το παραμικρό από την πύρινη λαίλαπα. Τότε μεταφέρθηκαν στον ακόμα πιο μεγαλοπρεπή καθεδρικό ναό της Υπαπαντής του Κυρίου, γύρω από τον οποίο και σήμερα μαζεύονται χιλιάδες πιστών απ’ όλη την οικουμένη, για να προσκυνήσουν και να προσευχηθούν για κάποια χάρη. Από τη Μολδοβλαχία, όπου έγινε η πιο δοξασμένη αγία, και της αφιερώθηκαν εκατοντάδες ναοί, ο σεβασμός για την αγία Παρασκευή απλώθηκε και στις ρωσικές χώρες, ειδικά στη Μικρορωσία και τη Λευκορωσία, με την επωνυμία της οσίας «Πέτκα», «Παρασκευή» και «Πρασκόβια».
Και στο Γιας και στο Βελιγράδι και στο Τίρνοβο -δυστυχώς όχι πια και στην εθνικά «καθαρισμένη» Καλλικράτεια- ο πιστός λαός συρρέει και σήμερα στην οσία μητέρα, προσεύχεται και λαμβάνει θεραπείες. Το ίδιο συμβαίνει και στα μέρη που αναπαύονται τα πιο σημαντικά τμήματα των αναλλοίωτων λειψάνων της.
Η οσία μητέρα Παρασκευή, η οποία έγινε και παρέμεινε η «ευωδία του Χριστού» ας χαροποιήσει τις ψυχές και τις καρδιές όλων των αναγνωστών, που διψούν για την αγιοσύνη και τη χαρά της σωτηρίας που παρέχει ο Θεός.
Πηγή: Λιλιάνα Χαμπιάνοβιτς-Τζούροβιτς, Πετκάνα, ιστορικό μυθιστόρημα, μετάφραση: Ηλίας Σαραγούδας & Σβέτλανα Πέτσιν, Εκδόσεις «Εν Πλω».