Η μεγάλη και η μικρή θυγατέρα
28 Οκτωβρίου 2024Όχι ένα αλλά δύο θαύματα πίστεως μας παρουσιάζονται στο Ευαγγέλιο την Κυριακή Ζ’ Λουκά (η’ 41-56). Δυό πονεμένες υπάρξεις, ένας αρχισυνάγωγο και μια γυνή αιμορροούσα, προσδοκούν τον Κύριο (ο. π. 41) και αναζητούν παρηγορία και ανάπαυση στην θλίψη των. Και οι δύο είχαν «απαγορευτικό» από τον νόμο να τον πλησιάσουν, ο ένας διότι ως αρχισυνάγωγος θα «μολυνόταν» από το κήρυγμά του, η άλλη, διότι, λόγω της ασθενείας της, ήταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του μωσαικού νόμου, η ίδια ακάθαρτη και μολυσμένη.
Από την μία, ο σημαίνων αρχισυνάγωγος και από την άλλη η απλή γυναίκα του λαού αποτελούν ένδειξη ότι πάντες, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, κοινωνικής τάξεως, καταγωγής, προσδοκούσαν τον Κύριο, τον θεραπευτή ψυχών τε και σωμάτων, για να εύρουν την υγειά των. Έχοντες λοιπόν, απόλυτη πεποίθηση ότι μόνον κοντά Του μπορούν να παρηγορηθούν και να θεραπευθούν, παρακάμπτουν τους κανόνες και προσέρχονται σε Εκείνον με πίστη και ελπίδα, ο αρχισυνάγωγος φανερά και η αιμορροούσα κρυφά.
Ο Ιάειρος, -αυτό ήταν το όνομα του αρχισυναγώγου-, «πεσών παρά τους πόδας του Ιησού παρεκάλει αυτόν εισελθείν εις τον οίκον αυτού, ότι θυγάτηρ μονογενής ην αυτώ ως ετών δώδεκα και αύτη απέθνησκεν (ήταν ετοιμοθάνατη)» (Λουκ., η’ 42). Η αιμορροούσα, από την άλλη, «ούσα εν ρύσει αίματος από ετών δώδεκα, ήτις ιατροίς προσαναλώσασα όλον τον βίον ουκ ίσχυσεν υπ’ ουδενός θεραπευθήναι» (ο. π., 43). Και οι δύο, επομένως, είχαν εναποθέσει τις τελευταίες των ελπίδες για θεραπεία στον Κύριο. Κανείς άλλος, ανθρωπίνως, δεν μπορούσε πλέον να τους βοηθήση.
Γι’ αυτό και οι δύο λησμονούν προς στιγμήν «τα πρέπει» και ταπεινώνονται για τον κόσμο, για να υψωθούν για τον Κύριο. Ο υψηλά ιστάμενος Ιουδαίος παρακαλεί δημοσίως τον Κύριο, που τον φθονούν οι Γραμματείς και Φαρισαίοι, να έλθη στον οίκο του για την θεραπεία της μοναχοκόρης του, κινδυνεύοντας έτσι να βρεθή αποσυνάγωγος για το αποτόλμημά του. Η «ακάθαρτη» γυναίκα, που έπρεπε κατά τον νόμο να ζη στο περιθώριο, τολμάει να πλησιάση τον Κύριο, διακινδυνεύοντας να αποκαλυφθή από τους «καθαρούς» και να εξευτελιστή δημοσίως για το «θράσος» της!
Και όμως! Ο ευγενής και εύσπλαγχνος Κύριος δεν απογοητεύει κανέναν από τους δύο για το θάρρος της πίστεώς των και, συγχρόνως, της εμπιστοσύνης που δείχνουν στο πρόσωπό Του. Την μεν ταλαίπωρη κόρη την προτρέπει να αποκαλύψη δημοσίως «δι’ ην αιτίαν ήψατο αυτού …και ως ιάθη παραχρήμα.» (ο. π., 47), όχι ασφαλώς, όπως λένε οι Πατέρες, για να την εξευτελίση, αλλά για να την προβάλη «ενώπιον παντός του λαού» ως υπόδειγμα πίστεως, επειδή ακριβώς πίστευσε ότι και με το άγγιγμα μόνον του κρασπέδου του ιματίου Του ήταν δυνατόν να θεραπευθή από την φοβερή της ασθένεια. Την επιβραβεύει, μάλιστα, για την πίστη της, αποκαλώντας την τρυφερά θυγατέρα Του: «Θάρσει, θύγατερ, η πίστις σου σέσωκέ σε.» (ο. π., 48). Τον δε αρχισυνάγωγο, λένε πάλι οι σοφοί Πατέρες, με το θαύμα που έκανε ο Κύριος στην αιμορροούσα, καθ’ οδόν για τον δικό του οίκο, τον προετοίμασε για το άλλο, το μεγαλύτερο θαύμα, της αναστάσεως της δικής του κόρης, που θα επακολουθούσε σε λίγο.
