
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Πλησίον λοιπόν τοιούτων φωστήρων [του Αγίων Αλεξάνδρου και Αθανασίου του Μεγάλου στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο] ήτο και ο ταπεινόφρων Σπυρίδων, του οποίου η αρετή και η θεία Χάρις, ήτις κατώκει [η οποία κατοικούσε] εις αυτόν, επερίσσευσε την κοσμικήν σοφίαν των φιλοσόφων.
Εις δε φιλόσοφος ήτο εις το λέγειν ικανώτερος των άλλων, διότι είχε μεγάλην ευγλωττίαν και μάθησιν και τόσον εβοήθει τον Άρειον με την πολλήν εμπειρίαν του, ώστε απεστόμωνε πολλούς και οι Ορθόδοξοι δεν ηδύνατο να αναπτύξουν εις βοήθειάν των συλλογισμόν τινα, τον οποίον να μη αντικρούση με την πολλήν του μάθησιν ο φιλόσοφος.
Διά να φανή λοιπόν ότι η νίκη δεν είναι εις τα λόγια των ψευδοσυλλογισμών, αλλ’ εις την αλήθειαν του Χριστού, δεν τον ενίκησεν άλλος τις από τους εγγραμμάτους Πατέρας, ειμή ο απλούς και αγράμματος Σπυρίδων, όστις δεν εγνώριζεν άλλο τι ειμή Ιησούν τον Εσταυρωμένον.
Όταν λοιπόν είδε τον φιλόσοφον θερμαινόμενον πολύ από την διάλεξιν, να λέγη λοιδορίας [προσβλητικά λόγια] κατά του Χριστού και άλλα λόγια βλάσφημα, επλησίασε και του λέγει ο Άγιος· «Έλα να ομιλήσης και μετ’ εμού, φιλόσοφε».
Τότε οι άλλοι Ορθόδοξοι, γνωρίζοντες την απλότητα αυτού, την απαιδευσίαν εις την ελληνικήν γλώσσαν και την μικράν μάθησίν του, τον ημπόδιζον και δεν τον άφηνον να ομιλήση με τον φιλόσοφον.
Ο δε Άγιος γνωρίζων πόσα περισσότερα δύναται να επιτύχη η άνωθεν σοφία από την ανθρωπίνην την καταργουμένην και άσοφον, δε υπήκουσεν εις τούτο· όθεν είπε ταύτα προς τον φιλόσοφον· «Εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού δος και εις εμέ ολίγην ακρόασιν». Ο δε ρήτωρ του λέγει· «Ειπέ ει τι θέλεις».
Τότε ο μέγας την αρετήν και απλούς την μάθησιν Σπυρίδων υπό του Παναγίου Πνεύματος εμφορούμενος και κρατών εις χείρας κεραμίδα, λέγει· «Εις είναι ο Θεός του ουρανού και της γης, ο των απάντων Δημιουργός. Ούτος έκαμε τας ουρανίους Δυνάμεις, έπλασε τον άνθρωπον και εποίησεν όλα τα φαινόμενα και τα αόρατα πράγματα. Με τούτου τον Λόγον και το Πνεύμα ηπλώθη ο ουρανός, παρήχθη η γη, συνήχθη η θάλασσα, ετάθη [ετέθη] ο αήρ, εγεννήθησαν όλα τα ζώα και επλάσθη ο άνθρωπος, το μέγα τούτο κτίσμα και θαυμάσιον δημιούργημα.
Όλα από τούτον έγιναν· αστέρες, φωστήρες, ημέρα, νύκτα και τα επίλοιπα. Τούτον τον Λόγον γνωρίζοντες ημείς, ότι είναι Υιός του Θεού αληθής, ομοούσιος με τον Πατέρα, πιστεύομεν ότι εγεννήθη από την Παρθένον, εσταυρώθη και ετάφη ως άνθρωπος και ως Θεός ανέστη συναναστήσας και ημάς, και χαρίζει ημίν άφθαρτον ζωήν και αΐδιον. Τούτον πιστεύομεν ακόμη Κριτήν του κόσμου, όστις μέλλει να έλθη διά να κρίνη τον κόσμον όλον, ημείς δε θέλομεν δώσει εις Αυτόν απολογίαν δι’ όλα τα έργα, τους λόγους και τα ενθυμήματα ημών».
