Δρ. Μαρία Τατάγια: Η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης στα σχολεία της Θεσσαλονίκης και της ευρύτερης Μακεδονίας ήταν αυτοσκοπός

Συνέντευξη στον Στέλιο Κούκο

Το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης οργάνωσε και παρουσίασε την ιδιαίτερα σημαντική έκθεση με τίτλο «Η εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη μέσα από τα σχολικά αρχεία. 19ος-20ός αιώνας. Αναδρομή στην εκπαιδευτική ιστορία της Θεσσαλονίκης».

Η έκθεση παρουσιάστηκε, αρχικά, σε αίθουσα στο λιμάνι της πόλης από τις 10 Ιανουαρίου έως τις 28 Φεβρουαρίου 2024, ενώ αυτόν τον καιρό παρουσιάζεται στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος (ΔΙ.ΠΑ.Ε.) στην Σίνδο. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2024.

Επιμελητής της ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας έκθεσης ο ιστορικός Νικόλαος Μαραντζίδης.

Κατά την ημέρα των εγκαινίων της έκθεσης στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος υπογράφηκε πρωτόκολλο συνεργασίας ανάμεσα στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης (Κ.Ι.Θ.) και τη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του ΔΙ.ΠΑ.Ε.

Σκοποί του πρωτοκόλλου είναι. 1. Η ανάπτυξη και η συνδιοργάνωση κοινών πολιτιστικών ή/και άλλων εκδηλώσεων, 2. Η ευαισθητοποίηση του φοιτητικού πληθυσμού και της ευρύτερης κοινωνίας σε θέματα που αφορούν στην ιστορία της Θεσσαλονίκης και 3. Η υποστήριξη ερευνητικών δράσεων που αφορούν στην ιστορία της Θεσσαλονίκης.

Συντονίστριες της υλοποίησης του πρωτοκόλλου ορίστηκαν η Δρ. Ευρυδίκη Ζαχοπούλου εκ μέρους του ΔΙΠΑΕ και η Δρ. Μαρία Τατάγια, διευθύντρια του δήμου Θεσσαλονίκης.




Δρ. Μαρία Τατάγια, διευθύντρια του δήμου Θεσσαλονίκης.

Για την σημαντιική αυτή έκθεση, αλλά και την εκπαίδευση στην Θεσσαλονίκη τα δύσκολα χρόνια του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν δηλαδή η Θεσσαλονίκη ήταν ακόμη τουρκοκρατούμενη, είχαμε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και διαφωτιστική συζήτηση με την δρ. Μαρία Τατάγια την οποία και την ευχαριστούμε.

Τι ακριβώς θέλατε να παρουσιάσετε μέσα από την έκθεση αυτή;
Το πρωτογενές υλικό της έκθεσης που συνθέτουν τα μαθητολόγια, μητρώα, γενικοί και ειδικοί έλεγχοι προόδου μαθητών, βιβλία πράξεων του συλλόγου των διδασκόντων, αλληλογραφία των σχολείων, βιβλία, απολυτήρια, καθώς και φωτογραφικό και εποπτικό υλικό, επιχειρεί να παρουσιάσει την εκπαιδευτική πραγματικότητα μιας εποχής, ιδιαίτερα σημαντικής για την πόλη μας. Προσπαθεί να διαπραγματευτεί την εκπαιδευτική φιλοσοφία και πράξη της εποχής εκείνης και θέματα διδακτικού προσωπικού και μαθητών/μαθητριών, όπως αυτό της γεωγραφικής και κοινωνικής προέλευσής τους. Η έκθεση έχει και εκπαιδευτική προοπτική, η οποία σε γενικές γραμμές συνίσταται στο να καταγράψει τη σημαντικότητα των σχολικών αρχείων για την εκπαιδευτική πραγματικότητα και να συμβάλει στη διαμόρφωση αρχειακής κουλτούρας και στη διδακτική αξιοποίησης τεκμηρίων από το σχολικό αρχείο.

Ποιες δυσκολίες αντιμετωπίσατε όσον αφορά την εύρεση του υλικού;
Δεν αντιμετωπίσαμε δυσκολίες στη συγκέντρωση του υλικού. Ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε το Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης και ως εκ τούτου έχουμε το επιστημονικό υπόβαθρο για να στηρίξουμε παρόμοια εγχειρήματα σχετικά με τα ιστορικά σχολεία της πόλης μας. Οι διευθυντές και οι υπεύθυνοι εκπαιδευτικοί συνεργάστηκαν με ενθουσιασμό και ανταποκρίθηκαν αμέσως. Σε κάθε περίπτωση για το Κέντρο Ιστορίας τα σχολεία μας έχουν προτεραιότητα. Έχουμε εξαιρετικούς εκπαιδευτικούς στην πόλη μας.

