Νόμος και Ηθική: σύντομη ιστορική αναδρομή στο φυσικό δίκαιο
21 Οκτωβρίου 2024(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=408939)
Στην ρωμαϊκή περίοδο, ο Άγιος Αυγουστίνος αναφέρεται στο φυσικό δίκαιο στο έργο του «Περί Πολιτείας του Θεού», ταυτίζοντάς το με το θείο δίκαιο και άρα θέτοντάς το σε μια βάση θεοκρατική. Σύμφωνα με τον Άγιο Αυγουστίνο, η δικαιοσύνη βασίζεται και εκπορεύεται από τη θεία βούληση. Όλα είναι μέρος ενός «θεϊκού σχεδίου» που ξεκίνησε με την πτώση των πρωτόπλαστων οι οποίοι παραβαίνοντας εκούσια τη θεϊκή εντολή έπαψαν να ζουν σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους (θείοι νόμοι) κι έτσι έγιναν θνητοί κι εξέπεσαν στην πολιτεία των ανθρώπων (εγκόσμιοι νόμοι) όπου και υπέστησαν και υφίστανται ακόμα πολλά δεινά.
Η ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας όμως, σύμφωνα με τον Άγιο, είναι προκαθορισμένη -βάσει του θεϊκού σχεδίου και αυτή- οπότε ο άνθρωπος θα επιστρέψει στην πρωταρχική και αρχέγονη κατάστασή του μέσα από την πίστη η οποία θα τον οδηγήσει στην Θεία Χάρη (η οποία με τη σειρά της θα οδηγήσει στην εκπλήρωση απαραίτητων προϋποθέσεων όπως η εσωτερικότητα και η αυτεπίγνωση) ώστε τελικά μέσα από μια πορεία κυκλική ο άνθρωπος να επιστρέψει πίσω εκεί απ’ όπου ξεκίνησε -στον Θεό και τους νόμους του. Είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι ο Άγιος Αυγουστίνος δεν παραβλέπει τον ορθό λόγο, τον αναγνωρίζει αλλά δεν του αποδίδει τις μεταφυσικές κι απεριόριστες δυνατότητες της πίστης -την οποία και τοποθετεί στο επίκεντρο [9].
Οι Πατέρες της κατ’ ανατολάς Ορθόδοξης Εκκλησίας κινούνται την ίδια περίπου εποχή σε παρόμοιο με τον Άγιο Αυγουστίνο μεταφυσικό πλαίσιο με μία διαφορά: τη «Θεία Πρόνοια» [10]. Στο πλαίσιο και πάλι ενός θεϊκού σχεδίου, ο Θεός δεν είναι μόνο ο δημιουργός των πάντων αλλά προνοεί και για τα πάντα και η μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι οι φυσικοί νόμοι που διέπουν τον φυσικό κόσμο οπότε το φυσικό δίκαιο -ως μέρος του θεϊκού σχεδίου- είναι κι αυτό μέρος της Πρόνοιας του Θεού. Το δίκαιο των ανθρώπων είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από το φυσικό (θεϊκό δίκαιο) και πάντως σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από τον έμφυτο ηθικό νόμο που προϋπάρχει στον άνθρωπο εγγενώς -μέσω πάντα του Θεού. Σε αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή οι νόμοι που δημιουργούν οι άνθρωποι και το ανθρώπινο δίκαιο δεν είναι θεόπνευστα, η υπακοή και η υποταγή στους νόμους αυτούς δεν είναι κατά μια έννοια απαραίτητη, δεν είναι δηλαδή απροϋπόθετη. Αυτό το τελευταίο, συνιστά μέχρι και σήμερα μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στο πνεύμα της Δυτικής Εκκλησίας, το οποίο δημιουργεί τις προϋποθέσεις του δικανισμού, να αξιώνεται δηλαδή τυφλή υποταγή στην εξουσία του εκάστοτε ηγεμόνα και τους νόμους (καθώς θεωρούνται μέρος του θεϊκού σχεδίου και της Θείας Πρόνοιας) και στην Ορθόδοξη Εκκλησία όπου ο αληθινός χριστιανός δεν επιτρέπεται να υποτάσσεται σε εξουσίες και νόμους που αποτελούν πηγή αδικίας για τους ανθρώπους και τους λαούς [11]. Αυτή η διαφορά μεταξύ των δύο εκκλησιών απηχείται και στο Βυζάντιο και την Βυζαντινή Αυτοκρατορία όπου ο εκάστοτε αυτοκράτορας ελέγχεται ακόμα και θεσμικά (από το Λαό, την Εκκλησία, το Στρατό και τη Σύγκλητο) [11] για τη διακυβέρνησή του και για την τήρηση των όρων της χριστιανικής ηθικής, την οποία οφείλει θεσμικά να μετουσιώνει σε πράξεις, σε αντίθεση με τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όπου, σύμφωνα με το πνεύμα της Δυτικής Εκκλησίας και την απροϋπόθετη υποταγή στην εξουσία, αναπτύχθηκαν απολυταρχικά καθεστώτα με τους αυτοκράτορες να χαρακτηρίζονται «ελέω θεού» [11] .
