Νόμος και Ηθική: από την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή στη σύγχρονη υγειονομική τραγωδία
17 Οκτωβρίου 2024Στην παρούσα πραγμάτευση[1] παρουσιάζεται μια ανασκόπηση των εννοιολογικών προσδιορισμών «Νόμος» και «Ηθική» -όροι που χρησιμοποιούνται καταχρηστικά για ιστορικούς λόγους μιας και επί της ουσίας αντιπροσωπεύουν, αφενός ο Νόμος την έννοια του δικαίου και το δικαιικό σύστημα γενικότερα, αφετέρου η Ηθική την φιλοσοφική θεώρηση της ηθικής- και πως αυτές οι δύο έννοιες συναντώνται, αλληλεπιδρούν και συσχετίζονται μέσα από ένα ταξίδι στο χρόνο που ξεκινά από έναν μύθο παγκοσμίου φήμης και καταλήγει στις προεκτάσεις και τις συνέπειες της συνάντησης αυτής για την ανθρωπότητα στη σύγχρονη εποχή, με έμφαση στην πρόσφατη παγκόσμια υγειονομική κρίση και την πανδημία.
Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μια αναδρομή στην ιστορία του δικαίου και στα δύο κυρίαρχα ρεύματα του δικαιικού συστήματος -το θετό και το φυσικό δίκαιο- έτσι όπως αυτά διαμορφώθηκαν από την αρχαία Ελλάδα έως το σήμερα ενώ παράλληλα παρουσιάζονται και αναλύονται οι θέσεις των κυριότερων εκπροσώπων τους. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με μια αναφορά στο Διεθνές Δίκαιο -νομιμοποιητική βάση του οποίου συνιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στο δεύτερο κεφάλαιο ακολουθείται μια παρόμοια διαδρομή, ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο σε ό,τι αφορά την φιλοσοφική θεώρηση της ηθικής (ηθική φιλοσοφία) με σημείο εκκίνησης και πάλι την αρχαία Ελλάδα, παρουσίαση και ανάλυση των θέσεων επίσης των σπουδαιότερων εκπροσώπων μέχρι τη σύγχρονη εποχή και το ρεύμα που αφορά στην πρόσφατα εμφανιζόμενη Αρεταϊκή Ηθική.
Η «Αντιγόνη» -η ενδοξότερη τραγωδία του Σοφοκλή- ως ένας μύθος από το μακρινό παρελθόν (με την αλήθεια που συνοδεύει έναν μύθο και την αξία του ως προς την αλληγορική και συμβολική του διάσταση)- συνιστώντας τον «τόπο» όπου ο Νόμος και η Ηθική συναντώνται για πρώτη φορά ιστορικά, μέσα από το πνεύμα του Σοφοκλή, αναμετρώνται και τελικά συγκρούονται μέσα από μια σχέση που παραμένει αναλλοίωτα στο χρόνο συγκρουσιακή, αποτελεί το θέμα του πρώτου μέρους του τρίτου κεφαλαίου ενώ στο δεύτερο μέρος γίνεται ένας παραλληλισμός ανάμεσα στον μύθο και την πρόσφατη συνθήκη της πανδημίας ως προς τον πυρήνα της σύγκρουσης που, παρότι είναι πολυεπίπεδη, στην προκειμένη περίπτωση είναι μια σύγκρουση ανάμεσα στην κρατική εξουσία και το ηθικό δικαίωμα του ατόμου στην ανυπακοή –μιαν ευθεία αναφορά στον διαχρονικό ερώτημα « ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό;».
Καθώς τόσο ο Νόμος όσο και η Ηθική εκπροσωπούνται κι εκφράζονται από ανθρώπινες οντότητες, οντότητες με πάθη και αδυναμίες δηλαδή κι άρα οντότητες «ατελείς», στο τέταρτο κεφάλαιο και τη συζήτηση που ακολουθεί, γίνεται μια προσέγγιση και μιαν απόπειρα ανάλυσης κι ερμηνείας των συμπεριφορών που παρατηρήθηκαν εκατέρωθεν, κατά τη σύγκρουση που επιτελέστηκε στη συνθήκη της πανδημίας ανάμεσα στην κρατική εξουσία και στο ηθικό δικαίωμα των πολιτών για ανυπακοή*, με όρους Κοινωνικής Ψυχολογίας.