Πώς θα χαρακτηρίζατε την εκπαιδευτική κατάσταση στην Θεσσαλονίκη τον 19ο αιώνα, αλλά και τις αρχές του 20ού;
Την περίοδο αυτή στην οποία αναφέρεται η έκθεση, στην πόλη μας τα εκπαιδευτικά θέματα βρίσκονται σε ανοδική πορεία, όπως προκύπτει από τα τεκμήρια που παρουσιάζονται. Λαμβάνουν χώρα σημαντικές εξελίξεις και η παιδεία προσπαθεί να ακολουθήσει παράλληλη πορεία με εκείνη της Ευρώπης και του ευρύτερου εθνικού χώρου. Βλέπουμε να ιδρύονται πολλά νηπιαγωγεία με ιδιαίτερο ρόλο και εθνική αποστολή στη διδασκαλία της γλώσσας και το Γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης να καθιερώνεται ως εκπαιδευτικός κόμβος της Μακεδονίας με πλούσια βιβλιοθήκη, ένα μέρος της οποίας φυλάσσεται σήμερα στο Κέντρο Ιστορίας. Ήδη, από το 1854 λειτουργούσε το Παρθεναγωγείο, παράλληλα με άλλα σχολεία. Επομένως, η εκπαιδευτική κίνηση στην πόλη μας είναι ακμάζουσα και έχει τη δυναμική της, ποσοτικά και ποιοτικά.

Η Θεσσαλονίκη, πάντως, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας δεν είχε μεγάλες ελληνικές σχολές, όπως είχαν άλλες περιοχές και αυτό είναι ιδιαίτερα περίεργο…
Εξαρτάται, δεδομένων των συνθηκών, πως θα προσεγγίσουμε εννοιολογικά τον χαρακτηρισμό «μεγάλα». Στη Θεσσαλονίκη για παράδειγμα, το 1ο Γυμνάσιο καθίσταται μορφωτικό κέντρο για όλη τη Μακεδονία. Το «μεγάλο» επομένως, όπως συμβαίνει με όλα τα ζητήματα της παιδείας, κρίνεται εκ του αποτελέσματος και με βάση τα ιστορικά δεδομένα. Συνεπώς, δεν υστερούσε η Θεσσαλονίκη εν σχέσει με άλλες περιοχές. Αντιθέτως, και όπως αναφέρθηκε ήδη, ήταν εκπαιδευτικό κέντρο για όλη τη Μακεδονία και αυτό φαίνεται και μέσα από τα τεκμήρια της έκθεσης, συγκεκριμένα από τα έγγραφα που αποτυπώνουν τη γεωγραφική προέλευση των μαθητών.


Ποιος είχε την ευθύνη για την εκπαίδευση; Το τουρκικό κράτος, οι μεγάλες εθνότητες – κοινότητες που κατοικούσαν στην περιοχή (Εβραίοι, Έλληνες, Τούρκοι);
Το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα είναι η περίοδος του τανζιμάτ στο οθωμανικό κράτος. Πριν από την περίοδο της έκθεσης, το 1856 είχε εκδοθεί το Χάττ-ι-Χουμαγιούν με το οποίο αναγνωρίζεται η νομιμότητα των μιλέτ (των εθνοτήτων). Το οθωμανικό κράτος, υποχρεωμένο από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την ισότητα των υπηκόων και την ελευθερία στην οργάνωσή τους, επομένως και στα θέματα της παιδείας. Μέσα σε αυτό το νομικό πλαίσιο, παρόλες τις αντιφάσεις και την αναποτελεσματικότητά του, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις ανάπτυξης της εκπαίδευσης στην ελληνική κοινότητα, όπως και για όλες τις άλλες κοινότητες. Αν δούμε τους Κανονισμούς της ελληνικής κοινότητας εκείνης της περιόδου, θα εντοπίσουμε διατάξεις που ρυθμίζουν λεπτομερώς την εκπαίδευση και τη λειτουργία των σχολείων σε διάφορα επίπεδα διοίκησης. Επομένως, η ελληνική κοινότητα είχε την ευθύνη για την εκπαίδευση των μελών της. Και επειδή μιλάμε για κοινότητα οργανωμένη με βάση τη θρησκεία, η εποπτεία ασκούνταν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τον οικείο Μητροπολίτη.

Η προσφερόμενη εκπαίδευση σταματά στη δευτεροβάθμια. Δεν λειτουργούν ανώτερες και ανώτατες σχολές πέραν από τα διδασκαλεία για δασκάλους…
Με πολλές δυσκολίες, κυρίως οικονομικές, η ελληνική κοινότητα συντηρούσε τα σχολεία της. Η συντήρηση ανώτατης εκπαίδευσης θα ήταν πολλαπλώς πιο δύσκολη και επί της ουσίας αδύνατη. Σε κάθε περίπτωση όμως, η δικαιοδοσία της δεν έφτανε μέχρι να συστήσει ανώτατες σχολές. Από άλλες πηγές γνωρίζουμε ότι οι έλληνες Θεσσαλονικείς συνέχιζαν τις σπουδές τους στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένου και του ελεύθερου ελληνικού κράτους, όπου ελάμβαναν πτυχία ανώτατης εκπαίδευσης.