Αυτή η μεταφυσική αντίληψη του δικαίου, συνεχίστηκε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο και στο μεσαίωνα με τον Θωμά Ακινάτη (1225-1274), έναν σημαντικό φιλόσοφο της εποχής, που κάνει τη διαφορά εισάγοντας τον ορθό λόγο στο πλαίσιο της πίστης για πρώτη φορά [12]. Επί της ουσίας, αυτό που συμβαίνει για πρώτη φορά είναι ότι το φυσικό (θεϊκό) δίκαιο ενσωματώνεται κι εκφράζεται μέσα από τον ορθό λόγο που αποτελεί ίδιον του έλλογου όντος που είναι ο άνθρωπος. Απευθύνεται στον άνθρωπο ως «έλλογο ον» καλώντας τον να τηρήσει κάποιες θεϊκές αρχές και να συναγάγει λογικά κάποιες άλλες σε όλο το φάσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων με βασική επιδίωξη πάντα το κοινό καλό ενώ παράλληλα το φυσικό δίκαιο εμποτισμένο στον ορθό λόγο απευθύνεται στον άνθρωπο και ως ένα «ελεύθερο ον» παρέχοντάς του τη δυνατότητα να εκτιμήσει την αξία του φυσικού νόμου και να την αξιοποιήσει κατάλληλα επαναπροσδιορίζοντας συνεχώς τους στόχους του ως προς το καλό ή το κακό σε όλες τις περιστάσεις και όλα τα χωροταξικά και χρονικά πλαίσια με απώτερο πάντα σκοπό το κοινό καλό υπό την έννοια της κοινής ευτυχίας όλων των ατόμων [3].
Μέχρι λίγο πριν την Αναγέννηση, όπως διαφαίνεται, οι αντιλήψεις που επικρατούν για το φυσικό δίκαιο είναι ηθικοθρησκευτικές. Με την έλευση της περιόδου της Αναγέννησης ωστόσο, πραγματοποιείται μια μεταστροφή κατά την οποία η έννοια του φυσικού δικαίου προσομοιάζει στη σημερινή. Στο προσκήνιο εμφανίζεται ο Ολλανδός νομομαθής Hugo Grotius (1583-1645). Το βιβλίο του «Περί του Δικαίου του Πολέμου και της Ειρήνης» θεωρείται μία από τις σημαντικότερες συμβολές στο σύγχρονο διεθνές δίκαιο ενώ ο ίδιος θεωρείται πατέρας του διεθνούς δικαίου το οποίο και θεμελίωσε στο φυσικό δίκαιο. Ο Hugo Grotius αποδέχεται το φυσικό δίκαιο αλλά διαφοροποιεί τη θέση του υποστηρίζοντας πως αυτό εκπορεύεται από τον ορθό λόγο κι όχι από τον Θεό [13]. Μάλιστα υποστήριζε ότι «ο φυσικός νόμος είναι τόσο σταθερός ώστε ούτε ο Θεός δεν μπορεί να τον αλλάξει» (αν και με την πάροδο του χρόνου επανεισήγαγε κάποια θρησκευτικά στοιχεία στη θεωρία του). Υποστήριζε επίσης ότι το φυσικό δίκαιο (στο οποίο πίστευε ότι έχουν τη βάση τους διάφορες μορφές δικαίου) θα μπορούσε να διέπει μια κοινωνία αλλά το γεγονός ότι παράλληλα πίστευε πως ο άνθρωπος δεν είναι μόνο κοινωνικό ον αλλά και ανταγωνιστικό -με ό,τι αρνητικό συνεπάγεται για μια κοινωνία αυτό (αδικία, βία κτλ.)- τον οδήγησε στο συμπέρασμα και την πεποίθηση πως η σύγκρουση κι ο πόλεμος θα ήταν κάτι το αναπόφευκτο και προκειμένου να αντιμετωπιστεί μια κατάσταση σαν αυτή θεωρούσε απαραίτητη τη συγκρότηση ενός Διεθνούς Δικαστηρίου ώστε ένα τέτοιο ενδεχόμενο (όπου θα ήταν αδύνατον να τηρηθεί το δίκαιο) να προληφθεί και να αποφευχθεί. Οι αντιλήψεις του Hugo Grotius αποτέλεσαν τη βάση για τη θεμελίωση του σημερινού Διεθνούς Δικαίου [14].
(Συνεχίζεται)