Ο Hobbes, o Burke και το φυσικό δίκαιο

16 Νοεμβρίου 2024

(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=410149)

Στον αντίποδα όλων των παραπάνω πολιτικών φιλοσόφων βρίσκεται ο Thomas Hobbes (1588-1679). Τα φιλοσοφικά ενδιαφέροντα του Hobbes συμπυκνώνονται στο έργο του «Λεβιάθαν» (1651). O Hobbes ταυτίζει τη φυσική κατάσταση του ανθρώπου με μια εμπόλεμo κατάσταση.

Η τοποθέτησή του αυτή βασίζεται στην πεποίθησή του ότι ο άνθρωπος στη φυσική του κατάσταση (χωρίς καμία μορφή εξουσίας δηλαδή) είναι «λύκος» (homo hominis lupus) και είναι ικανός να δράσει χωρίς έλεγχο προκειμένου πρώτα να εξασφαλίσει την επιβίωσή του κι ύστερα να εξυπηρετήσει το συμφέρον του. Αυτή μάλιστα η δυνατότητα του ανθρώπου για ανεξέλεγκτη δράση κατά την οποία ο καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει αρκεί να είναι για το καλό του, ορίζεται από τον Hobbes ως «το δικαίωμα της φύσης» [24]. Το δικαίωμα αυτό μετασχηματίζει ωστόσο τη φυσική κατάσταση του ανθρώπου σε εμπόλεμο κατάσταση, όπου όλοι κάνουν πόλεμο εναντίον όλων [25] με αποτέλεσμα την επικράτηση των νόμων της ζούγκλας και της επιβίωσης του ισχυρότερου. Σύμφωνα μάλιστα με τον Hobbes, τρεις είναι οι αιτίες οι οποίες εντοπίζονται στην ανθρώπινη φύση κι υποκινούν δυνητικά τους ανθρώπους στην εμπόλεμο κατάσταση: ο ανταγωνισμός (για το κέρδος), η δυσπιστία (για την ασφάλεια) και η δόξα (για τη φήμη) [24]. Παράλληλα όμως o Hobbes πιστεύει στον ορθό λόγο του ανθρώπου και στην επίγνωσή του ότι αυτός είναι που μπορεί να προσφέρει τους κατάλληλους όρους προκειμένου να αποφύγει μια τέτοια εμπόλεμο κατάσταση και να διαβιώσει σε μια συνθήκη ειρηνική –αυτοί κατά τον Hobbes είναι και οι «νόμοι της φύσης». Στο έργο του «Λεβιάθαν» διατυπώνει 13 νόμους της φύσης [24], το περιεχόμενο των οποίων συνοψίζεται στον κανόνα: μην κάνεις στους άλλους ό,τι δεν θα έκανες στον εαυτό σου [24]. Προκειμένου όμως για τη διασφάλιση εγγυητικών όρων ότι οι άνθρωποι θα λειτουργήσουν έτσι τελικά στις οργανωμένες πολιτικές κοινότητες και δεν θα καταστρατηγήσουν τους νόμους της φύσης, ο Hobbes ορίζει πως οι άνθρωποι θα πρέπει να συναινέσουν στην εκχώρηση της ελευθερίας τους σε μια υπέρτατη απόλυτη πολιτική εξουσία που θα είναι και ο κυρίαρχος φορέας εξουσίας και στον οποίο θα πρέπει να επιδεικνύουν απόλυτη υπακοή [26]. Ο δε κυρίαρχος δύναται να είναι είτε ένα πρόσωπο (μοναρχία) είτε το σύνολο των υπηκόων (δημοκρατία) είτε μέρος αυτών (αριστοκρατία). Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η υποταγή όλων των υπηκόων στη βούληση του ανάλογου φορέα εξουσίας αφού οι ίδιοι αποτελούν εντολοδόχους στη βούληση αυτή η οποία θα συνιστά και τους νόμους της πολιτείας που στο σύνολό τους θα αποτελούν το θετικό (πολιτικό) δίκαιο. Αυτό είναι και το Κοινωνικό Συμβόλαιο που προτείνει ο Hobbes. Ωστόσο ο Hobbes αναγνωρίζει και περιπτώσεις κατά τις οποίες οι υπήκοοι έχουν δικαίωμα στην ανυπακοή. Πρόκειται για τις περιπτώσεις εκείνες που η εξουσία του κυρίαρχου απειλεί τη ζωή και την ελευθερία του υπηκόου ή της οικογένειάς τους [26].

Τέλος, ο Edmund Burke (1729-1797) αποτελεί μιαν ιδιάζουσα περίπτωση καθώς επεχείρησε να επιστρέψει πίσω εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν τα πάντα: στην αρχική μορφή του φυσικού δικαίου και την αρχαία Ελλάδα. Ο Burke, κατά μία έννοια θεωρεί το δίκαιο «πατρογονικό», κάτι δηλαδή το οποίο θα πρέπει να ακολουθεί μια πορεία χωρίς ανατροπές και ριζοσπαστικές αλλαγές. Οι θεσμοί θα πρέπει να εξελίσσονται και να βελτιώνονται μεν αλλά οπωσδήποτε αυτό θα πρέπει να γίνεται με ένα τρόπο αρμονικό και σε ισορροπία με το παρελθόν δημιουργώντας ένα ιστορικό συνεχές το οποίο παράλληλα αποτελεί μέρος της Θείας Τάξης όπως ορίζεται από την Θεία Πρόνοια [27]. Η ουσιαστική διαφορά με τις αντιλήψεις στην αρχαία Ελλάδα είναι ότι ο Burke, σε αντίθεση με τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, δεν πίστευε πως αυτό δύναται να επιτευχθεί με τη βούληση και τη συνειδητή προσπάθεια των πολιτών (μέσα πχ. από την εκπαίδευση) αλλά και πως είναι κάτι ανεξάρτητο από την έλλογη δράση αυτών [28].

Στις μέρες μας, εκτός από την παραπάνω κλασσική προσέγγιση του φυσικού δικαίου, υπάρχει μια πιο μοντέρνα θεώρηση η οποία αφορά στο περιεχόμενό του, το οποίο δεν θεωρείται πια σταθερό και αμετάβλητο –εκφράζει μεν τις έμφυτες ανθρωπιστικές αξίες οι οποίες πρέπει να αποτυπώνονται στην εκάστοτε έννομη τάξη, λαμβάνοντας όμως υπ’ όψιν του και το «κοινωνικό γίγνεσθαι», το εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο δηλαδή, τις συνθήκες που διαμορφώνονται απ’ αυτό και τις ανάγκες που προκύπτουν υπογραμμίζοντας έτσι όχι μόνον την δεοντολογική του διάσταση αλλά και την οντολογική. Στην αμιγώς κλασσική διάσταση του φυσικού δικαίου πάντως εδράζεται η θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κατ’ επέκταση ολόκληρο το Διεθνές Δίκαιο.

(Συνεχίζεται)