Νους και αισθήσεις

6 Νοεμβρίου 2024

(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=408833)

Ο άνθρωπος ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιούργημα

 

Αποτελεί βασική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, ότι ο άνθρωπος είναι το τελειότερο δημιούργημα, ο δεύτερος κόσμος «ν σμικρ μέγας»[1], πλασμένος κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού. Αυτή η διδασκαλία τους θεμελιώνεται στο βιβλίο της Γενέσεως, το πρώτο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης[2]. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατά την εικόνα Του[3] και του έδωσε από την αρχή τη δυνατότητα να Του μοιάσει, να φτάσει στη θέωση. Έχοντας δηλαδή όλα τα εφόδια που απορρέουν από το κατ΄ εικόνα, κλήθηκε να φτάσει στο καθ’ ομοίωσιν και να γίνει κατά χάριν Θεός.

Πριν από την πτώση ο Αδάμ βρισκόταν σε κατάσταση χάριτος. Είχε όλες τις δυνάμεις -τις δυνατότητες- να μοιάσει στον Θεό, όμως δεν είχε φτάσει στην αγιότητα[4]. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο προικισμένο με όλα τα αγαθά και στολισμένο με κάθε αρετή. Τον έπλασε ακόμη «φύσιν ναμάρτητον» και «θέλησιν ατεξούσιον»[5]· δεν είχε την αμαρτία στη φύση του, αλλά ήταν στην προαίρεσή του να διατηρήσει το αναμάρτητο. Οι πρωτόπλαστοι όμως δεν μπόρεσαν να παραμείνουν στην κατάσταση αυτή της χάριτος, επέλεξαν το κακό και συντελέστηκε η πτώση τους. Ωστόσο, παρόλο που αμάρτησαν, η εγγεγραμμένη εικόνα του Θεού στην ύπαρξή τους δεν έσβησε· το κατ’ εικόνα αμαυρώθηκε, απέκτησε στίγματα εξαιτίας της αμαρτίας, αλλά δε χάθηκε ολοκληρωτικά. Αυτό φαίνεται και στα ευλογητάρια της νεκρωσίμου ακολουθίας στα οποία η Εκκλησία παρακαλεί να επιστρέψει ο άνθρωπος στο καθ’ ομοίωσιν, από το οποίο απομακρύνθηκε όταν η εικόνα του, εικόνα της Δόξης του Χριστού, διεφθάρη. «Εκν εμι, τς ρρήτου δόξης σου, ε κα στίγματα φέρω πταισμάτων· […] ες τ καθ’ μοίωσιν πανάγαγε, τ ρχαον κάλλος ναμορφώσασθαι»[6]. Φυσική κατάληξη της πνευματικής νέκρωσης ήταν και ο σωματικός θάνατος του ανθρώπου, ο οποίος ωστόσο δεν σταματά να υπάρχει μετά τον θάνατο, λόγω της φιλανθρωπίας και της αγάπης του Θεού. Το σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου αποκαλύφθηκε στον κόσμο με την ενανθρώπηση του Λόγου, το Πάθος και την Ανάστασή του και η σωτηρία του συντελείται μέσα στην Εκκλησία δια των μυστηρίων και της άσκησης και ιδιαίτερα με το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας[7]. Μέσω του μυστηρίου του Αγίου Βαπτίσματος, η Χάρη του Αγίου Πνεύματος ανακαινίζει την αμαυρωμένη εικόνα του Θεού στην ύπαρξη του ανθρώπου. Και ενώ όλοι οι άνθρωποι ανεξαιρέτως είναι πλασμένοι κατ’ εικόνα του Θεού, το βάπτισμα είναι εκείνο που ανακαλεί αυτήν την εικόνα, καθαίρει κάθε κηλίδα και ρύπο της αμαρτίας και επαναφέρει τον άνθρωπο σε αυτό που ήταν, όταν δημιουργήθηκε. Μέσω του μυστηρίου του Αγίου Βαπτίσματος, επίσης, το καθ’ ομοίωσιν αρχίζει να «ζωγραφίζεται» πάνω στο κατ΄εικόνα κατά τον τρόπο που ένας ζωγράφος σχεδιάζοντας πρώτα το σχήμα ενός ανθρώπου, προσθέτει σταδιακά τα χρώματα μέχρι να φθάσει να απεικονίσει ακόμη και την κάθε τρίχα του[8].