Θαυμαστά τα έργα του Κυρίου αλλά ακόμη πιο θαυμαστή η πίστη όσων ενεργοποιούν την θεία δύναμη και ενέργεια! Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η πίστη είναι δεδομένη, γι’ αυτό και ο Κύριος δεν την ζητάει, για να συντελεστή το θαύμα («Πιστεύετε ότι δύναμαι τούτο ποιήσαι;» Ματθ., θ’ 28). Η άρρωστη γυναίκα θεραπεύεται, χάρη στην πίστη της, με το άγγιγμα του θεικού ιματίου, και η άρρωστη κόρη, χάρη στην πίστη του πατρός της, βρίσκει επίσης την θεραπεία της από το άγγιγμα της θεικής Του χειρός: «…και κρατήσας της χειρός αυτής εφώνησε λέγων: η παίς εγείρου. και επέστρεψεν το πνεύμα αυτής και ιάθη παραχρήμα.» (ο. π., 55).
Αξίζει, στο σημείο αυτό, να επισημάνη κανείς μια ακόμη σχέση μεταξύ της μικρής και της μεγάλης θυγατρός του Κυρίου, και αυτή έγκειται στον αριθμό δώδεκα, που αναφέρει ειδικά ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Δωδεκαετής η ασθενής κόρη, δωδεκαετής και η ασθένεια της γυναικός. Η μικρή κόρη πεθαίνει δώδεκα ετών, ενώ η μεγάλη θεραπεύεται, με την πίστη της, από ασθένεια δώδεκα ετών, επισημαίνουν χαρακτηριστικά οι ερμηνευτές Πατέρες και μάλιστα ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Άπαντα τα έργα, Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2005, «Υπόμνημα εις το κατά Λουκάν Α’», κεφάλαιο 8ο, σελ. 383-387).
Μπορεί, όμως, να διακρίνη κανείς και μια βαθύτερη κοινωνική διάσταση στην ερμηνεία της περικοπής του κατ’ εξοχήν κοινωνικού Ευαγγελιστού Λουκά. Σύμφωνα με την ερμηνεία αυτήν, το τέκνο είναι θνησιγενές, διότι ο μεγάλος -πατέρας, μητέρα, κοινωνία- πάσχει από την αμαρτία, που «αποκύει» τον θάνατο (Ιάκωβος Αδελφόθεος, α’ 15). Είναι, επομένως, ανάγκη να προηγηθή η θεραπεία του μεγάλου, για να ζήση και ο μικρός. Χρειάζεται να πιστέψη η μεγάλη κόρη και να θεραπευτή διά της πίστεως από την ασθένειά της, για να έλθη πίσω στην ζωή, να ανα-ζήση, να αναστηθή και η μικρή κόρη.
Ο μεγάλος πρέπει να αγγίξη τον Κύριο, για να σωθή, όπως έκανε η αιμορροούσα. Τον μικρό, όμως, που πάσχει εξ αιτίας του μεγάλου, για να γίνη καλά, τον αγγίζει ο ίδιος ο Κύριος, ανταποκρινόμενος, βεβαίως, στο κάλεσμα πίστεως του μεγάλου, όπως κάνει ο Κύριος για την θεραπεία της κόρης του Ιαείρου.
Εάν θέλωμε, επομένως, να βοηθήσωμε και εμείς, οι σύγχρονοι μεγάλοι, τα παιδιά μας να σωθούν, δεν έχομε παρά να ακολουθήσωμε το παράδειγμα των δύο μεγάλων του Ευαγγελίου, του Ιαείρου και της αιμορροούσης, να παραδεχθούμε δηλαδή εμείς την ασθένειά μας και τότε θα ακολουθήση και η θεραπεία των παιδιών μας.
Εάν έχωμε και μείς το θάρρος και την ταπείνωση να ομολογούμε «δημοσίως» τις αμαρτίες μας, να εξομολογούμαστε και να μετανοούμε ειλικρινά για τα δικά μας ατοπήματα, τότε θα βοηθήσωμε, με την σειρά μας, και τα παιδιά μας να ακολουθήσουν το δικό μας καλό παράδειγμα. Ας μην τα καταδικάζωμε άλλο σε θάνατο, με τις δικές μας ηθελημένα αθεράπευτες πνευματικές ασθένειες. Εάν τα αγαπάμε πραγματικά, ας αποφασίσωμε, επιτέλους, να θυσιάσωμε, για χάρη των, τα δικά μας πάθη. Είναι το καλύτερο δώρο που έχομε χρέος να κάνωμε στην νέα γενιά, μια ένεση ζωής, που της αξίζει, για να ζήση αληθινά κατά Θεόν.
Το όφελος, πάντως, από μια τέτοια θεραπεία και ανάσταση θα είναι κοινό και πραγματικά σωτήριο για όλους, μικρούς και μεγάλους, ώστε, «σωφρόνως, δικαίως και ευσεβώς» ζώντες, να εύρωμε, τελικά, όλοι χάρη και έλεος παρά του μόνου αληθινού Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Αμήν. Γένοιτο!