Το φυσικό δίκαιο στους εκπροσώπους του Διαφωτισμού
7 Νοεμβρίου 2024(Προηγούμενη δημοσίευση: http://www.pemptousia.gr/?p=408939)
Στην περίοδο του Διαφωτισμού και στην Ευρώπη του 17ου και 18ου αιώνα, αποκρυσταλλώνεται μίαν άποψη που φθάνει μέχρι τις μέρες μας σύμφωνα με την οποία το φυσικό δίκαιο εδράζεται στην ηθική όπως αυτή ερείδεται στη φυσική κατάσταση του ανθρώπου (στην κατάσταση του ανθρώπου δηλαδή πριν η ζωή του οργανωθεί σε κοινωνίες) και στον ορθό λόγο που ενυπάρχει σ’ αυτή. Είναι η εποχή που ο ανθρώπινος συλλογισμός μετατοπίζεται από το μεταφυσικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων στον ορθολογισμό, μια εποχή κατά την οποία τέθηκαν τα θεμέλια της σύγχρονης επιστήμης.
Εντύπωση δε προκαλούν δύο εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις που διατυπώνονται εκείνη την εποχή σε ό,τι αφορά αυτήν ακριβώς τη φυσική κατάσταση του ανθρώπου: ο Άγγλος φιλόσοφος Thomas Hobbes διατείνεται ότι οι άνθρωποι είναι ανεξέλεγκτοι κι έχουν εσωτερικές, καταστροφικές ενορμήσεις που μπορούν να τους οδηγήσουν στην αλληλοεξόντωσή τους ενώ ο Γάλλος Jean-Jacques Rousseau πιστεύει το εκ διαμέτρου αντίθετο, ότι δηλαδή οι άνθρωποι έχουν μια φύση ευγενική και καλοσυνάτη με το καλό να αποτελεί εγγενές στοιχείο της φύσης τους που καθορίζεται από τον ορθό λόγο που είναι επίσης κοινός σε όλους τους ανθρώπους –άποψη η οποία είναι και η κυρίαρχη διαφωτιστική αντίληψη. Ο Thomas Hobbes, o Jean-Jacques Rousseau και ο John Locke με τις θεωρίες τους περί «κοινωνικού συμβολαίου» αλλά και ο Samuel von Pufendorf και ο Charles Louis Montesquieu με το μνημειώδες έργο του δεύτερου, το «Πνεύμα των Νόμων» (L’ esprit de la Loi), άνοιξαν τον δρόμο για τη σύγχρονη, μοντέρνα θεώρηση του φυσικού δικαίου και …κατέβασαν το δίκαιο από τον ουρανό στη γη.
Ο S. Von Pufendorf (1632-1694), νομομαθής και ιστορικός του Διαφωτισμού, προσεγγίζει την ηθική μακριά από τις μεταφυσικές και θεοκρατικές απόψεις των προηγούμενων αιώνων εξετάζοντας τις ανθρώπινες σχέσεις και θέτοντας στο προσκήνιο κριτήρια κοσμικά [15]. Για πρώτη φορά, παρατηρούνται συστηματικά και λαμβάνονται υπ’ όψιν οι εκάστοτε πραγματικές κοινωνικές συνθήκες, η συγκεκριμένη πραγματικότητα και συνάγονται τα αντίστοιχα συμπεράσματα αποσυνδεδεμένα από μεταφυσικές ερμηνείες, θεοκρατικές αντιλήψεις και οικουμενικά αξιώματα κι ως εκ τούτου ο Pufendorf δικαίως θεωρείται ο πρόδρομος του σύγχρονου φυσικού δικαίου. Κομβικό σημείο της θεωρίας του πάντως αποτελεί η άποψή του για τον άνθρωπο τον οποίο θεωρεί τόσο κοινωνικό όσο και εγωιστικό ον και στα πλαίσια αυτών των ιδιοτήτων του ανθρώπου υποστηρίζει ότι ο σκοπός του δικαίου είναι διττός: αφενός να ευνοήσει την κοινωνική πλευρά του ανθρώπου ρυθμίζοντας την ανάγκη του για κοινωνική συμβίωση κι αφετέρου ναι δαμάσει την εγωιστική του πλευρά μέσω των ποινών του νόμου που θα βρίσκονται επ’ απειλή και θα επιβάλλονται από ένα θεσμοθετημένο δικαιοδοτικό όργανο. Διαπιστώνεται δηλαδή ότι ο Pufendorf διαχωρίζει τη θέση του τόσο από εκείνη του Hobbes όσο κι από εκείνη του Rousseau κρατώντας μιαν ενδιάμεση στάση, πιο συμβιβαστική, για μια κατάσταση για την οποία ο ίδιος αναφέρει: «Η φυσική κατάσταση είναι μία κατάσταση ειρήνης… αλλά μιας ανασφαλούς, ασταθούς, και ατελούς ειρήνης» [16]. Για τον Pufendorf, σκοπός του δικαίου είναι στην πραγματικότητα να προστατεύσει τον άνθρωπο από τον ίδιο του τον εαυτό, την ίδια του τη φύση η οποία είναι διττή ενισχύοντας την κοινωνικότητά του και συνάμα περιορίζοντας τον εγωκεντρισμό του με μια μεταξύ τους συμφιλίωση αφού η απαλοιφή του εγωισμού του είναι ανέφικτη.