Το Φυσικό Δίκαιο
Τα πρώτα σπέρματα αυτού που ονομάζεται «φυσικό δίκαιο» εντοπίζονται στην αρχαία Ελλάδα. Κατά τον 5ο π. Χ. κυρίως αιώνα, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της εποχής -μιας εποχής έντονων πνευματικών ζυμώσεων στην αρχαία Ελλάδα και ειδικά στην Αθήνα- είχαν ως αποτέλεσμα την ανάδυση στη σκέψη των σοφιστών ενός αντιθετικού ιδεολογικού σχήματος. Επρόκειτο για το δίπολο Φύσις – Νόμος [1]. Οι σοφιστές πρώτοι έκαναν λόγο για το φυσικό δίκαιο σε μιαν απόπειρα να διερευνήσουν τη φύση των κανόνων στους οποίους θα στηρίζονταν οι σχέσεις των πόλεων – κρατών (ενός θεσμού που μόλις είχε δημιουργηθεί στην αρχαία Ελλάδα). Εκ μέρους τους γίνεται όχι μόνον ένας σαφής διαχωρισμός της αιώνιας και σοφής φύσης (φυσικό δίκαιο) και των κατασκευασμένων από τους ανθρώπους πολιτικών νόμων (πολιτικό δίκαιο) αλλά και μια τοποθέτηση αυτών σε μια συγκριτική βάση με άλλους να πιστεύουν στην ανωτερότητα των πολιτικών νόμων και στην αναγκαιότητα της απόλυτης υπακοής των πολιτών προς αυτούς (Πρωταγόρας, Γοργίας), άλλους να αξιώνουν τυφλή υπακοή των πολιτών στους πολιτικούς νόμους υπό προϋποθέσεις (Ιππίας, Αντιφώντας) και άλλους να απορρίπτουν εντελώς τους πολιτικούς νόμους θεωρώντας ότι ως ανθρώπινα κατασκευάσματα που είναι αποτελούν προϊόν σκοπιμότητας κι ενδεχομένως ένα μέσο καταπίεσης των πολιτών, μετατρέποντας έτσι τη σχέση μεταξύ φυσικών και πολιτικών νόμων σε μια σχέση συγκρουσιακή (Θρασύμαχος, Καλλικλής) [2].
Ακολουθεί ο Πλάτωνας με τα έργα του «Νόμοι» και «Πολιτεία» ο οποίος, σε μια προσπάθεια να διερευνήσει την αναγκαιότητα των νόμων και άρα την αξία τους σε μια πολιτεία, υποστηρίζει ότι σκοπός των νόμων μιας πολιτείας και άρα εν γένει του δικαίου είναι το κοινό συμφέρον των πολιτών και όχι της πόλης-κράτους γενικά κι αόριστα (κι ενδεχομένως εις βάρους κάποιων πολιτών αυτής) αλλά το κοινό συμφέρον όλων των πολιτών καθώς αυτό είναι που ενώνει ενώ το ατομικό λειτουργεί ως κάτι διασπαστικό [3]. Ο Πλάτωνας μάλιστα συσχέτισε το δίκαιο με το πρότυπο της «άριστης πολιτείας» ταυτίζοντας στην πραγματικότητα την άριστη πολιτεία με τη δίκαιη πολιτεία (είναι γνωστό πως ο φιλόσοφος θεωρούσε τη δικαιοσύνη την υπέρτατη αρετή της ψυχής). Η πολιτεία του Πλάτωνα είναι μάλιστα μια δίκαιη πολιτεία γιατί είναι μια ηθική πολιτεία κι επειδή για τον φιλόσοφο η ηθική εδράζεται στην ψυχή, η πολιτεία διαμορφώνεται εκ των έσω κι εστιάζει στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου [4] ενώ η συγκρότησή της σε δίκαιη (και άρα άριστη) πολιτεία είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν συναντήσει μια ισόμορφα διαρθρωμένη δίκαιη ψυχή, μια ψυχή δηλαδή που θα αποτελέσει το πρότυπο για μιαν αντίστοιχη συγκρότηση πολιτειακή [5].