Μπορούσε η κάθε εθνότητα να αναπτύξει τη δική της εθνική συνείδηση μέσω της παιδείας της; Ή υπήρχαν έλεγχοι ως προς την διδασκόμενη ύλη από το τουρκικό κράτος;
Δεδομένων πάντα των συνθηκών, η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης στα σχολεία της Θεσσαλονίκης, όπως και στην υπόλοιπη περιοχή της Μακεδονίας ήταν αυτοσκοπός. Η Θεσσαλονίκη την εποχή αυτή έχει και μία επιπλέον ιδιαιτερότητα διότι, όπως γνωρίζουμε, υπήρχε εθνικός ανταγωνισμός μεταξύ των κοινοτήτων με πολιτικές προεκτάσεις. Για αυτό, η μέριμνα για τη γλώσσα ήταν πρωταρχική από το νηπιαγωγείο ακόμη, όπως είπαμε και παραπάνω. Η καλλιέργεια της φιλοπατρίας με άλλα λόγια ήταν κυρίαρχος εκπαιδευτικός στόχος. Το τουρκικό κράτος κάποιες φορές προέβαινε σε έλεγχο των βιβλίων, όταν εκτιμούσε ότι διακυβεύεται ο συσχετισμός δυνάμεων που κρατούσε τις ισορροπίες, απαραίτητες για την ύπαρξή του, όπως γνωρίζουμε από τη σχετική βιβλιογραφία. Την εποπτεία όμως των βιβλίων και τη λογοδοσία έναντι του τουρκικού κράτους την είχε ο Οικουμενικός Πατριάρχης.


Τα ελληνικά σχολεία κατάρτιζαν μόνα τους το πρόγραμμα των μαθημάτων ή ήταν αντίστοιχο των ελεύθερων περιοχών;
Το ελεύθερο ελληνικό κράτος, με κάθε τρόπο, για λόγους πολιτισμικούς, πολιτικούς και εθνικής σκοπιμότητας φρόντιζε να στηρίζει την εκπαίδευση στον αλύτρωτο ελληνισμό, είτε αποστέλλοντας διδακτικό προσωπικό, είτε βιβλία. Στην εκπαίδευση, στην ανάπτυξη της διάνοιας και στη μόρφωση, όπως γνωρίζουμε όλοι, στηρίχθηκε η ανάκτηση της ελευθερίας του έθνους μας. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά σε εκείνες τις αλύτρωτες περιοχές. Επομένως, το ελεύθερο ελληνικό κράτος είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κορυφαία αποστολή να καλλιεργείται η γνώση, η φιλοπατρία και η διδασκαλία της γλώσσας στη Θεσσαλονίκη, όπως και στον υπόλοιπο αλύτρωτο ελληνικό κόσμο, αρετές που προετοίμαζαν την ελευθερία τους. Το πρόγραμμα σπουδών είναι φυσικό να καταρτίζεται από τα ίδια τα σχολεία υπό την εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου λαμβάνοντας υπ’ όψιν, όπως ελέχθη και στην αρχή, τα εκπαιδευτικά δεδομένα της Ευρώπης και του ευρύτερου εθνικού χώρου, καθώς δεν θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες της εποχής μία παιδεία ξεκομμένη από τη γενικότερη εξέλιξη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων.

Ποιες είναι οι εντυπώσεις από τους επισκέπτες της έκθεσης και ιδιαίτερα των μεγαλυτέρων ηλικιών;
Οι απόψεις των επισκεπτών αποτυπώνονται εύγλωττα στις σημειώσεις στο βιβλίο των εντυπώσεων. Θα σας παραθέσω μερικές και θα διαπιστώσετε ότι ο σκοπός της έκθεσης έχει επιτευχθεί. Ως διευθύντρια είμαι υπερήφανη για τη δουλειά των συναδέλφων και κυρίως για τον συνάδελφο Νίκο Μαραντζίδη που σήκωσε το βάρος και έφερε εις πέρας την έρευνα και τη συγγραφή των κειμένων της έκθεσης.
«Μία έκθεση που προκαλεί νοσταλγία και διδάσκει στους νεότερους».
«Μία περιήγηση στο παρελθόν της εκπαίδευσης και μία αφορμή για περίσκεψη σε σχέση με το μέλλον της».
«Μάθαμε πολλά για την πόλη μας».
«Επιμορφωτικό και γαλήνιο ταξίδι».