Ο John Locke (1632-1704), ένας ακόμα πολιτικός φιλόσοφος του 17ου αιώνα, υποστηρίζει -ειδικά στα πρώτα του έργα και κυρίως στο έργο του «Δοκίμια για το Δίκαιο της Φύσης»- πως το φυσικό δίκαιο θεμελιώνεται στη θεία βούληση. Ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως ελεύθερος και ίσος με τους συνανθρώπους του κι αναγνωρίζει σ’ αυτόν ως εγγενή (εκ φύσεως) τα δικαιώματα της ζωής, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας, ανεξάρτητα από το νομικό κατεστημένο μιας κοινωνίας υποστηρίζοντας πως είναι πανανθρώπινα δικαιώματα αλλά παρουσιάζεται –τουλάχιστον αρχικά- ως βολονταριστής (βουλησιοκράτης) αφού θεωρεί όλα αυτά τα δικαιώματα του ανθρώπου, φυσικά δικαιώματα (προϊόν της θείας βούλησης δηλαδή) [17]. Στα τελευταία έργα του ωστόσο, («Δεύτερη Πραγματεία περί Διακυβερνήσεως») παρατηρείται μια μεταστροφή καθώς εισάγει την έννοια του ορθού λόγου ως μέσο με το οποίο ο άνθρωπος δύναται να αναγνωρίσει τους νόμους της φύσης που για τον Locke παραμένουν πάντα θεϊκοί (δημιούργημα της θείας βούλησης δηλαδή). Συνεπώς, ο Locke εξακολουθεί να θεμελιώνει το φυσικό δίκαιο σε θεοκρατική βάση αλλά μέσω του ορθού λόγου (που ταυτίζεται με τον φυσικό νόμο) θεωρεί ότι οι άνθρωποι μπορούν να διδαχθούν τα δικαιώματά τους, την ελευθερία τους, την ανεξαρτησία τους, την ισότητά τους κι ως εκ τούτου να τα αναγνωρίσουν και στους συνανθρώπους τους ως αιτία μη πρόκλησης βλαβών (στην ζωή, την υγεία, την ελευθερία, την ιδιοκτησία) προς αυτούς [18] θέτοντας έτσι τις βάσεις για την οικουμενικότητα αξιών όπως είναι η ισότητα και η ελευθερία τα οποία αναγνώρισε ως εγγενή ανθρώπινα χαρακτηριστικά διασφαλίζοντας έτσι μιαν ελάχιστη αξιοπρέπεια για όλους τους ανθρώπους συνολικά.
Το πνεύμα που διατρέχει το έργο του Jean-Jacques Rousseau (1712-1778) στηρίζεται στην πεποίθησή του ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως καλός και η οργάνωση του σε κοινωνίες είναι αυτή που λειτουργεί ως αιτία διαφθοράς καθώς έρχεται αντιμέτωπος από τη μία με το ένστικτο της επιβίωσης και αυτοσυντήρησής του –κάτι που ο Rousseau ονόμαζε «amour de soi» (αγάπη για τον εαυτό του)- κι από την άλλη με τη συμπόνια του και την ενσυναίσθησή του για τον άλλον άνθρωπο -στην οποία αναφερόταν με τον όρο «pitie» [19]. Ως εκ τούτου, το έργο του διατρέχεται από μια σταθερή ανησυχία και αγωνία για τη δυνατότητα διατήρησης εκ μέρους του ανθρώπου αυτής της καλοσύνης (που αποτελεί ίδιον της φυσικής του κατάστασης) και του συμβιβασμού των φυσικών γνωρισμάτων του με τα γνωρίσματα των πολιτικά οργανωμένων κοινωνιών, των ανταγωνιστικών δηλαδή τάσεων που, κατά την άποψή του, μοιραία αναπτύσσονται με την ένταξή του σε οργανωμένες κοινωνίες (ανταγωνιστικές τάσεις αρχικά σε σχέση με το άλλο φύλο και μετέπειτα σε όλες τις διαπροσωπικές του σχέσεις). Ο Rousseau πίστευε ότι ο άνθρωπος με την οργάνωσή του σε πολιτικά οργανωμένες κοινωνίες απώλεσε την εγγενή απόλυτη ελευθερία του -η οποία προήγαγε την αρμονική συμβίωσή του με τους συνανθρώπους του- και ουσιαστικά εξέπεσε σε μια «κοινωνικότητα» που τον έκανε να παραγκωνίσει την έμφυτη καλοσύνη και συμπόνια του κι ως εκ τούτου ήταν απαραίτητος ένας συμβιβασμός ο οποίος θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνον μέσα από ένα «Κοινωνικό Συμβόλαιο» [20]. Στο περίφημο αυτό Κοινωνικό