«Τούτον γνωρίζομεν, Ομοούσιον με τον Πατέρα, Σύνθρονον, Ομότιμον και Ομόδοξον. Η Αγία Τριάς όμως αν και είναι τρία Πρόσωπα και τρεις Υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, όμως και τα τρία αυτά πρόσωπα είναι εις Θεός και μία Ουσία άρρητος και ακατάληπτος, την οποίαν ο νους του ανθρώπου δεν δύναται να χωρέση και να καταλάβη, διά το άπειρον της Θεότητος· διότι καθώς είναι αδύνατον να βάλης όλον το πέλαγος της θαλάσσης εις μικρότατον αγγείον, ούτω δεν είναι δυνατόν ανθρώπινος νους να χωρέση το άπειρον πέλαγος της ακαταλήπτου Θεότητος· και διά να πιστωθής [για να αντιληφθείς] την αλήθειαν, πρόσεχε εις τούτο το μικρόν και ευτελέστατον πράγμα, αν και δεν έπρεπε να παρομοιάσωμεν εκείνην την άκτιστον και υπερούσιον Φύσιν με κτιστόν και φθαρτόν δημιούργημα, όμως, επειδή οι οφθαλμοί είναι πιστότεροι των ώτων [αυτιών] και πας ολιγόπιστος, όπως σεις, δεν πιστεύει εν ευκολία, εάν δεν ίδη με τους σωματικούς οφθαλμούς, διά τούτο θέλω σας αποδείξει οφθαλμοφανώς την αλήθειαν με την κεραμίδα ταύτην, ήτις είναι και αυτή και τρισύνθετος και μιας ουσίας και φύσεως».
Αφού είπε ταύτα ο Άγιος, εποίησε το σημείον του Τιμίου Σταυρού με την δεξιάν, εκράτει δε με την αριστεράν την κεραμίδα και λέγει· «Εις το όνομα του Πατρός», και ευθύς, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ βασιλεύ! το πυρ εκ του οποίου ήτο εψημένη η κεραμίς, ανέβη προς τα άνω· λέγει είτα «και του Υιού», και ευθύς το ύδωρ δι’ ου επλάσθη αύτη έρρευσε προς τα κάτω· λέγει πάλιν· «και του Αγίου Πνεύματος», και ανοίξας την χείρα του, είχε μείνει εν αυτή μόνον το χώμα εξ ου κατεσκευάσθη αύτη.
Το θαύμα τούτο βλέποντες άπαντες εξέστησαν και μάλιστα ο φιλόσοφος, ο οποίος την μεν ακοήν επλήγη, την δε ψυχήν εξεπλάγη και η φωνή του εχάθη.
Μετά δε ώραν ικανήν απεκρίνατο· «Όσα είπες, Άγιε άνθρωπε, τα δέχομαι όλα και τα ομολογώ».
Ο δε Άγιος του λέγει· «Επειδή λοιπόν ομολογείς με τον λόγον, έλα να δείξης και με το έργον, ότι πράγματι γνωρίζεις ποίος είναι ο Θεός όστις εποίησε τα πάντα· ας υπάγωμεν εις την Εκκλησίαν να λάβης το σημείον της Ορθοδόξου Πίστεως».
Τότε ο φιλόσοφος, επιστρέψας ευθύς προς ακριβή θεοσέβειαν, είπε προς τους παρεστώτας και τους μαθητάς αυτού ταύτα· «Ω άνδρες, έως ου ο αγών περιωρίζετο εις λόγους μόνον, αντέλεγον και εγώ με την τέχνην της έξω σοφίας· αλλ’ εφ’ όσον όχι πλέον λόγοι, αλλά θεία τις Δύναμις και θαυματουργία ηγέρθη εναντίον μου και μου απέδειξε με την απλότητα των λόγων του Αγίου τούτου ανδρός την άρρητον αυτής Δύναμιν, ομολογώ ότι ενικήθην. Δεν εντρέπομαι δε να είπω τούτο, αλλά συμβουλεύω και σας να μισήσητε την απιστίαν εξ όλης καρδίας σας, και πιστεύοντες εις τον Χριστόν, να ακολουθήσητε εις την Πίστιν του Αγίου τούτου γέροντος, του οποίου η μεν γλώσσα είναι ανθρωπίνη, τα δε λόγια αγγελικά και ουράνια».
Πόσην αισχύνην νομίζετε, ω ακροαταί, να έλαβον εκ των λόγων τούτων οι Αρειανοί και πόσην τιμήν και χαράν οι νικήσαντες Ορθόδοξοι;
Τοσαύτη ήτο η νίκη των Ορθοδόξων, ώστε δεν έμειναν εις την αρειανήν πανωλεθρίαν ειμή μόνον εξ, οι δε λοιποί άπαντες επέστρεψαν εις την Ορθοδοξίαν, γνωρίσαντες την αλήθειαν.
Ούτω λοιπόν εκυρώθη [επικυρώθηκε] η απόφασις της Συνόδου και έμειναν οι αιρετικοί καταφρονεμένοι, οι δε ευσεβείς αγαλλόμενοι και έκθαμβοι από την θαυματουργίαν του απλουστάτου Σπυρίδωνος.
Ευχαριστούντες όθεν τον Σωτήρα Κύριον, είχον τον Άγιον εις μεγάλην ευλάβειαν, όχι μόνον ο κοινός λαός και οι Αρχιερείς, αλλά και αυτός ο βασιλεύς τον εθαύμασε και τον ετίμησεν ικανώς, τον παρεκάλει δε να δέεται υπέρ αυτού πάντοτε, εις τον Θεόν. Αφού δε ετελειώθη η Σύνοδος τον προέπεμψε κατευόδιον εις τον τόπον του [στην επισκοπή του στην Κύπρο].
Απόσπασμα από τον «Μέγα συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Δεκέμβριος, τόμος 12ος.