Υποσημειώσεις:

[1]. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 38, PG. 36, 324A.

[2]. Γεν. 1, 26.

[3]. Μεταξύ των όρων “εικόνα Θεού” και “κατ’ εικόνα Θεού” υπάρχει διαφορά. Η πραγματική εικόνα του Θεού, είναι μόνο ο Χριστός, κατά τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος γράφει: «ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Β’ Κορ. 4, 4) και «ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. 1, 15). Καταχρηστικά επομένως χρησιμοποιείται ο όρος ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, κυριολεκτικά όμως είναι πλασμένος κατ’ εικόνα Θεού. Βλ. Μητρ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΒΛΑΧΟΥ, Το πρόσωπο στην Ορθόδοξη Παράδοση, εκδ. Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), Λιβαδειά 31997, σελ. 171. Πρβλ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΝΕΛΛΑ, Ζώον Θεούμενον, εκδ. Αρμός, Αθήνα 42000, σελ. 23.

[4]. Βλ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, Θεολογία και Οικουμένη 2, εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 22003, σελ. 196.

[5]. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, κδοσις κριβς τς ρθοδόξου Πίστεως, 26, PG. 94, 924A.

[6]. Μικρόν Ευχολόγιον, Ακολουθία εις Κεκοιμημένους, εκδ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδας, Αθήνα 2012, σελ. 242- 243.

[7]. Ιω. 6, 53- 54. Βέβαια η σωτηριολογία κατέχει μεγάλο τμήμα της χριστιανικής διδασκαλίας και δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα αγιογραφικό χωρίο μόνο. Ενδεικτικά, βλ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΟΥ, Χάρη και ελευθερία κατά την Πατερική Παράδοση του ιδ΄ αιώνα, Συμβολή στη σωτηριολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη 9, εκδ. Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1998.

[8]. «Δύο ἡμῖν καλὰ ἡ χάρις ἡ ἁγία διὰ τοῦ βαπτίσματος περιποιεῖται τῆς ἀναγεννήσεως, ὧντινων τὸ ἐν ἀπείρως τοῦ ἑνὸς ὑπερβάλλει· ἀλλὰ τὸ μὲν ἐν, εὐθέως χαρίζεται· ἀνακαινίζει γὰρ ἡμᾶς ἐν αὐτῷ τῷ ὕδατι καὶ πάσας τὰς γραμμὰς τῆς ψυχῆς, τουτέστι τὸ κατ’ εἰκόνα, λαμπρύνει, πᾶσαν τὴν ρυτίδα τῆς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀπονίπτουσα· τὸ δὲ ἕτερον, ἐκδέχεται ἵνα σὺν ἡμῖν ἐργάσηται, ὅπερ ἔστί το καθ’ ὁμοίωσιν. Ὅτε γοὺν ἄρξεται ὁ νοὺς ἐν πολλῇ αἰσθήσει γεύεσθαι τῆς χρηστότητος τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὸτ’ ὀφείλομεν εἰδέναι, ὅτι ἄρχεται ἡ χάρις ὦσπερ ἐπιζωγραφεὶν εἰς τὸ κατ’ εἰκόνα τὸ καθ᾽ ὁμοίωσιν». ΔΙΑΔΟΧΟΥ ΦΩΤΙΚΗΣ, Λόγος σκητικός, Διηρημένος ες Ρ’ κεφάλαια πρακτικά, γνώσεως κα διακρίσεως πνευματικς, πθ΄, Φιλοκαλία Α΄, σελ. 265- 266.

(Συνεχίζεται)