Συμβόλαιο, οι άνθρωποι μέσα σε μια οργανωμένη πολιτικά κοινωνία συμφωνούν, συνάπτουν δηλαδή μια συμφωνία κατά την οποία όλοι είναι μεταξύ τους ισότιμοι κι αλληλέγγυοι και ο ίδιος ο λαός είναι αυτός που καθίσταται κυρίαρχη εξουσία [21]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, συνάγεται ότι οι πολίτες υπακούοντας στους νόμους υπακούουν στην ίδια τους τη βούλησή, στον ίδιο τους τον εαυτό δηλαδή, διασφαλίζοντας έτσι και την ελευθερία τους –εκείνο το εγγενές και φυσικό τους χαρακτηριστικό, που απολύεται με την κοινωνική τους ένταξη, ανακτάται τώρα ξανά μέσω του δικαίου που για τον Rousseau πρέπει να εκφράζει τη φύση των πραγμάτων, τη βούληση των υποκειμένων, να διασφαλίζει τη φυσική κατάσταση του ανθρώπου δηλαδή συνιστώντας τον εγγυητή του κυριότερου φυσικού γνωρίσματός του, της ελευθερίας του, κι έτσι να αποτελεί έναν πυλώνα γι’ αυτή. Όπως γράφει και ο ίδιος ο Rousseau για την ελευθερία: «Το να απαρνείται κανείς την ελευθερία του σημαίνει ότι απαρνείται την ανθρώπινη ιδιότητά του, τα δικαιώματά του ως ανθρώπου ακόμα και τα καθήκοντά του» [20].
Μια ακόμη εμβληματική προσωπικότητα που συνέβαλλε τα μέγιστα στην εξέλιξη του φυσικού δικαίου είναι ο Γάλλος πολιτικός φιλόσοφος Charles Louis Montesquieu (1689-1755). Ο Montesquieu είχε μιαν ιδιαίτερη άποψη για το δίκαιο καθώς πίστευε ότι πρέπει να δίδεται έμφαση στο σκοπό που αυτό καλείται να εξυπηρετήσει χωρίς να το θεμελιώνει σε μια μεταφυσική – θεοκρατική βάση ούτε και στη φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Το δίκαιο για τον Montesquieu είχε να διαδραματίσει έναν ρυθμιστικό ρόλο στις ανθρώπινες σχέσεις και θα έπρεπε να επιτυγχάνει το σκοπό του με το λιγότερο δυνατό κόπο. Στις «Περσικές Επιστολές» του αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η καλύτερη διακυβέρνηση είναι αυτή που πετυχαίνει τους σκοπούς της, με τα λιγότερα προβλήματα» [22]. Για να καταστεί αυτό εφικτό, στο έργο του «Πνεύμα των Νόμων», ο Montesquieu υποστηρίζει πως οι νόμοι θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους μια σειρά κοινωνικών παραμέτρων ώστε να εκφράζουν την ίδια την κοινωνία στην οποία θα ισχύουν και θα εφαρμόζονται τελικά [23]. Είναι ο πρώτος στη νεότερη ιστορία που αποδίδει στο δίκαιο έναν τέτοιο ρόλο και μια τέτοια διάσταση -ότι θα πρέπει δηλαδή το δίκαιο να διασφαλίζει τη διατήρηση της φύσης του ανθρώπου εντός μιας οργανωμένης πολιτικά κοινωνίας. Επιπλέον, εξετάζει και την έννοια της ελευθερίας σε σχέση με το δίκαιο υπογραμμίζοντας πως ελευθερία δεν σημαίνει «κάνω ό,τι θέλω» αλλά πρόκειται για μια κατάσταση ψυχικής ηρεμίας σε ένα ασφαλές κοινωνικό περιβάλλον που επιτρέπει στον άνθρωπο να δράσει ήρεμα. Συμπληρώνει μάλιστα αυτήν την τοποθέτηση του για την ελευθερία κάνοντας λόγο για διάκριση των εξουσιών σε εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική έτσι ώστε η μία εξουσία να ελέγχει την άλλη και να μην επιτρέπονται καταχρηστικά φαινόμενα ώστε τελικά η ελευθερία να λειτουργεί αρμονικά και να μην εκπίπτει σε αναρχία και ασυδοσία. Αν σε μια κοινωνία στην οποία επικρατεί ελευθερία ένας φορέας συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες, τότε, ισχυρίζεται ο Montesquieu, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα καταχραστεί αυτή τη συσσωρευμένη δύναμή του [23].
(Συνεχίζεται)