Αν η φιλοσοφία του Πλάτωνα είναι τόσο ιδανική που μοιάζει να κοιτά τον ουρανό, εκείνη του μαθητή του, Αριστοτέλη, είναι τόσο ορθολογιστική που μοιάζει να πατάει γερά στη γη. Η ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ φυσικού και πολιτικού δικαίου γίνεται από τον Αριστοτέλη -που θεωρείται και ο πατέρας του φυσικού δικαίου- όταν στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια» με τη ρήση «Τοῦ δὲ πολιτικοῦ δικαίου τὸ μὲν φυσικόν ἐστί τὸ δὲ νομικόν,» [6] κάνει λόγο για μια σαφή διάκριση του πολιτικού δικαίου (του δικαίου της πόλης) σε φυσικό δίκαιο (δίκαιο που στηρίζεται σε νόμους της φύσης, νόμους οικουμενικούς, πανανθρώπινους και διαχρονικούς που εκπορεύονται από την ανθρώπινη φύση δηλαδή κι είναι κοινοί, γνωστοί και οικείοι σε όλα τα ανθρώπινα όντα χωρίς να χρειάζεται αυτό μεταξύ τους να ομολογηθεί) και σε νομικό δίκαιο (δίκαιο που ερείδεται δηλαδή σε νόμους της πόλεως-κράτους και που κάθε λαός ορίζει για τον εαυτό του). Η ορθή πολιτεία του ορθολογιστή Αριστοτέλη ωστόσο (που έχει ως πρότυπο την άριστη πολιτεία του διδασκάλου του, Πλάτωνα) στοχεύει, μέσω της παιδείας και της ηθικής ανύψωσης των πολιτών που αυτή συνεπάγεται, να καταστήσει το φυσικό δίκαιο συμπληρωματικό του νομικού δικαίου ώστε να κατακτηθεί το ιδανικό δίκαιο «ως όλον» που θα οδηγήσει στο «τέλος», στον τελικό σκοπό δηλαδή που τελεολογικά για τον φιλόσοφο δεν είναι άλλος από την ευδαιμονία των πολιτών και άρα της πολιτείας [7].
Για τους στωικούς φιλοσόφους, ο σκοπός του δικαίου είναι επίσης τελεολογικός. Απώτερος σκοπός του δικαίου είναι η ευδαιμονία του ατόμου η οποία επιτυγχάνεται μέσα από μια ισορροπία του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον, γεγονός που μπορεί όμως να επιτευχθεί μέσα από τον ορθό λόγο και ως εκ τούτου το δίκαιο μόνο πάνω σ’ αυτόν μπορεί να διαρθρωθεί (ορθολογικά κριτήρια). Για τους στωικούς φιλοσόφους ωστόσο, ο ορθός λόγος ταυτίζεται με τον Θεό που δημιούργησε τον κόσμο αυτό (και συνεπώς διαπερνά όλο το φυσικό κόσμο) και άρα η ευδαιμονία κάθε ανθρώπου επιτυγχάνεται μόνο μέσα από την εναρμόνισή του με το φυσικό κόσμο και ταυτόχρονα εξαρτάται και από την συμμόρφωσή του ή όχι προς τη λογική του φύση –ως κάτι που προϋποτίθεται νομοτελειακά δηλαδή [8].
Υποσημειώσεις:
[1] Η δημοσίευση αυτή, η οποία θα πραγματοποιηθεί σε συνέχειες, βασίζεται στο υλικό από την μεταπτυχιακή εργασία της κ. Αννέτας Ρίζου, βιολόγου, η οποία κατατέθηκε στο Διατμηματικό Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα: «Δεοντολογία και Ηθική στις Βιοϊατρικές Επιστήμες» του Τμήματος Ιατρικής και Τμήματος Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για την απόκτηση του διπλώματος μεταπτυχιακών σπουδών.
(*) : Η πολιτική ανυπακοή (civil disobedience) είναι η άρνηση ενός ή περισσότερων ατόμων απέναντι στην τήρηση ορισμένων νόμων, απαιτήσεων και εντολών της κυβέρνησης, ή μιας δύναμης κατοχής, χωρίς να καταφεύγουν στη σωματική βία. Είναι πρωτοβάθμια τακτική της μη βίαιης αντίστασης. Στην πιυνεχίζο μη βίαιη έκφραση της (γνωστή στα σανσκριτικά ως ahimsa ή satyagraha) θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι συμπόνια, με τη μορφή του σεβασμού στη διαφωνία. Εκτεταμένη είναι η μελέτη και η βιβλιογραφία ως προς αυτήν από τον Thoreau Henry μέχρι την Arendt Hannah.
(Συνεχίζεται)